Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


                               ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σκέπασε τα πόδια της με την μάλλινη κουβέρτα και μέριασε την κουνιστή πολυθρόνα,  δίπλα στο παραγώνι.
Γιορτινή η σάλα, του μεγάλου πετρόχτιστου σπιτιού και η θαλπωρή από το τζάκι, που έκαιγαν τα κούτσουρα, έφτιαχναν εικόνα, από το παλιό μας παραμύθι.
Περασμένα μεσάνυχτα, η ζωή της κυρίας Άννας, αράδιαζε στα χρόνια της όλες τις εμπειρίες και τη γλυκιά γοητεία, της τέχνης των γηρατειών. Περήφανη, αρχόντισσα σωστή, έρανε με εορταστικό άρωμα το σπίτι, αν και ήξερε ότι φέτος, θάταν ολομόναχη τις γιορτές.
Είχε η ίδια επιμεληθεί, για τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι, τυλιγμένα, σε κόκκινο σελοφάν.
Οι γιορτές, παιδιά μου, έλεγε στα γειτονόπουλα που της κράταγαν συντροφιά, πάντα επισκέπτονται το σπιτικό σου και πρέπει να τις φιλέψεις, ένα γλυκό.
 Μόνος δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει παρέα, μα αυτός, που δεν τον θέλει κανείς, για παρέα.
 Σοφές κουβέντες ξεστόμιζε, η γιαγιά πια, και ορμήνευε τα παιδιά, με κείνη τη γλυκύτητα στα μάτια και εκείνα κατάχαμα, γύρω-γύρω στα πόδια της, άρμεγαν τις ιστορίες της και καμιά φορά τάπαιρνε ο ύπνος, στο πάτωμα.
Παραμονή Χριστουγέννων απόψε και πώς φαινόταν με την πρώτη ματιά που έριχνες στο σπίτι της; Είχε καλοχτενίσει, τον κάτασπρο κότσο της και έβαλε και την καινούρια της ζακέτα. Η εγγονή της την έστειλε από την Αθήνα, με λεφτά από τον πρώτο της μισθό. Κοτζάμ γιατρός, έγινε η Αννούλα μας! Και πόσο το καμάρωνε!!!
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ήθελε απόψε να πάρει το δρόμο της προς τα πίσω και ναπαντήσει, εκείνη τη μακρινή παραμονή της Μεγάλης Γέννησης.

Τόστρωσε για τα καλά έξω. Ένα γόνα χιόνι, έριξε τη νύχτα! Τα ζωντανά, ήταν κλεισμένα στα χειμαδιά. Ποιος να ξεμυτίσει, με τούτον τον καιρό;
Χριστουγεννιάτικος καιρός, παιδιά μου, έλεγε ο παπά-δάσκαλος, σαν του παραπονιόσανται ότι κρύωναν, τα σχολιαρούδια του. Σάμπως είχανε τα καλοριφέρ; Μια ξυλόσομπα και εκείνη κάπνιζε του καλού καιρού, κάθε που έβανε βοριά. Όσο για ξύλα; Τα κουβαλάγανε, κάθε πρωί, από τα σπίτια τους. Αντί για τσάντα, παίρνανε ένα κουτσουράκι από το σπίτι, να ζεσταθούνε στο σχολείο.
Σε δυο μέρες κλείνουμε, για τις γιορτές. Εξάλλου βουνίσιοι είμαστε. Μην το ξεχνάτε και τον αντέχουμε το χιονιά. Είχανε ζεστά πανωφόρια, από γίδινο μαλλί, αλλά τα παπούτσια τους, φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιών, όλο και γίνονταν μούσκεμα.
Έτσι κύλαγε ο χειμώνας, έτσι ταλαιπωρούσαν την ανάγνωση και τη γραφή, όσο για τη φυσική, τη μάθαιναν από τα πειράματα της φύσης.
Γέρος πια και ο παπά-δάσκαλος, άλλωστε, ποιος θα πήγαινε σε κείνο το χωριό, που δεν το βρήκαν ούτε οι Γερμανοί, την κατοχή; Φιλάσθενος καθώς ήταν, με το πέσιμό του στο κρεβάτι, έκαναν και ένα μήνα να ψάξουν την πλάκα τους.
Πού τετράδια και μολύβια; Μεταπολεμική εποχή ήταν. Μια πλάκα και ένα κοντύλι, ήταν αρκετά για σύνεργα, στη μαθησιακή τους αναζήτηση.
Τέτοιες μέρες σαν γύριζαν σπίτια τους, ξεροστάλιαζαν γύρω από την ποδιά της μάνας, τρυγώντας με τα μάτια τους τα καλούδια των ημερών. Κουραμπιέδες, λουκουμάδες με φρέσκο πετιμέζι, μουσταλευριά και καρύδια σουτζούκι.
Έβρισκε, λέτε, άκρη για καλούδια, η  κυρία Άννα, μιας και τα δικά της καλούδια- ζωή νάχουνε- ήταν δεκατρία;  Μια θράκα παιδιά, έλεγε και καμάρωνε το βιός της.
Με τούτο το βιός, χόρταινε σαν βράδιαζε, τα μουδιασμένα της από την κούραση χέρια. 
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, σαν άκουσε τους ρεζέδες της ξυλόπορτας, να τρίζουν.
Γυναίκα, σας φέρνω μουσαφίρη. Πάντα γλυκιά και ήρεμη η φωνή του κυρ- Δημήτρη, που έφτανε κάθε βράδυ στο σπίτι, σφυρίζοντας.
Μικρόσωμος, κουρελής και ταλαίπωρος, ο μουσαφίρης.
Τίποτε δεν ρώτησε παρά συμπλήρωσε τα  πιάτα στο τραπέζι και τάκανε, δεκαοκτώ.[Είχανε βλέπεις και τα πεθερικά της, στο σπίτι τους]
Ο Γιώργης, γυναίκα, θα μείνει στο σπίτι μας. Θα γίνει οικογένειά μας. Μαγκούφης, ο κακομοίρης και ολομόναχος, τι θα μας κοστίσει; Ένα πιάτο φαΐ;
Ήταν βλέπετε, μικρή η φαμίλια του και ήθελε να την αυγατίσει και με το Γιώργη!!!!
Και έγινε ο Κοντόγιωργας, έτσι τον βάφτισαν τα παιδιά, άνθρωπος της οικογένειας. Και έμεινε μαζί τους μέχρι την τελευταία, της ζωής του ώρα.
Ήταν ένα βράδυ, σαν απόψε. Ακριβώς την παραμονή των Χριστουγέννων, του έτους… τι σημασία αλήθεια, έχει το έτος;
Τούτες οι σκέψεις στρογγυλοκάθισαν απόψε, στο άδειο, Χριστουγεννιάτικο σπιτικό της. Ποτέ δεν παραπονέθηκε και για τίποτα, η άγια τούτη γερόντισσα, μα ξημέρωνε και βράδιαζε, όλη της τη ζήση, με ένα: Νάχετε την Ευχή μου. Μοίραζε απλόχερα ευχές και ήταν τόσο από καρδιάς, που κάθε φορά και με κάθε ευχή που σκόρπιζε, φωτιζόταν το πρόσωπό της.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, τη συμμάζεψε από το ξεστράτισμα, στο χρόνο.
« Χρόνια Πολλά, γιαγιάκα ». Ήταν ο Δημητράκης, ο εγγονός της, ορφανό από τη Γκάνα, που υιοθέτησε, ο γιος της ο Γιάννης. Και τόλεγε, τούτο το γιαγιάκα, με μια γλύκα! Με το γιαγιάκα του Δημητράκη, ανάδευε τόσα όνειρα και ζέσταινε τόσες ελπίδες!!!
« Χρόνια Πολλά Μάνα Καλά Χριστούγεννα. Σε λίγο πετάμε. Αύριο θάμαστε εκεί Μόνη θαρρείς, θάκανες γιορτές, μετά από δεκατρία παιδιά; Θα γνωρίσεις και το Δημητράκη μου, Μάνα.».
Έκλεισε το τηλέφωνο και δακρυσμένη, ανακάτεψε, λίγο, τη θράκα.
Το σόι πάει βασίλειο!!
Νάχεται την ευχή μου!!!
Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα Γιάννη μου!!!!

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Η λήθη ο εχθρός του αύριο.


Η λήθη  ο εχθρός του αύριο.

Ανηφορίσαμε στο χωράφι του Καπή. Τώρα πια, δεν ήταν ένα χέρσο χωράφι, αλλά ένα μνημείο για θύμησες.
Το δικό μου χωράφι, μιας και ήταν χωράφι της δικής μου φύτρας. Παιδί τότε, μύριζαν οι ανεμώνες, εκείνο το κατακόκκινο χρώμα, ζωντανεύοντας τις μνήμες στον επισκέπτη, που άνοιγε με μιας, εκείνο το παραθύρι της ιστορίας, της σπουδής των ανατροπών. Ζωντάνευαν ξαφνικά οι ποιητάδες των παλιών καιρών και πώς να διώξεις από τα αυτιά σου εκείνο το στίχο;
Ηχήστε σάλπιγγες!!!
Κείνη τη μέρα ήχησαν οι σάλπιγγες, αντιλάλησαν σε όλες τις γύρω βουνοκορφές, μόνο που η γιορτή στήθηκε σε πένθιμα μυστήρια και το σάλπιγμα βροντερό από τα μυδράλια, έσκισαν ράχες και πλαγιές και γέμισαν πληγές, το μικρό ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, εκεί στο βράχο.
Στο σκολειό, είχαν στριμωχτεί, όλοι οι στήμονες των μικρών παιδιών και γυναικών, από κάποιους που κατέστρωναν δοκιμές, για ένα καινούριο Νταχάου.
Πώς να μην ξεστρατίσει ταστέρι, σαν λιγόστευαν οι νότες της καντάδας;
Πώς να μην σε προδώσει ο στίχος, σαν ο σκοπός είναι μονότονος;
Ψυχές στοιβαγμένες, σαν τα δεμάτια σταλώνια, καταπατήθηκαν στις τρύπιες συνειδήσεις και κλήθηκαν χωρίς αναστολές, να πληρώσουν για όλα ταμαρτήματα, που θα γινόσανται στο μέλλον. .
Το θέατρο του παραλογισμού και ζωώδους άνανδρου παραληρήματος, παιζόταν πια σε δύο σκηνές. Ορίστηκε αμφιθέατρο το χωράφι του Καπή, εκεί ψηλά στην πλαγιά. Ήθελαν, βλέπεις, να στοχεύσουν στην μοναδικότητα του τοπίου, έτσι ψηλά, ώστε να βλέπουν και να ακούνε όλοι. Η ακουστική και το φως, είναι τα μεγάλα πλεονεκτήματα μιας παράστασης.
Επίδειξη ισχύος, το ανέβασμα, εκεί στο θεατράκι του χωριού. Μια λεπτομέρεια, που θα σκεφτόταν, μόνο ο αρχιτέκτονας της ιδιοτέλειας, ή ένας παράφρονας, που άγγιζε το αιματοβαμμένο του άστρο στη στολή του, με καμάρι για το ξεκλήρισμα της μεγάλης αδούλωτης αξιοπρέπειας.
Οι ρόλοι μοιράστηκαν και αποστηθίστηκαν.
Καταμεσήμερο, βγήκαν για βοσκή, ίσα στο απόσκιο, μελετώντας τον αυριανό ανδριάντα στο χρώμα το κόκκινο.
Πώς να νυχτοκαρτερέσεις το αγρίμι, που κρύφτηκε από το χαλασμό και ποια ψαλμωδία νεκρική, άκουσε ποτέ ζωντανός και μάλιστα στόνομά του;
Τούτη η τραγωδία σκαρφίστηκε από νέους γύπες, γιαυτό άφησαν το χορό να μοιρολογάει από την απέναντι ράχη.
Πείσμωσε η γραφίδα της μνήμης, τούτη τη μεσημεριανή ώρα και άφησε ξάστερη τη μνήμη, σαν έδωσε αναστολή, στον ομαδικό τάφο του σχολείου, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εξευτελισμού, στη μάνα να ξεριζώσει τις μακριές πλεξούδες της, μπροστά σε χίλιες τριακόσιες κατακόκκινες παπαρούνες, που στοίχειωσαν το καταχείμωνο.
Γείτονες ήταν, φίλοι, οικογένειες ολάκερες, συγχωριανοί ρε αδερφέ. Πώς να τολμήσεις να τους χωρίσεις, τούτη την ύστατη ώρα, αφού η επιτυχία της πανάκριβης αυτής υπερπαραγωγής, βασιζόταν μόνο και μόνο στην ομαδικότητα;
Κραταιός πολιτισμός και Αρεία φυλή, συνταξίδευαν και το περίσσευμα, δινόταν τροφή στον ιστορικό του μέλλοντος, που ποτέ δεν αντέχει να είναι αντικειμενικός.
Κάποτε θα έρχονταν και οι αποζημιώσεις. Ο επίλογος, των άρτιων λογαριασμών Θα πλήρωναν, για να κάνουν το έργο φτηνό και ξεπερασμένο. Θα αντάλλασαν τη λήθη, με έργα και μαραθώνιους θυσίας.
Και τούτοι οι προδομένοι πατριώτες μου, δέχτηκαν τις συνδρομές και τη συγνώμη, λες και αλάφρυνε ο τάφος και ξέβαψε το χωράφι από το αίμα.
Στήσανε και μεγάλο σταυρό, ψηλό, μέτρα ολάκερα, να φαίνεται από μακριά.
Λάξεψαν και την κουλουριασμένη μάνα στο βράχο, σύμβολο αντοχής και αναγέννησης στα μακρινά ερείπια των κατακρεουργημένων αντιλήψεων.
Ημέρα μνήμης ορίστηκε, η Δεκεμβριανή σφαγή, μόνο που η μνήμη στιγμάτισε το τότε και δεν έγινε ποτέ παράδειγμα στο τώρα.
Φίλοι ήμαστε όλοι, συμμαθητές και βγήκαμε ναγναντέψουμε την ιστορία από ψηλά. Πήραμε την ανηφόρα για το χωράφι του Καπή, σκορπίζοντας σε κάθε βήμα μας αθώες υποσχέσεις, αληθινές όμως, ότι το δικό μας λιθαράκι στο τείχος του μέλλοντος, δεν θα έχει ποτέ το χρώμα της ντροπής.
Κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, φτάσαμε στον τόπο της θυσίας.
Ύψωσε το χέρι ψηλά, με την παλάμη ανοιχτή και αναφώνησε εκεί πάνω στις δικές μας πληγές:
Χάι Χίτλερ…
Γουρλώσαμε τα μάτια και μια κραυγή ακούστηκε, σαν από χορωδία, γιατί νιώσαμε χίλια νύχια να μας ξεσκίζουν το φιλότιμο και να δουλεύουν μεθοδικά για την δικιά μας αναξιοπιστία.
Κατεβάσαμε τα κεφάλια, πώς να κάμεις έτσι προσκύνημα, στη μάνα του βράχου, όταν το τείχος της αμνησίας υψώθηκε με την δική μας ανοχή;
Πώς να παραλάβουμε τα λάβαρα, τα ματωβαμμένα και να δώσουμε όρκους ανθρωπιάς και πίστης, στα ιερά και τα όσια μας, τη στιγμή που η ανάγνωση τόσων ονομάτων, δεν μας βάρυνε καθόλου το στήθος;
Πώς να περπατήσουν με το κεφάλι ψηλά, οι πατεράδες μας, την ώρα που η απουσία του δικού μας παππού και μεγαλύτερου θείου, δεν σήμαινε κάτι για μας;
Άδειες καρέκλες, στο μεγάλο τραπέζι της γιορτής, ήταν μόνο, η δική τους ορφάνια.
Δεν χτίστηκαν οι Θερμοπύλες, με κραυγές και γουρλωμένα μάτια.
Η προδοσία, ήταν μέσα από την παρέα μας… Ήταν ένας φίλος… Ήταν ένας από εμάς.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Ένας οικείος …ξένος


Ένας οικείος …ξένος

Ξημέρωσε για τα καλά .Ο ήλιος είχε ανέβει δυο οργιές πια και η Άννα εκεί καθισμένη στο πεζούλι της εκκλησίας. Ο χρόνος είχε σταματήσει στο προηγούμενο βράδυ.
Τα ρολόγια όλης της πλάσης έδειχναν εννιά.
Κάτι περαστικοί την κοίταζαν με απορία.
Αννούλα μου τί κάνεις εδώ; Ακούστηκε η γνώριμη φωνή του κυρ- Κώστα του φαρμακοποιού.
Πρωί- πρωί …και τί είναι όλη αυτή η στίβα τα αποτσίγαρα;
Τί σου συμβαίνει κορίτσι μου; Ο Σπύρος γύρισε;
Χωρίς να απαντήσει έφυγε τρέχοντας. Τώρα συνειδητοποίησε ότι ήταν με τα ρούχα του σπιτιού.
Όχι δεν πήγε στο σπίτι. Τράβηξε κατά το σταθμό του τρένου. 
Γνώριμος χώρος, μιας και όταν είχε ψυχοπλακώματα, περπάταγε στις ράγες και σιγοτραγουδούσε, ένα  τραγούδι που άρεσε στη  μάνας της.
Κιότεψε πια, βάρυναν οι ώμοι, από τα χρόνια, αλλά και από τα βάσανα.
Σήμερα δεν είχε τίποτα να κατευοδώσει και κάθισε σταυροπόδι στις γραμμές του τρένου. Όλη της η ζωή, σκεφτόταν, ήταν ένας λαθρεπιβάτης της ευτυχίας και της χαράς.  Και τώρα;
Αργά το βράδυ γύρισε στο σπίτι.
Το σπίτι της, απόψε της φαινόταν τόσο άγνωστο, τόσο αφιλόξενο, σαν φτηνό πανδοχείο,  δεν είχε πουθενά το στίγμα της οικογένειας. Κουλουριάστηκε στην κουνιστή καρέκλα και την πήρε ο ύπνος κλαίγοντας.
Για μήνες έμεινε κλεισμένη στο σπίτι, περιμένοντας τον Σπύρο να κάνει την εμφάνισή του, αλλά μάταια.
Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Πού την γνώρισε; Πότε την συναντούσε; Πόσο διπρόσωπος ήταν;
Έπρεπε να μάθει. Ήταν για κείνη ένας λόγος τιμής..  Είκοσι τόσα χρόνια, ζούσε με έναν ξένο, με κάποιον που γνώρισε ένα βράδυ Σαββάτου, τώρα σταπότρυγα.
Βάλθηκε να θυμηθεί όλη την κοινή τους ζωή, λεπτό προς λεπτό. Το είχε ανάγκη .Έψαχνε απαντήσεις, έψαχνε έναν λόγο  να μην γκρεμίσει και το τελευταίο κάστρο ανθρωπιάς που είχε μέσα της.
Ότι είχε να θυμηθεί ήταν δουλειά, νοσοκομεία- χιλιάδες τα προβλήματα υγείας του Σπύρου-απιστία και ρουτίνα..
Άρχισε να περιφέρει το μυαλό της στους διαδρόμους των νοσοκομείων που έτρεχε το Σπύρο, μέχρι που σαν να άναψε ένα φως, σταμάτησε στην πρώτη του  επέμβαση, είκοσι τόσα χρόνια πίσω.
Κιρσοκήλη την είπε ο γιατρός και …… αναπήδησε από την πολυθρόνα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα, που είχε τόσο καιρό να επισκεφτεί..
Έψαξε τα αρχεία της και Ω! ναι μα ναι το βρήκε…
Η Άννα άρχισε να χορεύει σαν δαιμονισμένη, πέταξε τα ρούχα όλα έξω από την ντουλάπα, στο πάτωμα και άρχισε να γελάει.
‘Άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα και έβαλε μουσική.
Το πρώτο τηλεφώνημα ήταν στην κομώτριά της ..
Μαιρούλα θέλω κούρεμα, χτένισμα, νύχια.
Έκλεισε  ραντεβού στο spa, για περιποίηση και βγήκε για ψώνια. Τόσα λεφτά είχε και να η ώρα, να ξοδέψει μερικά.
Κοκέτα και όμορφη όσο ποτέ, πέρασε μπροστά από το μαγαζί τους.
Τα πόδια της έτρεμαν , αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις της να μην περάσει. Ήταν περίεργη. ‘Ήθελε να δει ποιος κάνει κουμάντο και ποιος δουλεύει πια στον Ιδρώτα της.
Στον κεντρικό δρόμο το μαγαζί τους και γνώριμη στην γειτονιά. Τόσους μήνες δεν είχε μιλήσει με κανέναν . Δεν έβγαινε στην αγορά, απέφευγε τους γνωστούς, μόνο δυο-τρεις φίλοι τράβηξαν μαζί της το Γολγοθά της.
Ντρεπόταν πολύ τους γείτονες, όσο για το χωριό της δεν πάτησε το πόδι της.
 Τι να πει; Τώρα στα μεγάλα της, να την βρει τέτοιο ρεζιλίκι;
Όσο κοντοζύγωνε στο μαγαζί, τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν, αλλά ήταν πεισματάρα η Άννα.
Δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Ένα πέρασμα θα έκανε, αλλά η εικόνα που είδε την έκανε να γουρλώσει τα μάτια και να μείνει στήλη άλατος και μάλιστα στην πόρτα.
Στο ταμείο, η Λουκία, η παλιά της υπηρέτρια, ο Τάσος στο μεγάλο γραφείο και ο Σπύρος σε μια καρέκλα παράμερα.
Μνήμες ξύπνησαν και πετάχτηκαν από τα συρτάρια του μυαλού της και το αίμα της ανέβηκε στο κεφάλι.
Πάνε χρόνια που πήρε την Λουκία στο σπίτι να βοηθάει στις δουλειές, αλλά η καλοβαλμένη τσαπερδόνα άρχισε να προσφέρει υπηρεσίες στο Σπύρο με ανταλλάγματα. Ο κόσμος άρχισε τα σχόλια και η Άννα την πέταξε από το σπίτι με τις κλωτσιές.
Θα σε εκδικηθώ της είπε φεύγοντας, αλλά δεν το πήρε με το μέσα μυαλό τότε.
Τι εκδίκηση μπορεί να πάρει;  Σκέφτηκε.
Όταν συνήρθε από το Σοκ, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και σαν το μόνο αφεντικό αυτού του μαγαζιού μπήκε μέσα.
Χαιρετώ την αγία οικογένεια, είπε με ειρωνεία.
Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν αμήχανα και ο Σπύρος σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της.
Τέλειωσε Άννα παραδέξου, μην γίνουμε θέαμα στην γειτονιά…
Η Άννα έβαλε τα γέλια, τον κοίταξε κάτω από τα μαύρα γυαλιά της,  με ύφος εκατό καρδιναλίων…
Όχι καλέ μου, δεν έχω σκοπό να χαλάσω αυτήν την όμορφη ατμόσφαιρα, απλά θα ήθελα να σας κάνω ένα δώρο..  Δεν ήξερα ότι είστε όλοι μαζί και δεν το κρατάω μαζί μου…
Πάω στο σπίτι μου, είπε σαν να ήθελε να ακουστεί καλά, αυτό το … Στο σπίτι μου… και επιστρέφω..
Γύρισε κρατώντας ένα χαρτί τυλιγμένο και δεμένο με μια κατακόκκινη κορδέλα.
Σπύρο μου… Τα δώρα τα δίνουν στον αρχηγό της οικογένειας, είπε και του έδωσε το χαρτί…
Όταν το διάβασε , κοίταξε την Λουκία και σωριάστηκε καταγής…
Η Άννα ατάραχη τον δρασκέλησε και πήγε το χαρτί στην Λουκία…
Τα κλειδιά παρακαλώ του μαγαζιού μου… δεν χρειάζομαι άλλο τις υπηρεσίες σας… Όσο για σας νεαρέ μου… έπρεπε να ξέρετε… ότι η κιρσοκήλη κάνει έναν άντρα στείρο.
Βρες άλλο κορόιδο για πατέρα…


ΦΩΤΟ ΤΟΥΛΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
  


Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Μνήμες ντροπής



30 του Νοέμβρη ...
Σήμερα η ιδιαίτερη πατρίδα μου το Σκεπαστό {Βυσωκά} Καλαβρύτων γιορτάζει τον πολιούχο της Άγιο Ανδρέα.
Αυτήν την μέρα το 1943 διάλεξαν οι Γερμανοί να βομβαρδίσουν την Βυσωκά. Μεταξύ των θυμάτων και δύο μαθητές. Ο Τάσος Ντάνος και ο Τάσος Παπαφράγκος.
Χρόνια πολλά πατρίδα μου....και ας ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ.
Μνήμες ντροπής
Αφιερωμένο στον Τάσο Παπαφράγκοκαι τον Τάσο Ντάνο
Μαθητές του δημοτικού, από το Σκεπαστό, που σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό του χωριού στις 30 Νοέμβρη του 43
Τα σεντούκια της οργής ,
Σφαλισμένα ….
επιταγή, της φυλής μας …
Οι νύχτες στριφώνουν τα’ αχνάρια της λήθης
σε πυρακτωμένα δάκρυα.
Άτολμες οδύνες που δεν ξεπλύθηκαν με τα χρόνια.
Όμως αηδόνι μου νυχτοτραγουδιστή μου,
Σίμωσε του διαβάτη τη γαλήνη,
Ξύπνα τον από τον λήθαργο της ανοχής
Και πες του…..
Ναι πες του εσύ,
που ξέρεις, να στοχεύεις αστραπές,
σε χείλη σφιγμένα.
Πες του…
εδώ….
κοιμούνται δυο παιδιά…
δυο μικροσχολιαρούδια…
που ούτε πουρνάρι βρέθηκε, να γίνει προσκεφάλι,
μόνο λιθάρια έλουσε, το αίμα στο λαγκάδι.
Θερίσανε τα’ άγιΑντρεός, στης Βυσωκάς τα μέρη…
Άγουρες φύτρες…
-η αναμάρτητη σήψη- .
Γιατί… κρίθηκαν ένοχοι….
Έσχατης αθωότητας…``
ένα χειμωνιάτικο απομεσήμερο…
παραμονή τ’ Άγιου του χωριού τους ….
Σαν κλήθηκαν να παρουσιαστούν,
στην στρατιά των Αγγέλων.
η ιστορία σε στάση προσοχής,
ανατριχιάζει σε ξεκληρίσματα νεοσσών ,
που πληρώνουν βλάσφημους εκδικητές,
έξυπνων βλημάτων.
Σκύψε διαβάτη μου, γονάτισε, στοχάσου..
Τα λάφυρα και τούτης της σφαγής σπουδαία
Παιδιά αμούστακα,
σε μνήματα πολέμων
Ένα υφάδι που και σήμερα, καλά κρατεί.
Βαλε γεράνια κόκκινα, ολόγυρα στην πλάκα…
Να ξεθυμάνει το αίμα της ντροπής.
Το κόκκινο… έχει ταχτεί, να ξεμουδιάζει μνήμες.
Ήταν παιδιά….
με κοντύλι στο χέρι….
Το μόνο αποδεικτικό της προδοσίας τους..
από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΒΡΆΧΟ ΤΗς ΑΝΔΡΟΜΈΔΑς

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΣΑΠΙΕΣ ΚΟΥΠΑΣΤΕΣ

ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΣΑΠΙΕΣ ΚΟΥΠΑΣΤΕΣ


Η Άννα με τσακισμένη την καρδιά, άρχισε να περιφέρεται στους δρόμους, της μικρής επαρχιακής πόλης.
Το μυαλό της σκαρφάλωνε πότε στην καμινάδα του παλιού εργοστασίου και πότε σαν προνύμφη κλεινόταν στο μικρό κουζινάκι της.
Απόψε δεν ήθελε κανέναν και τίποτα..
Σαν μεθυσμένη τρίκλιζε στα σοκάκια και άφηνε τα δάκρυά της να αυλακώνουν τα μάγουλά της, δίχως να νοιάζεται ποιος την βλέπει.
Είχε υποθηκεύσει τα όνειρά της στο Σπύρο, είχε δώσει όλα της τα νιάτα και τώρα στα εξήντα φεύγα της, βολοδέρνει μόνη με έναν άχαρο ρόλο που δεν της πήγαινε καθόλου.
Λογάριαζε να ξεκουραστεί μετά από τόσους αγώνες, ήθελε λέει να ταξιδέψει, να νοιώσει άνθρωπος ρε αδερφέ.
Ώρες προσπαθούσε να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη, να απολογηθεί στον εαυτό της, να κάνει το ταμείο της ζωής της, αλλά μάταια.
Ένα γιγάντιο Γιατί, της έκλεινε το δρόμο και δίχως έλεος της άνοιγε τους κρουνούς των δακρύων της.
Αποκαμωμένη εκεί κοντά στο λυκαυγές, κάθισε στο πεζούλι της εκκλησίας και άναψε ένα τσιγάρο. Έβλεπε τα δαχτυλίδια του καπνού να χάνονται, σαν τις χαρές που εξατμίστηκαν έτσι ξαφνικά και δίχως λόγο.
Το τέταρτο παιδί του κυρ-Ανέστη, από τα δέκα της φαμίλια του, η Άννα μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, στο ορεινό χωριό της.
Από τα δέκα της συντρόφευε τη μάνα της στα χωράφια και σαν παιδί δεν θυμάται ποτέ μια ξένοιαστη μέρα. Παπούτσια μόνο τη Λαμπρή από το πανηγύρι και ρούχα τα αποφόρια, κάτι συγγενών από την Αθήνα.
Όμως είχε τόση αγάπη τούτο το μελίσσι του σπιτιού της και κάθε που βράδιαζε παρά την κούρασή τους έστηναν το τραγούδι.
Οι μακριές πλεξούδες της στόλιζαν το λαμπαδένιο κορμί της και έτσι καμαρωτή έκανε τον κυριακάτικο περίπατο, μαζί με τις άλλες κοπέλες στην πλατεία του χωριού τους.
Η μοναδική παρεχόμενη διασκέδαση. Για γράμματα ούτε λόγος, μιας και η φτώχεια τέτοιες πολυτέλειες δεν τις συγχωρεί.
Κοντά στα δεκαοχτώ της τη γύρεψε ο ανιψιός της κυρά Ματίνας από την πόλη. Καλό παιδί ο Σπύρος και δουλευταράς.
Για το ότι ήταν γυναικάς, κανείς δεν της το είπε.
Είπε το ναι, χωρίς να το πολυσκεφτεί.
-Δεν μας γύρεψε τίποτα, κόρη μου, είπε ο κυρ-Ανέστης.
-Να πάρουν και οι άλλες σειρά. Και πού ξέρεις μπορεί να δώσουμε και τις άλλες στην πόλη.
Σαν να ήταν ζώα τις παζάρευαν τότε…. σκέφτηκε τώρα στα εξήντα της.
Άκου να δώσουν και τις άλλες.
Πραμάτεια ήταν;.
Έτσι άφησε την ψυχή της και τα όνειρά της αμανάτι στο Σπύρο και κάποτε θα τα εξαργύρωνε. Έτσι σκεφτόταν.
 Δύσκολη η προσαρμογή στην πόλη , τρόπους δεν ήξερε, ντυνόταν σαν χωριατοπούλα, αλλά ο Σπύρος κράταγε αυτόν τον θησαυρό στο σεντούκι του και σε λιγότερο από χρόνο, έγινε μια σικάτη κοπελιά, πανέμορφη.
Ρίχτηκε στη δουλειά, Μαγαζί με σιδερικά είχε ο Σπύρος, άρχισε το νυχτερινό σχολείο και έγινε μια πρώτης τάξης ταμίας.
Είδε λεφτά στα χέρια της και άρχισε να κάνει ένα κομπόδεμα.
Δούλευε όλο και πιο πολύ, αφού δεν τους αξίωσε η μοίρα να κάνουν παιδιά και ο λογαριασμός της όλο και μεγάλωνε.
Οι απιστίες του Σπύρου, την στεναχωρούσαν, αλλά πού αλλού είχε να πάει;  Θες η συνήθεια, θες η αγάπη , η συντροφικότητα. Έτσι το μόνο που σκεφτόταν, το χρήμα και πώς να το αυξήσει. Παραμελούσε το Σπύρο, δουλεύοντας ασταμάτητα, αλλά είχε ένα σκοπό…Να μαζέψει λεφτά.
Ήθελε κάποτε να  πάρει πίσω την αθωότητα, και τα όνειρα, που είχε αφήσει ενέχυρο στο Σπύρο, γιατί με τον καιρό κατάλαβε ότι ο Σπύρος, μια όμορφη δούλα έψαχνε.
Εμμονή της έγινε, να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη και κάποτε να ζήσει όπως της πρέπει.
Και τα χρόνια κυλούσαν, σαν το νερό και τα μαλλιά άσπρισαν και  η αρρώστια της για το χρήμα μεγάλωνε.
Έτσι και χωρίς να το καταλάβει έπιασε τα εξήντα .
Τον τελευταίο καιρό ο Σπύρος έλειπε συχνά από το σπίτι και γα μέρες.
Την μια πήγαινε σε μια έκθεση στην Αθήνα, την άλλη στη Θεσσαλονίκη, η στο εξωτερικό. Πολλά είχαν φτάσει στ’ αυτιά της, αλλά δεν έδινε σημασία .
Είχε να φανεί πέντε μέρες, αλλά στο τηλέφωνο ήταν καθησυχαστικός.
Κάτι πελάτες, με κρατάνε μακριά. Είναι μεγάλη δουλειά… Και η δούλα εκεί. Κάθε πρωί στο πόστο της.
Ήταν Κυριακή, λίγο μετά της εννέα το βράδυ, όταν η πόρτα χτύπησε και ένας νεαρός έκανε την εμφάνισή του.
Ψηλός, ίδιος ο Σπύρος στα νιάτα του.
-Καλησπέρα, της είπε ξερά και πέρασε μέσα, σαν να ήταν του σπιτιού.
Πριν προλάβει να ρωτήσει ποιος είναι και τι θέλει, ο νεαρός με ύφος της είπε.
-Έρχομαι από τον πατέρα μου. Θέλω τα κλειδιά του μαγαζιού. Δεν χρειάζομαι άλλο τις υπηρεσίες σας. Από αύριο αναλαμβάνω εγώ.
Ξέχασα να συστηθώ. Είμαι ο Τάσος, ο γιος του Σπύρου. Ζούσα με την μητέρα μου στην Αθήνα. Πριν ένα μήνα γυρίσαμε εδώ..
Ο κόσμος της γκρεμίστηκε, σαν τραπουλόχαρτα. Έμεινε αποσβολωμένη.
Έφυγε τρέχοντας στο δρόμο, χωρίς να κλείσει την πόρτα, η να βγάλει τον νεαρό έξω.
-Ο Σπύρος, είχε γιο. Πότε; πώς; εκείνη πού ήταν;
Η δουλειά… η δούλα δηλαδή του Σπύρου και του χρήματος…
Και τώρα το ενεχυροδανειστήριο της ελπίδας της έκλεισε.  Φαλίρισε, μαζί με τα χρώματα της παλέτας της.
Σε  ποιόν θα εξαργυρώσει  όλα τα τιμαλφή της ζήσης της;
Άρχισε να χαράζει.. το τσιγάρο, το τέταρτο δηλαδή, σωριάστηκε στις πλάκες…
Τώρα …τίποτα… όλα ένα τίποτα

Β.Μ
ΦΩΤΟ...ΤΟΥΛΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ….


        ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ….

« Μέσα από τα πλεμόνια του, έστελνε στους ανέμους του κόσμου, εκείνο το Παιδεία, Ελευθερία.
Δεν ήταν νεκρά γραφόμενα στοιχεία, και οι βασιλιάδες των Ίνκας μαρμαρωμένοι, δίχως όνομα, αρτηριακοί ρόζοι και φαγωμένα κύματα.
« Ο άνθρωπος, ήταν πιο πλατύς από τη θάλασσα »,κοχύλι και βύζαγμα, αποκαμωμένου τρεμουλιάσματος, υγράδα του βράχου, ασμίλευτης γραφής, και χορταριασμένες αντιλήψεις, μυστικής και νερένιας υφής.
Στα σιδερόφραχτα χτυποκάρδια του, οι ήχοι, ήταν οι γροθιές, ακλόνητων και τολμηρών υποκόπανων, στο αδιέξοδο του καιρού, σαν τόλμησε να χαράξει της λευτεριάς ταρχικά.
Δεν τα ξανασκάλισε κανείς, ο ήλιος τα δρασκέλισε, τα χείλη του ψωμιού αποκηρύχτηκαν, η δίψα του οξυγόνου θάφτηκε, ή βάφτηκε και άλλαξε όψη, από το αίμα και τη λησμονιά.
Η ανάσα και η σκορπισμένη μυρωδιά του, δεν χάθηκε, μα σαν ερωτοτροπούσα κορασίδα, χλόμιασε, στο πέρασμα του αργιλώδους βράχου και σωριάστηκε καταγής.
Από την ανεμπόδιστη σπίθα, φούντωσε η φλόγα της αγανάχτησης ,μέχρι τις πορφυρένιες ακροκοσμιές, μέχρι εκεί που στοιβάχτηκαν όλοι οι καιροί, στις αμμουδιές της δικής του ώρας και στους αφρούς της αβύσσου.
Και αφουγκράστηκα, λεύτερε επαναστάτη από ψωμί και λύτρωση, πορφυρογέννητη τη μήτρα της καταχνιάς και της καταπόνιας.
Μικρός εγώ, αθλητής  της λεύτερης αρένας, αληθινός και άνθρωπος, πασπαλίστηκα του αγώνα σου τις μυρωδιές και έτσι άγγιξα τις πέτρες της κάθαρσης.
Θα βροντήξω και εγώ, αν χρειαστεί, τη γροθιά μου, στην κόψη του σπαθιού, των αληθοφανών απολαύσεων, να βγει αίμα… να ζωγραφίσω ζωή….»

Μόνος του, τάγραψε τούτα τα βγαλμένα από την ψυχή του λόγια, να τα διαβάσει στο σχολειό του, τη μέρα της γιορτής.
Πρέπει να με πας παππού, είναι διαμαρτυρία αυτή η πορεία. Είναι και δική μας υποχρέωση. Ήταν ιερός ο σκοπός και ο αγώνας τους, εσύ μου τόμαθες. Το ξέχασες παππού;
« Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία » ήταν τα συνθήματά τους και μεις, οι νεότεροι της δεύτερης γενιάς, πρέπει να θυμόμαστε. Είχε καμιά δεκαριά μέρες, που τάλεγε και τα ξανάλεγε.
Ανήσυχος ο μικρός στα δεκαπέντε του, έδινε χρώματα στις μνήμες με την παιδική του αφέλεια. Έπιανε και το χέρι του στη ζωγραφική και από στήθους, μπογιάτισε έναν πίνακα, με το τανκ στη σπασμένη πόρτα. Του έκαμε και κορνίζα και το κρέμασε πάνω από το γραφείο του.
Σαν μίλαγε για το τότε, αλλά και για όλα τα ένδοξα της φυλής μας τότε, τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
Καθαρόαιμος Έλληνας και στις εθνικές επετείους, ντυνόταν πάντα με τη φουστανέλα του πατέρα του.
Έχουμε το μεγάλο χρέος, να θυμόμαστε. Έχουμε τη μοναδική ευθύνη, να κρατάμε τα σύμβολά μας ψηλά. Οι αγώνες δεν είναι πετροπόλεμος, ούτε κλέφτες και αστυνόμοι. Είναι θέμα τιμής και περιχαράκωσης των μεγάλων ιδανικών μας. Τίποτα δεν σας χαρίστηκε, τα κατακτήσατε με τους αγώνες σας, παππού – αγωνιστής της αντίστασης, ο παππούς του – και εμείς τα παραλάβαμε με την μόνη υποχρέωση, να τα διαφυλάξουμε στο ακέραιο.
Τούτη η μέρα είναι ξεχωριστή από όλες τις άλλες. Εδώ ο εχθρός ήταν ντόπιος. Δικός μας άνθρωπος, αλλά δέσμιος και υποκινούμενος, από ξένους. Εδώ η δουλεία ήταν διπλή, γιαυτό έχει αξία, η μνήμη να μείνει αναλλοίωτη. 
Με περηφάνια είχε μπει στη πορεία, με τον παππού του να επιμένει να τον κρατά σφιχτά από το χέρι.
Είμαι μεγάλο παιδί, για να με κρατάς. Μπας και φοβάσαι μην με κλέψει κανείς; Μουρμούριζε συνέχεια.
Τα συνθήματα του άρεσαν και τα φώναζε με σφιγμένη τη μπουνιά του. Ήταν και μερικά που δεν καταλάβαινε, αλλά σκεφτόταν: Ο ενθουσιασμός δεν έχει κάγκελα.
Όλα έγιναν ξαφνικά,…… εκεί στη συμβολή Πανεπιστημίου και Βασ. Σοφίας. Κανείς δεν κατάλαβε το πώς, από πού και το γιατί; Χωρίστηκαν κάμποσοι από την πορεία, εμφανίστηκαν άλλοι από το πουθενά, με κράνη, κουκούλες, μαδέρια και ο « σώζων εαυτόν σωθήτω ».
Οι από δω με μολότοφ, οι από κει με δακρυγόνα. Πέτρες, νεράντζια τα πυρομαχικά, ενάντια στα χημικά και τα δακρυγόνα. Ε! εκεί έχανε ο Κύριος το μπούσουλα. Πιάστηκαν και σώμα με σώμα. Έφαγε κανα- δυο στην πλάτη, δεν ξέρει από ποιους, αλλά σίγουρα ο εξευτελισμός ήταν ίδιος. Τι σημασία έχει ποιος τον κουβάλαγε;

Στάθηκε αλαφιασμένος  και αποκαμωμένος, εκεί κάπου στην οδό Υψηλάντη και με γουρλωμένα τα μάτια, κοίταζε γύρω του. Ήθελε να βάλει τις φωνές, τόσο δυνατά, που νακουστεί τριάντα χρόνια πίσω. Κανένας γνωστός του δεν ήταν εκεί κοντά. Σκέφτηκε να βρει έναν  αστυνομικό για βοήθεια, μιας και το κινητό του τηλέφωνο τόχασε, μέσα στον πανικό. Εδώ έχασε ολόκληρο παππού, που τον κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Πόσο μάλλον ένα κινητό.
Πήρε την απογοήτευσή του παραμάσχαλα, γιατί από τώρα ένιωθε τόσο, μα τόσο πολύ προδομένος και κάθισε στο πλατύσκαλο μιας πολυκατοικίας.
    Έβγαλε το γέρο παππού του στο δρόμο, να δοξάσουν τις  νωπές ανάσες μιας γενιάς και ότι κατάφερε ήταν… να τον χάσει και να ψάχνεται μόνος, εκεί στη οδό Υψηλάντη.
Ποια άραγε ιδανικά να κουβαλάνε τούτοι οι κανίβαλοι της ιστορίας, που με το προσωπείο του γνωστού-αγνώστου, λεηλατούνε κάθε τι μεγάλο και ωραίο;
Σε ποια πορεία διαμαρτυρίας να συμμετέχεις και για ποιο να πρωτοδιαμαρτυρηθείς, σαν οι ειδήσεις κατακλύζονται  από ανθρωποκυνηγητό, στα στενά της πόλης, σπασμένες βιτρίνες και καμένα αυτοκίνητα; Ποιος τιμά μια επανάσταση, με λεηλασίες περιουσιών, φουκαράδων μεροκαματιάρηδων, που βρέθηκαν σε λάθος θέση, τη λάθος ώρα;
Πού πήγε το « ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία » και πώς το διδάχτηκαν, οι ανατροπείς και καταπατητές των δικών μου και δικών σου δικαιωμάτων; Ποιος τους έδωσε το ελεύθερο, ρε αδερφέ, να σπιλώνουν μια μέρα, που για κάποιους εξακολουθεί να είναι ημέρα οδύνης; Ποιος τους έδωσε τα σύνεργα να γκρεμίζουν το όνειρο και την ελπίδα για αγώνες, σε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί;
Τι ναποφασίσει για το μέλλον και από ποια πλευρά να σταθεί; Με τι μυαλό να προχωρήσει το πέταγμα των χελιδονιών, εκεί κατάμονο και φοβισμένο, καταμεσής στην οδό Υψηλάντη;

Τελικά, είχε σίγουρα « βεβαρημένο παρελθόν ο Διομήδης…… »     

     
   

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Χρώματα… μόνο χρώματα








Ενα μεγάλο ευχαριστώ στον Όμιλο Ξάστερον και το περιοδικό Κελαινώ, ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κριτική επιτροπή για το βραβείο αυτό.
Μια όμορφη εκδήλωση στην πάντα φιλόξενη και ιστορική αίθουσα της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Θέμα του διαγωνισμού ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ...
Χρώματα… μόνο χρώματα
Μέσα στα τραύματα της γενιάς μου,
να ξεπλύνω την οργή μου,
την νικημένη μου περηφάνια
να καρτερέσω στο σταυροδρόμι της ελπίδας.
Εκεί που λούζει η χαρά τα πυρόξανθα μαλλιά της
και τραγουδάει τα σεκλέτια με μπρούσκο και αγάπη.
Εκεί να σπείρω καρπούς γέννας,
σποράκια από όλα τα αύριο της ομορφιάς,
της μέρας που οι δρόμοι θα γεμίσουν
τριαντάφυλλα και κρίνα,
τα λυπημένα πρόσωπα θα βάψουν τις ρυτίδες,
στο χρώμα της άνοιξης.
Σε κείνο το ανεξίτηλο υφάδι,
θα πλαγιάζουν τα παιδιά χορτασμένα
και οι γέροι περήφανοι,
να στήνουν το τραγούδι το σούρουπο.
Να στήσω πρώτη το χορό της ευτυχίας,
με φίλους που χαθήκαν στις πατρίδες των συμφερόντων.
Μπροστάρης να κρατήσω τη σημαία της Ειρήνης,
στο μονοπάτι το γνώριμο,
των χαμένων δικών μου.
Όνειρα είναι θα πεις και ίσως γελάσεις,
Πλανάσαι πλάνην…
θα κρυφομουρμουρίζεις στο μισοσκόταδο…
‘όμως εγώ,
Εγώ φίλε μου,
Χρόνια φορώ, το πανωφόρι το λευκό
Και λευτερώνω το ΕΙΝΑΙ μου,
σε λιβάδια με φως!

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΧΩΡΟ.




















ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ....
Ένα μεγάλο ευχαριστώ, στο Σταύρο Δασκαλάκη για την φιλοξενία του στο περιοδικό ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΧΩΡΟ..
Ενα αφιέρωμα στην παρουσίαση του βιβλίου μου με τίτλο ΣΤΟ ΒΡΑΧΟ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑΣ..
Πολλά ευχαριστώ χρωστάω σε όλους εκείνους που συνέβαλαν ώστε να αναδειχτεί το πόνημά μου αυτό..
Χίλια ευχαριστώ στους φίλους που παρευρέθηκαν, αλλά και στους ανθρώπους που ανέλυσαν τα γραφτά μου...
Ιδιαίτερα ευχαριστώ
-τον πρόεδρο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών κ.Κώστα Καρούσο και το ΔΣ της Εταιρίας για την φιλοξενία τους στην Ιστορική αυτή αίθουσα.
-τον Καθηγητή του Ιόνιου Πανεπιστημίου κ.Δημήτρη Φίλια για την ανάλυση του έργου μου.
-Την Λογοτέχνη Εικαστικό Στέλλα Τεργική, για το όμορφο ταξίδι στην ποιησή μου.
Την Αλκυόνη Παπαδάκη για την σύντομη κριτική της.
-Τον Μιχάλη Γριβέα Λογοτέχνη που έξυπνα και με πολλά ευρήματα, συντόνισε την εκδήλωση.
Την κ. Λίτσα Δημητροπούλου, φιλόλογο, Λογοτέχνη, που ανέλυσε το βιβλίο με ποίημά της.
-Τον Βασίλη Παπακώστα, Δικαστικό,Λογοτέχνη και μουσικό, για την μελοποίηση ποιημάτων μου.
-Τον Δημήτρη Βαλάση για την ονειρεμένη ερμηνεία του με την φυσαρμόνικα.
-την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για την παρουσία εκπροσώπων του Δ.Σ.
-τον εκπρόσωπο του Δήμου Ζωγράφου
Την Μαρία Λιμογιάννη για την επιμέλεια της παρουσίασης.
-την Μαρία Ταβουλάρη και τον Γιώργο Ποταμίτη για τα όμορφα video.
-τον Βαγγέλη Πίτσαρη που ανέλαβε τα έξοδα της έκδοσης, αλλά και για την πολύτιμη βοήθειά του σε όλες μου τις εκδηλώσεις.
του χρωστάω πολλά ..
Βαγγέλη ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
-Το Σωματείο ΕΥ για την εκδοση του βιβλίου.
την ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ, για την συμπαράστασή της.
-Όλους τους φίλους χωριανούς..
Μια αξέχαστη εμπειρία και μια αγκαλιά αγάπης ήταν όλη αυτή η εκδήλωση...
εκείνη την περίοδο πέρναγα την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου και όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι η αιτία που είμαι όρθια και πατάω γερά στα πόδια μου..
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ...

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

ψευδαισθήσεις


   Ψευδαισθήσεις

Το πανωφόρι το νυφιάτικο
εκείνο με την παρθενιά….
 Αλέκιαστο… να αιωρείται στην αποβάθρα,
δίπλωσε στα τρία… στα πέντε… στα χίλια,
μέχρι να γίνει νιφάδα χιονιού.
Υβρίδιο…
Νοσηρών μυαλών πρόπλασμα,
κάπου στης Βεγγάζης τα καταγώγια
βολοδέρνει την ανυποληψία της.
Ο άνεμος πεισματικά αντίθετος,
τράβαγε το πλεούμενο στ’ ανοιχτά…
Αχ τούτο το ανάλγητο φεγγάρι…
Αχ πόσο τη βασανίζει με την πανσέληνο.
Στο υγρό καμαράκι,
το υπόγειο, το σκοτεινό,
φυτρώνουν οι παλιές ενοχές
και σαν περικοκλάδα της σφίγγουν το λαιμό,
κάθε που βραδιάζει.
Απόκληρη πια… αποκηρυγμένη από τις φιλήδονες στοές,
κουμαντάρει την απομόνωση, της ρυτιδωμένης της σάρκας.
Ληγμένο το κατακόκκινο κραγιόν
και η μάσκαρα, άχρηστη πια.
Ο σπόρος νοθευμένος  και στείρος,
 στην εσθήτα της αβύζαχτης θηλής,
που δεν άνθισε ποτέ, στην σχισμάδα των υποσχέσεων.
Στην πολυκοσμία στεγνώνει την μοναξιά της,
με τις εφήμερες ηδονές,
 να κατακρεουργούν κάθε της ίνα αθωότητας.
Οι πληρωμένες ζωές μαράθηκαν
και οι περιφρονημένες υπολήψεις,
στη μέση του τώρα… του τότε, ή του ποτέ,
με  το σαλεμένο της μυαλό,
να γυροφέρνει στα πανάκριβα-κάποτε- στέγαστρα αδηφάγων ερώτων.

 Τώρα σιωπή…. Νεκρική σιωπή,
στην σάπια βάρκα της σπιλωμένης ανυπαρξία της,
σε μια ζωή …
Που βούλιαξε σε ψευδαισθήσεις…

καληνυχτίζοντας

τίμα την ώρα, 
που ορθός χαζεύεις την άσπορη θάλασσα...
Γλύψε την αλμύρα στων χεριών σου τους ρόζους.....
και δος της τα μάτια σου...
για μια φορά...δικά της...
καταδικά της..
εκείνη ξέρει πώς χαράζονται,
οι πορείες οι λεύτερες....
Β.Μ.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

να ξανασυστηθουμε....

Με λένε Άννα...Ηλέκτρα... Ελένη...Μαρία...
Να συστηθούμε πάλι,
από την αρχή..
εκεί στα γκρεμνά, που χειμαδιάζουν οι χρυσαετοί...
εκεί που κουρνιάζουν τα κρούσταλα της ασάφειας..
Με λένε Αγάπη...
να ξανασυστηθούμε...
όχι στου ήλιου τα λημέρια,
όχι με πεσκέσια από φως..
Με λένε Ζωή...
όπως ρυάκι στους παγετώνες...
όπως στοά στα μυαλά των τυμβωρύχων....
Με λένε....
πού να θυμάμαι;
οι θυρεοί φτιάχνονται από ατσάλι...
Β.Μ.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

ώρες σιωπής

εφιαλτική νύχτα...γαντζωμένοι από το σακάκι της ελπίδας...τρώγαμε τα νύχια μας και περιμέναμε...έστω τον από μηχανής Θεό...ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ..
Μια είδηση ότι οι άνθρωποι μετρήθηκαν και είναι όλοι καλά...Όμως το προσκλητήριο πένθιμο....
οι ψυχές αυξήθηκαν και τράβηξαν στο φως της αιωνιότητας...
είδα κάποιον να φτάνει στην αίθουσα επιχειρήσεων και περίμενε να του ανοίξουν την την πόρτα του αυτοκινήτου να κατέβει, να χαιρετίσει καποιους και να τον απαθανατίσουν οι δημοσιογράφοι, την ώρα που οι νεκροθάφτες είχαν πιάσει κιόλας δουλειά ...
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ...Γιατί είμαι και εγώ ένα γρανάζι αυτής της μηχανής..
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ..για το γεννησαρούδι που χάθηκε τόσο πρόωρα...
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ...για τον μεροκαματιάρη που θέλοντας να σώσει την οικογένειά του έγινε πυρσός...
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ...ΓΙΑΤΙ ΞΥΠΝΗΣΑΝ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ 2007
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ...που γράφω τώρα...
Τι να τις κάνω τις κουβέντες τους και τις ευθύνξες που σήμερα ρίχνει ο ένας στον άλλον..
Πόσους νεκρούς θα φέρουν πίσω οι παραιτήσεις και τα μεγάλα σχέδια...ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ...
πΛΗΓΙΑΣΜΈΝΗ Η πΑΤΡΊΔΑ ΜΑς Σ'ΗΜΕΡΑ....Θα στήσει καινούρια ταφολίθια...
ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΜΙΛΑΤΕ...ΒΓΑΛΤΕ ΣΤΟ ΣΚΑΣΜΟ... ΚΑΙ ΣΚΥΨΤΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ....
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ ΔΕΝ ΓΥΡΊΖΟΥΝ ΠΙΣΩ...

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

χωρίς πληθυντικό

 χωρίς πληθυντικό
Με τα φτερά της αγάπης,
με λυτρωτικούς κραδασμούς,
τρύπησε τον θόλο του άμαχου ωκεανού.
Σεληνιακό τοπίο, τρύπια σκαριά η ζωή του,
αναθεματισμένα αποθέματα,
σαν θημωνιές από άχυρα,
η αποστροφή του τώρα, 
λικνίζεται σε περιστύλια τρεμάμενης γης. 
Το έργο σε Τρίτη εκτέλεση, οι κομπάρσοι άλλαξαν,
μηρυκάζοντας κατανυκτικά μοιρολόγια,
ταυτόσημα με καρβουνιασμένη άνοιξη, 
αποκύημα, την ύψωση του μηδενός στην νιοστή δύναμη.
Ταλαίπωρε ασπόνδυλε σάλιαγκα, 
περισπούδαστε υφαντή λάγνης στείρωσης,
πόσες ζωές θαρρείς θα έχεις;
Το πλοίο θα σαλπάρει για το νεκροταφείο των ξοφλημένων,
τα ταξίδια του, δεν υπήρξαν πουθενά καταγεγραμμένα ,
η ζωή δεν έχει πληθυντικό…
και εσύ…
θα μιλάς…. Μόνο για να εξασκείς την ακοή σου…
τα θύματα… δεν μετέχουν σε συγκεντρώσεις…
Βούλα Μέμου