Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

και ηταν μονο..παιδια

Τον ξέραμε καλά, εκείνον, που έκλεισε την αλάνα και έγραψε πάνω σένα ξύλο ανορθόγραφα « ηκόπεδο προς πόλισιν ».
Κάτι αδέσποτοι δωδεκάχρονοι μπόμπιρες, λέγανε τούτη την αλάνα –ξέρετε, τα χωράφια στην άκρη της πόλης – γήπεδο. Κάθε απόγευμα ξεμάκρυναν με τη μπάλα τους και στράβωναν όλα ταγκάθια, σένα παιχνίδι, που χρόνια τώρα ,ο ένας νικητής, ήταν τα χαλασμένα τους αθλητικά παπούτσια. Εκεί οργάνωναν και τη μεγάλη γιορτή των χαρταετών. Σκαρφάλωναν συχνά στο σκοινί του αητού τους και τότε, εκείνος, αποφάσισε να κάνει διαφήμιση το νόμο του Νεύτωνα. Όχι, δεν μπορείς να πετάξεις.
Καρφωμένος θα είσαι πάντα, σε μια γη που συνεχώς κινείται.
Ταπόβραδο, παίρνανε το μικρό σουγιαδάκι του παππού και σκαλίζανε, ένα ξυλαράκι για το μάθημα της χειροτεχνίας.
Φέτος η χρονιά άρχισε χωρίς χειροτεχνία και τους έμεινε το μικρό σουγιαδάκι στα χέρια, χωρίς να ξέρουν τι να το κάνουν.
Και κείνον γνωρίζαμε, που ξεσπίτωσε τη γιαγιά από παραμύθι. Σκότωσε με τα χέρια του την κοκκινοσκουφίτσα και άφησε το λύκο ναλωνίζει, σαν είδος προς εξαφάνιση. Κρέμασε τη ρόκα της γιαγιάς στο μουσείο και την έστειλε δήθεν να ξεκουραστεί, σένα πανδοχείο ευγηρίας. Δεν τη γνώρισαν τη δική τους γιαγιά. Δεν κρύφτηκαν στην ποδιά της, όταν η διαίρεση δεν χώραγε στο κεφάλι τους. Τους πήραν κομπιούτερ, ναφήσουν τη γιαγιά ήσυχη.
Επινόησαν και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τους πέταξαν την μπάλα, στην αραχνιασμένη αποθήκη του χρόνου.
Είχαν μάθει αδέσποτοι, όμως, τούτοι οι μικροί. Θέλανε να περιφέρονται στην αλάνα της πόλης, που τώρα ήταν οικόπεδο προς πώληση. Τους έλειπαν τόσο, οι κλωτσιές της μπάλας τους.
Μια μέρα, ήρθαν στη γειτονιά τους κάτι ξένοι. Περίεργα τους κοίταζαν, κάθε που πέρναγαν το στενοσόκακο. Έστησαν και στο σχολειό τους, ένα έργο τέχνης.
« Κοίτα τι βρήκαν για να χαλάσουν την ησυχία μας ».
Ήταν ένας πίνακας, που έδειχνε μια γλυκιά φατσούλα, να παίζει πιάνο.
Τρύπωναν κρυφά, σε κείνη την αίθουσα με τον πίνακα και μελετούσαν μεθοδικά την καταστροφή του. Δεν έμαθαν να βλέπουν, ένα ευγενικό γλυκό προσωπάκι, να παίζει πιάνο. Ηδονή τους ήταν, να το βασανίζουν.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα μικρά δωδεκάχρονα μάτια, μετατράπηκαν σε κείνα τα αιμοβόρα της ύαινας και στιγμάτισαν τον ξανθό πανέμορφο καλλιτέχνη.
Έτσι άρχισαν να σχεδιάζουν την εξόντωσή του. Ποιος μακελάρης θα σκεφτόταν ποτέ, ότι τούτα τα χεράκια, το αίμα, θα τόνιωθαν τόσο άχρωμο:
Παραφύλαγαν να βρουν μια ευκαιρία, για τον βανδαλισμό.
Τούσπασαν τα πλήκτρα, μια μέρα που έλειπαν όλοι. Τα χέρια, θέλανε να του σπάσουν, όμως.
Πού ήταν τώρα εκείνος, που έκανε την αλάνα τους οικόπεδο, να μαζέψει τους παιδικούς γύπες:
Πού ήταν τώρα εκείνος, που έβαλε τσιμέντο στο πέταγμα του χαρταετού τους, να ξεσκονίσει τις ομορφιές της παιδικής τους απραξίας και να τους δείξει, γαλανούς ουρανούς και όνειρα στο χρώμα της ελπίδας:
Τόβαλαν σκοπό- τριγυρνώντας αδέσποτα όπως είχαν μάθει,- να διαλύσουν ό,τι πιο σπάνιο και μοναδικό.
Κανείς δεν βρέθηκε στο δρόμο τους, να γλυκάνει με δυο αγκαλιές, τις παγωμένες τους νύχτες της καταιγίδας.
Κανείς δεν τους μίλησε, για κάτι πανέμορφα φθινοπωρινά κρινάκια, που φυτρώνουν μόνο στη σκληράδα του βράχου.
Και κείνος…. τράβαγε πάντα το δρόμο του, κοιτάζοντας αδιάφορα τούτα τα παιδιά της μέχρι χθες αθώας αλάνας. Τα πισωπλάτησε και τα προσπέρασε, ξεγράφοντάς τα από των κατάλογο του μέλλοντος, σαν κοινωνικά απόβλητα.
Και τόκαμαν το θάμα τους.
Ξεμονάχιασαν το παιδί από την τέχνη και……. Ήμαρτον Κύριε…….Ποια περιγραφή είναι ικανή να σας δώσει το μάτι του κυκλώνα: Ποια φρίκη είναι ποιο μεγάλη, από το να το περιφέρουν στην πόλη, μέσα σένα καρότσι σούπερ μάρκετ, και το αίμα να ποτίζει την άσφαλτο:
Τίνος θεού παιδιά είναι άραγε, τούτοι οι μικροί αμούστακοι λύκοι:
Και κείνος, που έκαμε χάλασμα το παιδικό τους σπιτάκι στην άμμο, που είναι απόψε:
Πού κρύφτηκε, απόψε που καραβοτσακίζονταν μια αθώα παιδική ζωή:
Τι ψάχνετε τόσην ώρα, να δείτε ποιος είναι εκείνος: Πως τον λένε:
Τον ξέρετε καλά………. Είμαι εγώ, είσαι εσύ, όλοι εμείς είμαστε που γίναμε γρανάζι μιας σιδερένιας μηχανής, που πάντα μας ρυθμίζει τη μέρα μας. Όλοι εμείς κάναμε άχρηστες σιδερόβιδες, τούτα τα μπουμπούκια.
Όλοι εμείς, οι γονείς, οι δασκάλοι, οι γραφιάδες, οι παπάδες, οι σπουδαίοι……..
…. Είμαστε εκείνος, που νύχτωσε τα μάτια των παιδιών, που δεν τα έμαθε να ονειρεύονται και τους τσάκισε, κάθε ελπίδα για το αύριο. Εμείς ποτίζαμε τούτα τα βλαστάρια στην αυλή μας και τα μάθαμε ότι πάντα φταίνε μόνο…οι άλλοι.
Κι ύστερα έχετε το κουράγιο να μου ζητάτε τον τίτλο που είχε ο ξεσκισμένος πια πίνακας. Το σπάνιο αυτό έργο τέχνης.
Με ποια χέρια να σας τον γράψω:
Β.Μεμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου