Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ανυποτακτοι λογοι


Ξεπλυνα
ταποκαιδια της αγρυπνιας μου
και ξεστολισα τον αμαραντο του Αυγερινου λιποταξία,
μπας και ξεφτισει η νύχτα,
τα μελλουμενα αχναρια της λογικης,
που δεν αντεχονται,
ουτε από τον ιδιο τον βαρβαρο πονο,
που θαφτηκε στο λυκαυγές
αποκοσμων στησεων.
Τωρα….
Απάγκιασε  με μιας,
η καινοτομια των παραισθησεων
και λεω….
πού λιθαρι…..
να βαλω μαξιλαρι στον πονο;
Πού κραυγη νακουστει
και να μην δακρυσει από την αγωνια των θολερων αποσπασματων;


Β.Μεμου

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Ακριβες παρακαταθηκες....

Αφιερωμενο στον αγαπημενο μου πατερα, που τουτες τις 2-3 τελευταιες πρωτοχρονιες λειπει από κοντα μας….
ΝΑΞΕΡΕΣ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΠΟΣΟ ΔΥΣΑΝΑΠΛΗΡΩΤΟ ΚΕΝΟ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕΣ…

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΑΣ ΜΑΣ ΒΡΕΙ…ΠΙΟ ΣΟΦΟΥΣ…
ΑΚΡΙΒΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ


Χουζούρευαν στα κρεβάτια τους και δεν έλεγαν να σηκωθούν. Πιάνανε την ψιλοκουβεντούλα και σαν μελισσούλες γέμιζαν το γιορτινό δωμάτιο με το μέλι της ανθοφορίας, δίνοντας νότες απόλαυσης  και ευφορίας στο δίπατο  χωριατόσπιτο.
Κοιμήθηκαν και τα τέσσερα στο σπίτι της ξαδέλφης τους, που κατέβηκε από την Αθήνα για ολιγοήμερες διακοπές. Έτσι έκαναν σαν μαζεύονταν όλα στο χωριό. Πρωινό παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Συνωμοτούσαν για μέρες και δεν άφηναν κανέναν, να τους πάρει λέξη. Θέλανε δώρο ξεχωριστό για τον παππού τους φέτος. Δώρο, αντάξιο της σοφίας που απλόχερα τους χάριζε, τόσα χρόνια. Βάλανε κάτω το χαρτζιλίκι τους, κάμανε ταμείο και η κρυφοκουβέντα έδινε και έπαιρνε.
Ξεκούφαιναν όλους με τις φωνές και τα γέλια τους, φέρνοντας στο σπίτι το νόημα του γονιού.
Το έθιμο παλιό και το κράταγαν. Πρωτοχρονιά μαζεμένοι όλοι στο σπίτι του παππού. Βασίλης ο παππούς, Βασιλική και Βασίλης τα δυο από τα πέντε εγγόνια του.
Εβδομήντα δυο χρόνων ο ζευγάς της φαμίλιας τους. Ασπρομάλλης, περήφανης γενιάς κατακτητής, ο δικός τους παππούς, κατευόδωνε τον παλιό χρόνο με το παλιό φυλαγμένο κρασί και καλωσόριζε τον καινούριο, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια με το γιοματάρι, έχοντας ολόγυρα στο τραπέζι όλα του τα βλαστάρια.
Στον πρώτο χτύπο της χρονιάς, σταύρωνε τη Βασιλόπιττα, με το ίδιο πάντα μεγάλο μαχαίρι και άρχιζε να ονοματίζει τα κομμάτια, ένα-ένα. Του Χριστού, του φτωχού, του σπιτιού. Του Αϊ Βασίλη, του νοικοκύρη… με μουσική πάντα υπόκρουση, τα κάλαντα. Και μετά ο μποναμάς. Ένα χιλιάρικο, παλιά, στον καθένα που βρισκόταν στο σπίτι εκείνη την ώρα, άσχετα αν ήταν φιλοξενούμενος. Σαν μπήκε το ευρώ και στο δικό του σπιτικό, έδινε τρία ευρώ. Μικρή η αγροτική του σύνταξη και κάθε τέτοια μέρα την έφερνε, ίσα βάρκα, ίσα νερά. Χαρά τα παιδιά σαν τον έβλεπαν, στη μέση του δωματίου, να τα χαϊδεύει στο κεφάλι, όταν έσκυβαν να του φιλήσουν το χέρι και τους ξένους να κοιτάζονται παράξενα, την ώρα που έδινε λεφτά και στους μεγάλους.
«Πολύχρονος παππού. Χρόνια πολλά και του χρόνου».
Το πρωί, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, αράδιαζε τα εγγόνια του και τράβαγαν για την εκκλησία. Καμάρι που τόχε σαν τα σύστηνε στους φίλους του. Καθηγήτρια, η μεγάλη εγγονή μου, η Βασιλική, φοιτήτριες η Λενιώ μου και η Δήμητρα, μαθητές λυκείου και γυμνασίου, ο Βασίλης και ο Στάθης.
Στο μεσημεριανό τραπέζι, πάντα η ίδια σκηνή, χρόνια τώρα. Όρθιος, στο κεφάλι του τραπεζιού, έκανε το Σταυρό του, σήκωνε το ποτήρι και έρανε με ευχές, παιδιά και εγγόνια.
Γνήσια ελληνική λαογραφία, θα ομολογούσε ο ρομαντικός ποιητής, που ξέμεινε εκεί μακριά στο παλιό καταγεγραμμένο θηκάρι του χρόνου. Κάτι τέτοιες μέρες διάλεγε να καταστρώσει αντλίες, γιατί σταπότρυγα των ημερών του, στόχευε να αφήσει την αρμάτα του γεμάτη αναμνήσεις υψηλών στόχων.
Δεν έδινε δώρα, μα ταπομεσήμερο, όταν το τραπέζι έκλεινε, έπαιρνε την σκαλιστή του γκλίτσα νακουμπάει, και τράβαγε με τα εγγόνια του, για μια βόλτα. Έβρισκε ένα μέρος να ξεπεζέψουν και σαν σοφός της ζωής δάσκαλος, ανακάτευε τις θύμησες του και τους εξιστορούσε λόγια από τα παλιά, γράφοντάς τους ένα μήνυμα για αύριο.
«Έδυσε η ζήση μου, έλεγε, ποιος ξέρει του χρόνου, αν θα ζω!{Είκοσι χρόνια μας απειλούσε με το αν θα ζει}Κρατάτε τα λόγια ενός γέρου, για στολίσματα στα παιδιά και τα εγγόνια σας».
Φέτος θα τα πήγαινε στη γέφυρα του Ρίου. Ολοχρονικού μάζευε σκέψεις, να τις φυτέψει σαν σποράκια, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.
«Όχι παππού, φέτος θα πάμε πρώτα κάπου που θέλουμε εμείς. Μετά ότι θες εσύ. Εξάλλου δική σου είναι η μέρα, σήμερα.».
Οδηγούσε η εγγόνα του η μεγάλη. Μπροστά ο παππούς καμάρωνε και πίσω, όλοι οι άλλοι στριμωγμένοι σαν σαρδέλες.  Πέρασε το Ρίο και πήρε το δρόμο για το κέντρο της Πάτρας. Σταμάτησε στο παλιό αρχοντικό με την μεγάλη παραφωνία: μια μελαγχολική επιγραφή. «Οίκος ευγηρίας».
Προσποιήθηκε πόνο στο πόδι ο Βασίλης και έμεινε λίγο πίσω. Οι άλλοι ανέβηκαν τη μαρμάρινη σκάλα, με τον παππού να μην καταλαβαίνει τίποτα. Σε λίγο κατέφθασε ο μικρός ντυμένος Άγιος Βασίλης, με ένα σακί στην πλάτη και τραγουδώντας τα κάλαντα της μέρας. Μπήκε στη μεγάλη αίθουσα που κάθονταν οι γέροντες.
«Χρόνια Πολλά. Καλή Χρονιά».
Μοίρασαν τα δώρα, αγκάλιαζαν τους γέροντες και ζήτησαν ευγενικά από την υπεύθυνη την άδεια να φέρουν το ακορντεόν τους και να τραγουδήσουν όλοι μαζί.
Ευχές πέταγαν στον αέρα σαν πυγολαμπίδες και ξεπέζεψαν αγγέλους νακουστεί το «Ωσσανά»  των πέντε παιδιών στα πέρατα της οικουμένης. Άγαλμα ο παππούς έστεκε στην πόρτα, σαν να ξεχώρισε τα χρώματα της ίριδας για πρώτη φορά.
Τι αξία είχε το πουλόβερ που του χάρισαν, μπροστά στο ζωντάνεμα της περηφάνιας του;  
Κατέβηκε διακριτικά, στυλώθηκε στο αυτοκίνητο και ελευθέρωσε τις σκέψεις του, να φτάσουν στην κάθε μέρα της γέννας τους. Κοπέλες πια και παλικάρια οι θησαυροί του, βάλθηκαν σήμερα να αναπλάσουν τις χαρές του και να τον ονομάσουν για ακόμα μια φορά «σπορέα» σε γόνιμο και εύφορο τόπο.
Έφτασε σούρουπο.
«Τώρα παππού, μας οδηγείς εσύ. Λέγε πού πάμε;»
«Παιδιά μου, πού ποιο ψηλά να σας οδηγήσω; Είχα σχεδιάσει να πάμε στη γέφυρα στο Ρίο. Είχα στριμώξει τόσα φτιασίδια να σας μολογήσω για το πέρασμα αντίπερα. Δυο λέξεις ακούμπησαν στο προσκέφαλό μου και τις ξεχώρισα για φετινό μας κουβεντολόι. «Σεβασμός» και «Αχαριστία». Όμως… Μωρέ τι σου είναι οι καινούριες γενιές!!! Τώρα το διάβα σας θα είναι μια συνεχής πορεία για απέναντι. Κάθε μέρα θα περνάτε ένα γιοφύρι. Χτίστε το λοιπόν λιθαράκι-λιθαράκι με όσα σας έμαθα τόσα χρόνια και κάντε το γεροθεμελιωμένο και κόσμημα σαν τούτη τη γέφυρα. Στις παλιές μου μέρες πού να φανταστώ, ότι στεριώνει τσιμέντο στο νερό; Ρίξτε χαμόγελα για αγκίστρια σε όλα ταγρίμια που θα τρίζουν τα δόντια τους και μη χαμηλώσετε ποτέ τον πήχη του αυτοσεβασμού σας. Και σαν αρμενίσουν καράβια μπροστά σας, γράψτε κάπου ψηλά ένα «ευχαριστώ», να ριζώσει σαν φάρος, για να μην ξεχαστεί καμιά σας ελπίδα. Είχα κι άλλα σχεδιάσει να σας πω αγναντεύοντας τούτο το διαμάντι, μα εσείς μου δώσατε τον κότινο που με περνάει κατευθείαν στο θρανίο του μαθητή. Ανοίξατε τη διαθήκη μου μέρα Πρωτοχρονιάς και αναγνώρισα αμέσως όλους τους θησαυρούς της κληρονομιάς σας».  
Νύχτωσαν άγρυπνα τα λιόκλαρα στον όχτο
Άλλαξαν δίχτυα οι ψαράδες της ορμήνιας.
Σέβομαι πάντα την πηγή των ελαφιών,
Να μην μισέψω με του αχάριστου τα πάθη….
Βουλα Μεμου