Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Β' Βραβείο σε Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό για τη Βούλα Μέμου

https://www.filodimos.gr/all-issues/aigialeianews/politistika/90166-2017-07-27-16-35-01

Μια ακόμα διάκριση για τη συνεργάτιδα του filodimos.gr Βούλα Μέμου, προέκυψε με τη συμμετοχή της στον ΣΤ' Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, ανάμεσα σε δεκάδες ποιήματα από όλο τον κόσμο.
Η Βούλα συμμετείχε με το ποίημά της "Πομπές Ανέχειας", στην κατηγορία "Ελεύθερο θέμα".
Πομπές ανέχειας…

Σε ταξίδι ελπίδας,
απάγκιαζε κάθε όνειρο του το ξημέρωμα,
με πέταλα βασιλικού,
σε δοξάρι βιολιού,
-στόλισμα πρόσκαιρων τροφών-
και ουρανοσπηλιές αγγέλων.

Έσμιγε απονήρευτες στράτες,
-αστεριών αρμάδες-
σε χρόνους τόσο χαλεπούς,
μιζεροσκονισμένους.
Απομεινάρια παιδικής αθωότητας,
που σταυρώνονται…
σαν σφίγγει την γύμνια τους,
πυρακτωμένη, η μέγγενη της φτώχειας.
Η πανσέληνος, κούρνιασε σε φυλλωσιές δακρύων,
γιατί λούστηκαν την ανέχεια,
από τα γεννοφάσκια τους.
Υπόλογοι και μάρτυρες, αναμάρτητων κυοφορήσεων.

Η ελπίδα απόστρατος λόγιος,  λεηλατημένος σκοπός,
σε κολασμένες υπολήψεις,
σέρνεται, σε σκουριασμένους κάδους σκουπιδιών.
Ναυαγοί των λεωφόρων…
κάτι τρύπια παπούτσια,
λάφυρα, από την μεγάλη χωματερή, των σπουδαίων,
που ξεσπίτωσαν, κάθε ίχνος αξιοπρεπείας.

Τώρα αηδόνια, μοιρολογούν αδέξια
Οι αντοχές τρύπωσαν σε καταπακτές  απόγνωσης…
Και εκεί… στην γωνία του μεγάλου δρόμου…
Ο επαίτης…
έκλεισε μόλις τα πέντε του…

ΣΤ΄αμφικτυονία Ελληνισμού



Πομπές ανέχειας…

Σε ταξίδι ελπίδας,
απάγκιαζε κάθε όνειρο του το ξημέρωμα,
με πέταλα βασιλικού,
σε δοξάρι βιολιού,
-στόλισμα πρόσκαιρων τροφών-
και ουρανοσπηλιές αγγέλων.

Έσμιγε απονήρευτες στράτες,
-αστεριών αρμάδες-
σε χρόνους τόσο χαλεπούς,
μιζεροσκονισμένους.
Απομεινάρια παιδικής αθωότητας,
που σταυρώνονται…
σαν σφίγγει την γύμνια τους,
πυρακτωμένη, η μέγγενη της φτώχειας.
Η πανσέληνος, κούρνιασε σε φυλλωσιές δακρύων,
γιατί λούστηκαν την ανέχεια,
από τα γεννοφάσκια τους.
Υπόλογοι και μάρτυρες, αναμάρτητων κυοφορήσεων.

Η ελπίδα απόστρατος λόγιος,  λεηλατημένος σκοπός,
σε κολασμένες υπολήψεις,
σέρνεται, σε σκουριασμένους κάδους σκουπιδιών.
Ναυαγοί των λεωφόρων…
κάτι τρύπια παπούτσια,
λάφυρα, από την μεγάλη χωματερή, των σπουδαίων,
που ξεσπίτωσαν, κάθε ίχνος αξιοπρεπείας.

Τώρα αηδόνια, μοιρολογούν αδέξια
Οι αντοχές τρύπωσαν σε καταπακτές  απόγνωσης…
Και εκεί… στην γωνία του μεγάλου δρόμου…
Ο επαίτης…
έκλεισε μόλις τα πέντε του…


                                                                           

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Μύθοι αέρινοι

Μύθοι αέρινοι

Μια χαραυγή σιωπής ύστερα από τόσες χαραυγές.
Έλα! Ανηφόρισε μαζί μου!
γεύσου μαζί μου τις μυστικές ομορφιές.
Το νερό ατιθάσευτο
πλένει το νούφαρο που γερεύει,
ως τον άγουρο μίσχο του.
Μυστικίζει η μοναξιά της αγράμπελης
το άφυλλο φυτό
της μελανής σκιάς του βουνήσιου στοιχείου.
Έλα μονότονη νότα,
σαν λύτρα της μονόγευτης ώρας.
Όταν αισθάνομαι μάγεμα και ομορφιά-
μαγεμένη άνοιξη που ερωτεύεται αμουδιές,
ως δροσόσταλη πηγούλα,
χαϊδεύεις την αγριάδα.
Στ’ αετόχτιστα πλάγια,
μουντή ηλιόσκονη και
ξεβαμμένη απόχρωση,
σαν ζωντανή στάλα,
ατενίζει
της Μιλήτου
το τείχος τηςσιωπής.
Αντάμωσε το είμαι μου,
στο ερωτικό του απόγιομα
μέχρι τα παράλληλα ελάσματα
της μοναξιάς.
Το γέρικο ανάστημα ακόμα
επιβάλλεται στης σελήνης τα γυρίσματα
με τις αιμοχαρείς μοναξιές
του πλάτανου,
όταν ξαναθάβουν την αστερόσκονη.
Γεράνι του νεκρού βασιλείου της ερημιάς
άχρωμο γέλιο, ρημαγμένο παράπονο,
γλυφό νερό, αέρινη σκιά,
τυφλό χτυποκάρδι, αραχνική καταχνιά,
τριγωνικό βλέφαρο, γέμα από βράχο,
νερό και γέλιο.
Νωθρό πλεούμενο, αόρατη χαρά,
σαν το αλάτι στους αφρούς των κυμάτων.
Διχοτόμηση του χώρου,
χώρος από γέλιο,
γήινο αστέρι, φωλιά από σπουργίτια,
αιχμάλωτος θρόνος, κάθισμα πύλης
της κεφαλής μονόκερο σκίψιμο,
γραφή που όνειρα σε χάραξαν
κλαριά που βήματα σας τάραξαν,
μύθοι ατέρμονου στόχου.
Η χροιά ίδια.
Εσύ πάντα στο ΕΔΩ ΜΟΥ.




Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

βουλα Μεμου

Μαραθώνιος απόπλους
Κλήτευσε την συσταύρωση των ρόδων,
Οι ώρες κλήθηκαν μάρτυρες
γεωμετρικής εποχής…
τούτη η πασχαλιά μοσχομύρισε στον κόρφο σου..
σπιούνος ενός ανθισμένου σταλαγμίτη,
που χόρευε ορφικούς ήχους, σε χρόνο ανύπαρκτο…
βγάλε το πουκάμισο του χειμώνα…
πέταξέ τον στο βράχο της ανάληψης
και έλα στην ακροθαλασσιά ,
τα γράμματα στην άμμο έχουν κάποιες  φορές..
μεγάλη αξία…
Β.Μέμου
Φωτο Τ.Σταυροπουλου  


ΒΙΚΥ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

#προσεγγιση_της_αναπηριας_στην_προσχολικη_ηλικια
Άλλη μια επιτυχια της Βίκυς μου..Ομιλίτρια σε συνέδριο στομ Ναύπλιο με θέμα ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗς ΑΝΑΠΗΡΊΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Αμμόχωστος βασιλεύουσα, Μελίρρυτος σπονδή δακρύων.

Αμμόχωστος βασιλεύουσα

Ηλιογέννητη,εσύ,
που νύχτωσες….
πριν δύσει ο καιρός σου,
τα ακρόνυχά σου….  
λούζουν νυφιάτικους στήμονες,
με τον λυράρη να ξελογιάζεται
και να πλανιέται,
στων αφρών σου το μενεξεδί συναπάντημα.
Αρχόντισσά μου,
κυρά των κυράδων………
Νεκρή ραψωδία τώρα,
ζωσμένη φαντάσματα,
λεηλατείς τα όνειρά μου
και βάφεις τις μνήμες μου, στο χρώμα του θανάτου…
Οι νυχτερίδες φορτώθηκαν τις ψυχές
των αμαρτημάτων
και ξεψύχησαν
από το χέρι του δήμιου σφετεριστή.
Η δόξα σωριάστηκε στα πόδια
του γίγαντα των συμφερόντων,
με την ελπίδα να ψυχορραγεί …
Τώρα οι ανεμώνες,
ανθίζουν στο γέρμα,
φυλακισμένες, στα μνήματα της ντροπής,
με τις χορδές της κιθάρας ν’ ανεμίζουν μεσίστιες .
………………
Διπλοκλείδωσα  τα πέπλα της οδύνης
στο σεντούκι των υποχρεώσεων
και σπίτωσα  τις ευθύνες…….
………………………………….
Στις γενιές της ανοχής…
                                                  

                               





     Μελίρρυτος σπονδή δακρύων.



   Ο Θοδωρής,  κράτησε σφιχτά τον Πέτρο στην αγκαλιά του και έκλαιγε με λυγμούς, μικρού παιδιού.
   -Αδερφέ μου… μοναδικό μου σπλάχνο… ποια τύχη με έφερε στο δρόμο σου;       
   -Ποια μάνα, έχει την καρδιά, της μάνας μας;
   Γονάτισε στο μνήμα, με ευλάβεια και έκανε τον σταυρό του.
   Το μοναδικό, συνειδητό, σταυροκόπημα της ζωής του.


  Τα αεροπλάνα διαολεμένα έσπερναν τον θάνατο. Τα παραθύρια του τρόμου ορθάνοιχτα, μάζευαν σακατεμένες ζωές, να σημαδέψουν για άλλη μια φορά, την ιστορία. Σαν να αλυχτάνε σκυλιά, ακούγονταν τα αυτόματα, να γαζώνουν κορμιά.
  Ο καλοκαιριάτικος ήλιος, χανόταν στην μαυρίλα. Ντρεπόταν για την κατάντια των ισχυρών, να γλύφουν ματωμένες πληγές, για να στήσουν τρόπαια, νικημένης αξιοπρέπειας.   Καπνός και μπαρούτι. Οι φωνές και τα μοιρολόγια, έσκιαζαν και τα λιγοστά αγρίμια που ξεμύταγαν από τα λαγούμια τους..
   Ο κόσμος πανικόβλητος και χωρίς ενημέρωση, έτρεχε σαν τρελός, εδώ και εκεί.  Μάζευαν τα υπάρχοντά τους και αλαφιασμένοι, έψαχναν μια τρύπα, η μια σπηλιά να κρυφτούνε.
   Τέσσερες μέρες σφυροκοπούσαν την περιοχή, ανελέητα.
   Το αίμα πότιζε τον κάμπο και δρόσιζε τα ξερά χόρτα. Η μυρωδιά του, ανάκατη με την ερημιά της σιωπής, συνέθετε ένα τοπίο, βγαλμένο από την κόλαση του Δάντη. 

   -Θεός φυλάξει Άντρο μου. Είπε και σταυροκοπήθηκε, η Μαρούλα.
   -Ένα μωρό… Ένα γεννησαρούδι… Ένα πλασματάκι, κοίταξέ το, κλαίει αποκαμωμένο από την πείνα και τον ήλιο. Ματωμένο, το κρατούσε σφιχτά στον κόρφο της μια κοπελιά, κοντά στα τριάντα. Σκοτωμένη… δίχως πρόσωπο, η βαριόμοιρη.
   Ανάσκελα, λουσμένος στα αίματα, δίχως πόδια, ένας άντρας, γύρω στα τριανταπέντε, μαρτύραγε την θηριωδία των ημερών.
   Και γύρω σιωπή. Μόνο ένας κρατήρας στην γη, μαρτυρούσε, το τι είχε προηγηθεί.
   Σαν άγαλμα, έστεκαν ο Άντρος με την Μαρούλα.
   Το αίμα τους είχε παγώσει, η ανάσα τους βαριά.
   Τους γνώριζαν…  Τους ήξεραν… Κοντοχωριανοί ήτανε… Από την Ζόντια, μωρέ.  Ναι, από την Ζόντια ήταν… φίλοι τους. Ο Σμαήλης και η Εμινέ.
   Σκοτωμένοι, εκεί στο σταυροδρόμι, για τον Αστρομερίτη.
  
                                                              2

  Το τοπίο, μύριζε θάνατο και ντροπή. Πήραν το παιδί αγκαλιά και στάθηκαν να σκεφτούν, τι θα κάνουν με τους γονείς.
   Είναι άδικο να τους αφήσουμε εδώ, να τους φάνε τα όρνια. Τα φουκαριάρικα, κανένας δεν θα τα αναζητήσει, μέρες που είναι, να τα θάψει, κατά πως πρέπει. Είναι και το παιδί. Τι θα απογίνει;
  Η Μαρούλα, τύλιξε το παιδί στην ποδιά της και έφυγε με γοργό βήμα κατά το χωριό. Ακόμα τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα, έπρεπε να προσέχουν.   
  Έπρεπε να του πλύνουν το χάρο, που θρονιάστηκε στην ψυχή του, πριν ακόμα δει, τι είναι η ζωή.
   Ο Άντρος, αν και έτρεμε από φόβο, φώναξε δυο-τρεις γνωστούς, με ένα αγροτικό και μάζεψαν τα κορμιά τους, να τα πάνε στο χωριό.
   -Δεν ήταν μόνοι τους στο αγροτικό αυτοκίνητο. Η σοδειά του πόνου, αρκετή, να μαυροφορέσει ολάκερη πολιτεία.
   Βλέπεις τούτες τις μέρες, βάλθηκαν να αλλάξουν την ιστορία. Έπρεπε να γραφτεί για άλλη μια φορά, η μοίρα ενός βασανισμένου και πολύπαθου λαού, με αίμα.

   -Παπά Γιώργη, ο Θεός είναι ένας και μιας και πέσανε στο δρόμο μας, πρέπει να κάμουμε το χρέος μας.
   Στην εκκλησιά του Αγίου Αυξιβίου, κόσμος και κοσμάκης με τον φόβο στα μάτια, παρακαλιόνταν, για το αύριο.
   Ο παπά Γιώργης- άνθρωπος του Θεού- φόρεσε το πετραχήλι, κοίταξε κατάματα τον άγιο και έδωκε την εντολή.
   -Ετοιμάστε τους, μαζί με τους δικούς μας, δυο λόγια Θεού, να ακούσουν, κάποιος να τους κλάψει και ο Θεός ας με συγχωρέσει. Άνθρωποι είναι και τούτοι και μάλιστα δικοί μας άνθρωποι, κοντοχωριανοί μας. Τι κι αν είναι αλλόθρησκοι; Μπροστά στο θαύμα του θανάτου, τα ίδια δάκρυα κυλάνε στα μάγουλα, ανεξαρτήτως, ποιο είναι το χρώμα των ανθρώπων, η ράτσα τους, η την θρησκεία τους. Τα ίδια ορφανά γεννιούνται.
   Έτσι έκαμαν και έφτιαξαν και τάφο και έγραψαν και τα ονόματά τους και έβαλαν και ξύλινο σταυρό.
   -Κάποτε ο γιος τους θα μάθει, τι απέγιναν οι γονείς του; Θα βρει μια πλάκα να στρώσει τα δάκρυά του. Ας αποφασίσει ο ίδιος,  να βγάλει το σταυρό από το μνήμα. Εμείς θα κάμουμε το καθήκον μας. Ο δικός μας Θεός, είναι Θεός αγάπης και ποτέ δεν διώχνει, από την Χάρη του, έναν ξένο.
   -Θα τους διαβάσουμε με τους δικούς μας. Θα προσευχηθούμε γι’ αυτούς, κατά πως πρέπει, σε χριστιανούς.
  

   -Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, είπε και σήκωσε το παιδί ψηλά, λες και το έφτανε ίσαμε το χέρι του Χριστού.
   -Και το όνομα αυτού….. Θεόδωρος. 
   -Μαρούλα και Άντρο, είστε σίγουροι, για τούτο που πάτε να κάμετε; Είστε σίγουροι, ότι θέλετε αυτό το παιδί στο σπίτι σας; Ότι θα το μεγαλώσετε, σαν τον Πετράκη σας και δεν θα το εγκαταλείψετε ποτέ; Είναι μεγάλο φορτίο, για όλη σας την ζωή και δεν έχει πισωγυρίσματα.
   -Τι λες παπά μου; Μάρτυς μας ο Θεός. Μάρτυρες, όλο το χωριό. Τώρα έχουμε δυο παιδιά.
                                                    3

  -Δώρο Θεού, ο Θοδωρής μας. Είπαν και έκλεισαν με  στοργή, το ορφανό, στην αγκαλιά τους.
  Οι μέρες κύλησαν. Τα πράγματα καταλάγιασαν. Στη Ζόντια μπήκαν συρματοπλέγματα. Ο τόπος, οι παλιοί χωριανοί, χωρίστηκαν στα δύο. Ο Αστρομερίτης, στην δική μας πλευρά. Η Ζόντια…..
   Ο τόπος, μπήκε στον παλιό του ρυθμό. Τι να το κάνεις όμως. Ποτέ, δεν θα είναι τα πράγματα ίδια, ποτέ δεν θα είναι, όπως παλιά. Ο χωριανοί χωρίστηκαν και λοξοδρόμησαν. Έποικοι έφτασαν από το πουθενά και κατέλαβαν τα σπίτια, λεηλατώντας ιερά και όσια.
  
  Στο Λονδίνο, η ζωή, τράβαγε τον δικό της δρόμο. Όλα ήταν διαφορετικά. Οι ρυθμοί αλλιώτικοι, αλλά γνώριμοι. Οι Άγγλοι, ήταν για πολλά χρόνια συγκάτοικοί τους και όχι μόνον. Είχαν και αυτοί πολλές σελίδας ιστορίας στιγματίσει. Τα χρόνια είχαν περάσει. Οι μνήμες όμως; Τόσος θάνατος μαζεμένος, πώς ξεσπιτώνεται από την μνήμη; Πώς ξεχνιέται τόσος χαλασμός, για μια πατρίδα, που σαν αναμμένο κάρβουνο κατατρώει τα σωθικά, του ξεριζωμένου Κύπριου;
   Στα καλύτερα σχολειά, ο Πέτρος και ο Θοδωρής. Ολόκληροι άντρες πια, αλλά, στο μυαλό της Μαρούλας, πάντα η ίδια σκέψη. Τι πρέπει να κάνει, με το θέμα του Θοδωρή; Να του πει την αλήθεια, αλλά πώς; Πως θα το έπαιρνε, το θέμα; Πως θα δεχόταν, ότι τον βάφτισαν χριστιανό; Πώς θα αντιδρούσε, που τον πολιτογράφησαν Έλληνα; Κι αν τον έψαχνε κάποιος συγγενής του; Και αν τους μισούσε, όταν μάθαινε την αλήθεια;
   Είναι παιδί της πια. Βυζανιάρικο το βρήκε και το έκαμε άντρα. Σωστό παλληκάρι. Ποτέ δεν το ξεχώρισε από τον Πέτρο της, άσε που πολλές φορές έπιανε τον εαυτό της να τον νοιάζεται περισσότερο από το δικό της παιδί.
   -Να πας Άντρο μου στην Κύπρο. Τώρα που άνοιξε η Λύδρα, τώρα που μπορούμε να περάσουμε στα κατεχόμενα, να ψάξεις. Δεν θέλω να το έχω, βάρος στην ψυχή μου.
   -Μπορεί να υπάρχει κάποιος συγγενής του. Πρέπει να μάθουμε. Δεν θέλω να το έχω, κρίμα στο λαιμό μου.
   -Μεγάλωσε και κάποια στιγμή, πρέπει να μάθει την αλήθεια. Δεν έχουμε δικαίωμα, να κρατάμε άλλο, αυτό το μυστικό.
  

   Μνημείο πεσόντων Μορφιτών…
   Μνημείο Γεώργιου Κάρυου…
   Ήταν η πρώτη στάση, σαν έφτασε στον Αστρομερίτη. Καθήκον του το ένιωθε να αφήσει δυο δάκρυα, το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, για το αίμα, που χύθηκε σε τούτα τα χώματα.
   Γονάτισε και τα δάκρυα σφράγισαν την πεθυμιά του.
   Τούτος ο χιλιολαβωμένος τόπος, ήταν ο τόπος του, ήταν το χωριό του, ήταν οι μνήμες του… Ανάθεμα σας σκυλιά…
   Στάθηκε σε θέση προσοχής και μονολογούσε, όσα λόγια δεν άντεχαν, να βγούνε από τα χείλη του.
   Ανέβηκε στο ύψωμα του Αγίου Αυξιβίου, εκεί στο κέντρο του χωριού και αγνάντευε. Ερημιά στα κατεχόμενα, νεκρική αλαλία θα έλεγες και έτσι στα καλά του καθουμένου άρχισε να ψάλει το « Χριστός Ανέστη».
                                              4

   -Θα πάω στη Ζόντια…. Ναι θα πάω… έχω χρέος.
   Μετά τις απαραίτητες διατυπώσεις, έφτασε, στην αλλοτινή Ζόντια.    
    Yukari Bostanci, το καινούριο της όνομα. Έτσι από θυμό, έφτυσε καταγής και προχώρησε.
  Μπήκε στο χωριό και αναζήτησε το σπίτι του Σμαήλη και της Εμινέ.
  Μια νέα γυναίκα βγήκε στην αυλόπορτα.
  -Γυρεύετε κάτι; Ρώτησε στα Τούρκικα.
  -Κάποτε έμενε εδώ ένας φίλος μου, έχεις ακούσει κάτι, γι αυτόν;
  Σμαήλη τον λέγανε….
  -Ναι… ναι κάτι θυμάμαι. Σκοτώθηκε στο βομβαρδισμό, κάτω στο σταυροδρόμι. Ήταν με την γυναίκα του και το παιδί τους. Πάνε αυτοί. Οι γονείς τους σκοτώθηκαν εδώ στην αυλή. Κανένας τους δεν απόμεινε. Τα σκυλιά θα τους έφαγαν… Ποιος είχε μυαλό, εκείνες τις μέρες, να βγει να τους αναζητήσει και να τους μαζέψει; Κάτι χωριανοί, τους είδαν σκοτωμένους, εκεί κάτω. Εμάς μας χάρισε το σπίτι, ο θείος Ντενκτάς… χρόνια τώρα, μένουμε εδώ… Από τα Άδανα, ήρθαμε.
   -Να σε φιλέψω κάτι, μιας και ήρθες στο σπιτικό μου;
   -Ευχαριστώ βιάζομαι, έχω να δω κι άλλους στο χωριό. Ώρα σου καλή, κυρά μου…. Σ’ ευχαριστώ… με βοήθησες αρκετά…
   Έβαλε το κεφάλι κάτω και ξεμάκρυνε, βρίζοντας, μέσα από τα δόντια του.
   -Είδες ο θείος Ντενκτάς; Προίκιζε κιόλας… με ξένα κόλλυβα… Φτου…
   -Ποιος ξέρει, πού θα ήταν ο Θοδωρής μου, σήμερα; Το παιδάκι μου, θα είχε πεθάνει, ή στην καλύτερη, σε κανένα ορφανοτροφείο θα το είχαν.

   Είχε φίλους στη Λευκωσία. Εκεί εγκαταστάθηκε, σαν έφτασε στην Κύπρο.
   -Να πας στο χωριό, να βρεις το Γιάννο τον Αντρέου, τον ξάδερφό μου, να ανάψεις και ένα κερί στους δικούς μας, του είχε πει η Μαρούλα, φεύγοντας από το Λονδίνο.
    Το μυαλό του σταμάτησε στο τότε… όταν αντίκρισε το χωριό. Παντού ερείπια, θυμόταν. Ο θάνατος βομβάρδιζε τις ζωές και φύτευε ταφολίθια. Αίμα… Αίμα, παντού αίμα. Έπρεπε να φύγει το γρηγορότερο, από το χωριό.  Νύχτες πάλευε με τους εφιάλτες και έτρεμε από το φόβο… Δεν είχε άλλη ζωή, για ξόδεμα.

   Κάθισε στον υπολογιστή του και ξεκίνησε να γράφει. Δεν ήξερε αν ήταν χαρούμενος, ή λυπημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά σίγουρα ήταν ξαλαφρωμένος.
   -Θα μείνω λίγες μέρες ακόμα. Νοστάλγησα την πατρίδα… Πονάει το θέαμα… Πήγα στην Δερύνεια και αγνάντεψα με τα κιάλια την Αμμόχωστο… Νεκρή πόλη, μετά από τόσα χρόνια, Μαρούλα μου. Οι νυχτερίδες μοιρολογούν ακόμα τους αδικοχαμένους και στήνουν χορό θανάτου, ίσαμε με σήμερα. Η καρδιά μου ράγισε. Ξέρω ανυπομονείς να μάθεις, για τον Θοδωρή μας.  Κανείς δεν τον έψαξε, κανέναν δεν έχει. Όλοι σκοτώθηκαν στον χαλασμό. Ευτυχώς, που το μαζέψαμε το παιδάκι μας. Ποιος ξέρει, τι θα είχε απογίνει τότε; Ποιος ξέρει, αν θα ζούσε.
   Το ασθενοφόρο με την σειρήνα να σκίζει τον αέρα, έφτασε έγκαιρα στο νοσοκομείο.
  
                                                       5

   Έπρεπε να ειδοποιήσουν στο Λονδίνο. Η καρδιά του Άντρου, δεν είχε άλλους δυνατούς παλμούς, να σηκώνει χαρές και λύπες. Όμως έπρεπε να
κρατηθεί… Έπρεπε να περιμένει. Είχε χρέος να περιμένει τους γιούς του. Στην εντατική, ανήσυχος, ρώταγε και ξαναρώταγε.
   -Αργούνε να έρθουν;
   -Τι σας είπαν, αδερφή, θα έρθουν και τα δύο παιδιά μου;
   -Πρέπει να προλάβω και αυτό το τρένο. Πρέπει να τελειώσω το κεφάλαιο και ο Θεός ας με κρίνει.

   «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, συγγενείς και φίλοι». Με τρεμάμενη φωνή ο γέροντας πια, παπά Γιώργης, συνόδευε τον Άντρο. Λίγοι οι παλιοί γνώριμοι,   
μα πολλοί οι νέοι- αυτοί ήξεραν το μεγαλείο της ψυχής του- ακολουθούσαν την ανηφοριά της ζωής του.

                                                          
    Οι ελπίδες στρατοπέδευσαν στις ώρες. Οι συναστρίες γλύκαναν καρτερικά τις άνομες σκέψεις.
   Στον Αστρομερίτη……
   Εκεί θα γραφόταν ο επίλογος.
   Ο Θοδωρής, άφαντος.’
   Όλοι απορούσαν με την απουσία του.
   -Μα… να μην έρθει;
   -Τόσα έκανε, ο Άντρος και η Μαρούλα, γι’ αυτόν.
   Ό παπα Γιώργης, που οι σπουδές των χρόνων του, ήταν σοφές, επίτηδες αργούσε να τελειώσει την ακολουθία.
   Την ήξερε καλά, ο σεβάσμιος γέροντας, την αντίδραση αυτή.
   Ήταν φυσικό, να φύγει η γη, από τα πόδια του. Οι αποκαλύψεις ήταν συγκλονιστικές και έγιναν, σε έναν ψυχρό τόπο εντατικής.
   Πώς να διαχειριστεί ένα παιδί, τόσες αλλαγές ζωής, σε λίγα λεπτά;
   Που να χωρέσουν, τόσες χαρμολύπες;

   Μέρες πηγαινοερχόταν στην Ζόντια, στη σημερινή Yukari Bostanci και ρώταγε παλιούς-όσους μπορούσε να πλησιάσει- γιατί κάποιοι, ήταν καχύποπτοι, με τις ερωτήσεις του Εγγλέζου, όπως τον αποκαλούσαν.
   -Τι θέλει άραγε τούτος ο Εγγλέζος και ανασκαλεύει το παρελθόν;.
   Περπατούσε στο χωριό, που δεν είχε καμιά σχέση πολιτισμού και ανάπτυξης, με τον Αστρομερίτη και ζήταγε μια λέξη να πιαστεί. Ζήταγε έναν λόγο, να χολιάσει στον Άντρο και τη Μαρούλα, που τον απόκοψαν από την φυλή του. Κανένας δικός του, δεν ζούσε; Κανένας δεν τον αναζήτησε, τόσα χρόνια; Κανένας δεν νοιάστηκε, για την τύχη των γονιών του και την δική του;
   Σοκαρίστηκε όταν άκουσε από μια γριά, σε σπαστά Ελληνικά…
   -Τι τα γυρεύεις τώρα; Τούτοι σκοτώθηκαν το 74. Θα τους φάγανε τα αγρίμια και αυτούς και το παιδί τους. Ποιος θα ξεμύταγε να ψάξει για νεκρούς και ζωντανούς, σε έναν τέτοιο χαλασμό; Ο καθένας το κεφαλάκι του κοίταγε να σώσει. Αλλά τι καταλαβαίνεις εσύ από αυτά; Εσύ μεγάλωσες στην ασφάλεια της Ευρώπης. Δεν ρωτάς και εμάς!


                                                    6

   Η πομπή τον βρήκε πεσμένο μπρούμυτα πάνω σε ένα μνήμα. Ένα περιποιημένο μνήμα. Κατάλευκα μάρμαρα και δυο τριανταφυλλιές, μια, με
άσπρα και μια, με κόκκινα τριαντάφυλλα. Πεντακάθαρο, με ξύλινο σταυρό στο προσκεφάλι.
   Σμαήλης και Εμινέ, έγραφε, από την Ζόντια.
   Η Μαρούλα από όταν έφυγε, για το Λονδίνο, άφησε τα χωράφια της στον ξάδερφό της το Γιάννο.
   -Κράτησέ τα, καλλιέργησέ τα, δεν θέλω λεφτά, μόνο μια χάρη, θέλω. Να προσέχεις τους δικούς μας. Καντήλι σβηστό να μην μένει, τις μέρες γιορτής.


   -Σταθείτε… ακούστηκε μια φωνή, όταν σίμωνε η ακολουθία, του Παπα- Γιώργη.
   -Σταθείτε… είναι ο πατέρας μου… πού πάτε χωρίς να τον χαιρετήσω;
   -Είναι ο δικός μου πατέρας.
   Έτρεξε προς το μέρος τους και έπεσε στα γόνατα, μπροστά στην Μαρούλα, που έκλαιγε ασταμάτητα, για πολλούς λόγους. Πήρε στις χούφτες του τα χέρια της και τα φίλαγε.
   -Συγχώρεσέ με Μανούλα μου…
   -Συγνώμη αδερφέ μου…
   Επαναλάμβανε, με τα δάκρυα να αυλακώνουν το πρόσωπό του.
   Συγνώμη σε όλους σας, ξαναείπε και έκανε στον σταυρό του… Το μοναδικό, συνειδητό σταυροκόπημα.
                                     
                                                                                                      

  

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017















Ο Πρόεδρος κ.Ηρακλής Ζαχαριάδης και τα μέλη του Δ.Σ. του Ε.Π.Ο.Κ. νιώθουμε ιδιαίτερη χαρά γιατί ήλθε εις πέρας μια όμορφη ιστορική εκδήλωση στη Δημητσάνα, με αφορμή τη μεγάλη μας γιορτή τής Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυριακής, Πολιούχου της περιοχής και τα αποκαλυπτήρια της τιμητικής επιγραφής στη μνήμη του Κύπριου Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Δημητσάνας Φιλόθεου Χατζή στο επισκοπικό μέγαρο (σήμερα Ειρηνοδικείο Δημητσάνας), στις 6 και 7 Ιουλίου 2017.
Φέτος, ο Πρόεδρος, οι φίλοι και τα μέλη του Δ.Σ.του Ε.Π.Ο.Κ. , σχεδόν σύσσωμα, μεταβήκαμε με πούλμαν του ΚΤΕΛ Αρκαδίας, στη νέα μας εξόρμηση στη Δημητσάνα, μαζί με το κυπριακό χορευτικό συγκρότημα της κ.Νίκης Μιχαηλίδου, την Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017. Κάποιοι μπόρεσαν και ήλθαν με τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα για τη μεγάλη αυτή γιορτή. Μετά από πολλά χρόνια ήλθε και μας συνόδευσε και ο Μητροπολίτης Κυρήνειας κ.κ.Χρυσόστομος Κυκκώτης, ο οποίος συνδέεται με τον Πρόεδρο του Ε.Π.Ο.Κ. κ.Ηρακλή Ζαχαριάδη με άρρηκτους δεσμούς φιλίας.
Με ιδιαίτερη τιμή ο Δήμαρχος Γορτυνίας κ.Ιωάννης Γιαννόπουλος υποδέχτηκε στο γραφείο του την κυπριακή αποστολή με τον Μητροπολίτη κ.κ.Χρυσόστομο, τον πρόεδρο και τα μέλη του Δ.Σ. του Ε.Π.Ο.Κ. μαζί με το κυπριακό χορευτικό συγκρότημα, μάς πρόσφερε παραδοσιακά κεράσματα και ανταλλάξαμε δώρα φιλίας.
Σύσσωμοι παρακολουθήσαμε την υποδοχή της Τιμίας Εσθήτας της Παναγίας στο προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού της Αγίας Κυριακής και στη συνέχεια τον Αρχιερατικό Εσπερινό χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ν.Ιωνίας & Φιλαδελφείας κ.κ. Γαβριήλ. Ακολούθησε η λιτάνευση της Ιερής Εικόνας και της Τιμίας ΕΣΘΗΤΑΣ. Στη συνέχεια παρακολουθήσαμε παραδοσιακούς χορούς από τη χορευτική ομάδα της Δημητσάνας στον προαύλιο χώρο της Αγίας Κυριακής.
Την επόμενη ημέρα 7/7/2017 της Αγίας Κυριακής, μετά τη δοξολογία που χοροστάτησαν τρεις μητροπολίτες, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ.κ.Ιερεμίας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ν.Ιωνίας & Φιλαδελφείας κ.κ.Γαβριήλ και ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κυρηνείας κ.κ.Χρυσόστομος, όλος ο κλήρος βγήκε στο προαύλιο χώρο και έψαλαν δέηση στο μνημείο που το 2010 τοποθέτησε ο Ε.Π.Ο.Κ. στη μνήμη του Κύπριου Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Φιλόθεου Χατζή (που υπηρέτησε ως μητροπολίτης από το 1795-1821). Να σημειώσουμε ότι τον κύριο συντονισμό τον έκανε ο Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αρχιμανδρίτης π.Ιάκωβος Κανάκης.
Ακολούθησε η κατάθεση στεφάνων στο μνημείο του Φιλόθεου Χατζή από τους τοπικούς φορείς. Επίσης, κατάθεση στεφάνου έκανε ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. του Ε.Π.Ο.Κ. οι οποίοι αποτελούνταν από τις κ.κ. Τζούλια Πουλημενάκου, Ελένη Καραγιάννη-Βαρνάβα και Παρασκευή Μέμου, οι οποίες συνοδεύονταν από τους κ.κ. Ηρακλή Ζαχαριάδη, Κων/νο Κυριάκου και Σπυρίδωνα Χαντζησαλάτα. Στη συνέχεια, στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας μάς πλημμύρισε η κυπριακή παραδοσιακή μουσική από το κυπριακό χορευτικό συγκρότημα της κ.Νίκης Μιχαηλίδου, το οποίο καλέστηκε από το Δήμο Γορτυνίας, για να πλαισιώσει τις εκδηλώσεις για την εορτή τής Πολιούχου της περιοχής Αγίας Μεγαλομάρτυρος Κυριακής.
Η ιστορική βιβλιοθήκη της Δημητσάνας άνοιξε τις πόρτες της για όλους εμάς, με την παρουσία τής καθηγήτριας φιλολόγου κυρίας Ιωάννας Γιανναροπούλου, Αντιπροέδρου του Εφορευτικού Συμβουλίου της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Δημητσάνας, η οποία εξήγησε σε όλους μας την ιστορική αξία των βιβλίων και την πολύτιμη συνεισφορά τους στον πολιτισμό μας. Μας ανέφερε ότι η βιβλιοθήκη λειτουργεί και ως μουσείο, αναγνωστήριο και δανειστική βιβλιοθήκη. Να σημειώσουμε ότι, η κυρία Γιανναροπούλου και ο Πρόεδρός μας συνδέονται με δεσμούς φιλίας και σεβασμού πολλών ετών. Στο χώρο της βιβλιοθήκης οι τρεις μητροπολίτες έψαλαν τρισάγιο στη μνήμη των αγωνιστών του 1821.
Στη συνέχεια, οι τρεις μητροπολίτες μαζί με πλήθος κόσμου μετέβησαν για πρώτη φορά στο επισκοπικό μέγαρο (σημερινό ειρηνοδικείο), το οποίο την ύπαρξή του την έφερε στην επιφάνεια ο Πρόεδρος του Ε.Π.Ο.Κ. κ.Ηρακλής Ζαχαριάδης, κατόπιν της ιστορικής του έρευνας για τον Φιλόθεο Χατζή, και εκεί έγιναν τα αποκαλυπτήρια από το Δήμαρχο Γορτυνίας κ.Ιωάννη Γιαννόπουλο της τιμητικής επιγραφής που έφτιαξε ο Ε.Π.Ο.Κ. Σημειώνουμε ότι, η επιγραφή έχει χαραγμένη για πρώτη φορά την εικόνα του Φιλόθεου Χατζή και ήταν καλυμμένη από την ελληνική και την κυπριακή σημαία. Έπειτα, με απλά λόγια ο Πρόεδρος κ.Ηρακλής Ζαχαριάδης μας ανέφερε την ιστορία αυτού του επισκοπικού μεγάρου, το οποίο ανήκε στη Μητρόπολη γιατί ήταν δωρεά της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής, και ότι το έκτισε ο ίδιος ο Φιλόθεος Χατζής τα έτη 1797-1800, υπό την επιστασία του μαζί με τους κατοίκους της Δημητσάνας και τους μοναχούς των γύρω μοναστηριών. Το οικόπεδο είχε μήκος 30 πήχεις και πλάτος 22 πήχεις. Σ΄ αυτό το σαθρό οικόπεδο κτίστηκε το επισκοπικό μέγαρο, το οποίο στέκεται όρθιο ακόμη και σήμερα. Μας αποκάλυψε, επίσης, τη σημαντικότητα της αξίας του, ότι εκεί φυλασσόταν από τον εθνομάρτυρα Φιλόθεο Χατζή το «κηρίον της επανάστασης» και ότι με αυτό όρκιζε τους Δημητσανίτες μέλη της επανάστασης και τους μυούσε στους κόλπους τής Φιλικής Εταιρείας. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν υπήρξαν προδοσίες, όταν άρχισαν οι Δημητσανίτες να κατασκευάζουν το μπαρούτι το 1818 και με εντολή του Φιλόθεου Χατζή τα φύλαγαν στους βράχους των μοναστηριών.
Στη συνέχεια, μίλησε και ο Δήμαρχος Γορτυνίας κ. Ιωάννης Σπ.Γιαννόπουλος, ο οποίος ανέφερε τη σημαντικότητα της πρωτοβουλίας αυτής από τον Ε.Π.Ο.Κ. και επίσης επισήμανε τις προσπάθειές του να ανακαινισθεί το κτίριο, περιμένοντας κονδύλια από τους αρμόδιους φορείς.
Στο τέλος, όλη η οργανωτική επιτροπή του 2ημέρου, η Ιερά Μητρόπολις Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, ο Δήμος Γορτυνίας και η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Γορτυνίας, παρέθεσαν σε όλους γεύμα στο παραδοσιακό εστιατόριο «Καλλιθέα», όπου παρευρέθηκαν όλοι μεταξύ αυτών και οι καλεσμένοι μητροπολίτες, όπου γευματίσαμε, τραγουδήσαμε παραδοσιακά ελληνικά και κυπριακά τραγούδια και ανταλλάξαμε ευχές, δίνοντας ραντεβού την επόμενη χρονιά.
Από όλους τους παρευρισκόμενους εδόθησαν συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία αυτή του Ε.Π.Ο.Κ. που προσπαθεί να αναδείξει την ιστορία της Δημητσάνας και κατά προέκταση τον πολιτισμό της πατρίδας μας.
Με την ευκαιρία αυτή ευχαριστούμε θερμά τον Δήμαρχο κύριο Γιάννη Γιαννόπουλο για την άψογη φιλοξενία που μας παρείχε, με τη δωρεάν παραμονή και τα γεύματα που μας προσέφεραν σε όλα τα μέλη του Δ.Σ. του Ε.Π.Ο.Κ. κατά την παραμονή μας στη Δημητσάνα. Επίσης, να ευχαριστήσουμε την Πρόεδρο της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου Γορτυνίας (ΔΗΚΕΓ) κυρία Μαρίνα Διαμαντοπούλου, τον Αντιδήμαρχο Δημητσάνας κ.Χαράλαμπο Μπαξεβάνο και το Δημοτικό Σύμβουλο κ.Δημήτριο Καζά, για την φιλοξενία τους και τη στήριξή τους στις δράσεις του συλλόγου μας. Ιδιαίτερα να ευχαριστήσουμε και τον κ.Μάρκο Αρβανίτη για τη σημαντική συνεργασία του στην ετοιμασία της τιμητικής επιγραφής από την εταιρεία του ΤΟΦΩΣ (ΤΟπονυμικές ΦΩτοΣημάνσεις).
Πιστεύουμε ότι αυτές τις μέρες βαπτιστήκαμε στα νάματα της επανάστασης του 1821. Ζήσαμε την πανέμορφη Δημητσάνα, μια πόλη με μεγάλη ιστορική παράδοση στην ιστορική διαδρομή της πατρίδας μας.
Όλοι στο Ε.Π.Ο.Κ., ο Πρόεδρος κ.Ηρακλής Ζαχαριάδης, τα μέλη του Δ.Σ. και οι φίλοι του, αισθανόμαστε ιδιαίτερη χαρά και περηφάνια για τη συνδρομή μας στα πολιτιστικά δρώμενα της πατρίδας μας.
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. του ΕΠΟΚ