Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

καλο μηνα...και καλη πρωτομαγια...

Κίνησες τα νήματα σαν από μαριονέτες πάνινες, λέγοντας τη λάβα ζωή και την ιστόρισες με το χρώμα της αυγής, παραμερίζοντας τον ένα απόρθητο αυτόχθονα γίγαντα που υψώθηκε μπροστά σου και σου στύλωσε τα πόδια.
Τον αναγνώρισες από την κραταιά του αντίφαση και τον συνόδεψες ίσα στο μικρολίμανο που κερνάει την μοίρα μπρούσκο και σαφήνει αμανάτι στο έρημο κάστρο, νατενίζεις τις νίκες που δεν θα σου δοθούν ποτέ ως λιόκλαρο των παραβολών που αντέγραψες, με πολλά ορθογραφικά λάθη.
 Έλεγες θέλω και εννοούσες ζω.
Έλεγες είμαι και θαρρούσες ποίηση το υπάρχω.
Νύσταξες όλα τακρογιάλια και στα λιβάδια της πανσέληνου, μας μύησες στις πατρίδες των αόρατων χρωμάτων σαν αντικρίσαμε για πρώτη φορά την παράλληλη γραμμή του ορίζοντα.

Άνθισε με μιας η αμυγδαλιά στο περβάζι σου, λέγοντας την άνοιξη καταγεγραμμένη οντότητα και αρίθμησες με μαθηματικές πράξεις, τα σύννεφα που έστεκαν απόμερα και μετρούσαν την θύελλα που ανοίχτηκε στο διάβα μιας και μόνο καταγεγραμμένης ιστορίας, δικής σου έμπνευσης και δικής σου δαφνοστεφανομένης κατάκτησης.

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

παιχνίδι των κοραλλιών

Παιχνίδι των κοραλλιών.

Κρατήσαμε κάτι και για μας,
να στείλουμε τα χαιρετίσματά μας,
στα πολύπλοκα και αδιόρατα λογύδρια,
που γράφονται πάντα με οξείες γωνίες
και στρώνουν τις παράφρονες σκέψεις,
με χρωματιστά κλινοσκεπάσματα.
Μην κάνετε θόρυβο…
γλίστρησε η ανάποδη γραφή
στο κενό
και πεισμάτωσε τους γερανούς,
που φτερούγιζαν αμέριμνοι.
Έλα την ώρα, που χρεώναμε στέφανα αντοχής.
Ανάτρεψε όλη την όραση των αποδείξεων
 και γύρισε ανάστροφα τον κινούμενο στόχο.
Φορτίστηκε η στιγμή με αρνήσεις
 και άρχισε ο στόχος να τρίζει.
 Λογαριασμοί άηχων ήχων,
 κατρακύλησαν,
 ίσαμε την πίσω αυλή.
 Δική μας βουλή ήταν,
 να χτίσουμε ανοχύρωτες συνειδήσεις
 και δικός μας Θεός,
 προσκυνήθηκε στο πέρασμα του τυφώνα.
 Η ευγένεια,
 περίσσευε
 και καρπωνόταν το αγλάισμα,
 ΕΝΟΣ ανατρεπτικού ανθρώπου,
 που ζώστηκε το θεμέλιωμα της αστραπής.
 Και είσαι εσύ,  που βγήκες τρυγητής
 των άκαιρων δοσμένων απολαύσεων…
 κράτησες τις δεήσεις μυστικές,
 στο όνομα των απόρθητων ρήσεων…
 Στόλισες σύγκορμη την ανατολή των αισθήσεων
 και ως άλλος πορθητής,
 χώρεσες στων ματιών μου τους ωκεανούς…
 Μάρτυρες κλήθηκαν
 τιτάνες και αμαζόνες,
 στην μόνη εκείνη συνύπαρξη,
 που δεν χώραγε καμιά διόρθωση…
« Πού φεγγάρι να φωτίσει την ταραχή μου,
να περάσει το φράχτη της ανόθευτης,
 αλλά φτηνής μου ομολογίας,
 με δυο άχαρες και άχρηστες σήμερα λεξούλες;
 Πόση ψυχή να δώσω τόκο,
 για να μην κρεμάσεις το κλειδί,
 στην εξώπορτα που σαπίζει,
 σένα νεκροταφείο σιδερικών»;
 Η σιωπή πανικόβλητη,
 Ξεπρόβαλλε στων ματιών σου τους γαλαξίες…
 Αρμονία, θαρρώ την λέγανε και την στιγμάτισαν,
 σαν γαλήνη, στην δύνη μιας θύελλας…
 Ένας αντάρτης ήλιος,
 κρυφομιλούσε με τους ύφαλους
 των όρκων μου,
 σαν αλλοπρόσαλλες γεωμετρήσεις,
 της λογικής.
 Παιχνίδι των κοραλλιών, οι ματιές σου,
 αλήτευαν,
 στα ξέκλωνα όνειρά μου…
 Πλάγιασες τις ανυπότακτες γοργόνες
 στα μπράτσα σου,
- γυρολόγος ανομολόγητων πόθων-
 και κράτησες λίγο ουρανό,
 να στεγάζει,
 έστω για μια νύχτα….
 όλα τα αύριο, που δεν τόλμησα ακόμα να αντικρούσω…
 Με νοίκιασες, σε κείνο το παιδί,
 που δεν γέννησα ποτέ,
 την ώρα των άδυτων εσπερινών,
 όλων των προσευχών σου.
 Ξεδίψασα με μια φέτα αλμυρό ψωμί,
 που μούβαλες κοντά μου,
 σαν με ξαπόστειλες
 από το οριοθετημένο σου απόσκιο.
 Λυτρώθηκες με το δικό μου αντίδωρο και γεφύρωσες τη χαρά μας,               στις γεωμετρημένες κοσμοθεωρίες.
 Μόνο σε γυαλάδες σιωπής και πίσω από τις γρίλιες των βλεφάρων         σου, άφηνες χώρο ,
για μια λατρευτή αποδιοργάνωση των εντολών που   κατασκεύαζες, μόνο και μόνο,
 για να σκοτώνεις την ώρα σου….»  



 φωτο..Τουλα Σταυροπουλου

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

δεντρο της ζωης με ροδι...γουρι 2016


το δεντρο της ζωης...γουρι 2016


το δεντρο της ζωης....γουρι του 2016


δεντρο με πεταλουδες....γουρι για το 20016

καλημερα.....καλη εβδομαδα...σε ολους

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

πεζοι λογοι

 Με δυο- τρεις ανάσες σου,
Εγδυσες έναν ολακερο ηλιο..
Τον τραβηξες στο περιθωριο και μονοπώλησες
Τις αποκοσμες πεθυμιες του..
Τραβηξες ισα για το λεμονοδασος ασκεπης..
Ειχες τοση γαληνη στην θεα των λεμονανθων…\
Μαδησες όλα τα μυστικα του ουρανου,
Ξαπλωνοντας ανασκελα καταγης…
Τωρα ηξερες καλα γιατι περασες τους στημονες
Στο παραμυθι σου,
Γιατι λογαριαστηκες για σπουδαιος,
Στο πληθος των πεζων τροβαδουρων…
Την διαφορα την εκανε..εκεινος ο αστεγος περιηγητης..
Ναι εκεινος που συναντησαμε μαζι, να κοιμαται σε ένα παγκακι στην κανιγγος…
Αληθεια θυμασαι….πως εκανε την αιθαλη της πολης
Συμπραξη στα ανακατα μαλια του;…
Τον κοιταζες, σαν να εβλεπες ειδωλιο
Αταφων ανακαληψεων,
Σαν περγαμηνη αλωτινης ιστορισηςς
Εκει στο κεντρο…. στην πλατεια κανιγγος,
Ρωτησες τον ηλιο… ποσους αντεχει να φωτιζει;
Σωπα…τα λογια δεν εχουν ακροατηριο πια..
 Οι λεμονανθοι εγιναν θηλια στο λαιμο σου..
Επρεπε να το ξερεις………………….
Ο ποιητης…δεν εχει χωρο στο λεμονοδασος ασκεπης…



Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

δεντρο απο μπρουτζο

αστερόεσσα λικνίστηκε μπροστα σου, λήκυθος απυθμενων στοχων....η παχνη..αντικατοπτριστηκε
στο πεπρωμενο σου...ηθελες, ορκους να κρατησεις τα μυστηρια αγευστα...
Καλο Σ/Κ...

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

παρακαταθηκη

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΙ  ΤΗΝ ΓΙΩΡΓΙΑ

Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ

«Το μάθατε τι έγινε σε τόπο ξακουσμένο;
Εκεί ήτανε και φώλιαζε θεριό καταραμένο.
Κι αν δεν του δίναν’ άνθρωπο να φάει πρωί και βράδυ,
Κανέναν δεν άφηνε νερό να πάει να πάρει.

Και τότε ρίξανε λαχνό ότινους θέλει πέσει,
Έστελνε το παιδάκι του στο δράκο σαν πεσκέσι.

Έπεσε και του βασιλιά για την βασιλοπούλα,
Για να την φάει ο δράκοντας την ό0μορφη κυρούλα.
Ο βασιλιάς αποκρίθηκε:
Όλο το βιός μου πάρτε και το παιδί μου αφήστε.
Ο κόσμος του απάντησαν όλοι με στόμα ένα:
Ή δος μας το κορίτσι σου, ή παίρνουμε εσένα.

Ο Άγιος Γεώργιος το άκουσε από την Καππαδοκία
Στο γρήγορό του άλογο ανέβηκε με βία.

Βίτσα βαρεί το άλογο στην βρύση κατεβαίνει
Βλέπει την κόρη και έστεκε σαν μήλο μαραμένη.
Ξεπέζεψε και κάθισε ολίγο νακουμπήσει
Όσο που νάβγει το θεριό απ’ τη μεγάλη βρύση.

Όταν ερίχθει για να βγει, όλα τα όρη τρέμαν
Και η κόρη απ’ το φόβο της έμεινε δίχως αίμα.
Ησύχασε κορίτσι μου και μην παραφοβάσαι
Και του Κυρίου τόνομα πάντα να το θυμάσαι.

Ευθύς πηδάει στάλογο  με το κοντάρι τρέχει…

Κόρη ας με φάει το θεριό
Πήγαινε στους δικούς σου
Για να χαρείς και να χαρούν οι φίλοι και οι γνωστοί σου.

Για πες μου λεβέντη μου, πες μου τόνομά σου,
Για να σου φτιάξω χάρισμα να στείλω στην αφεντιά σου.

Γεώργιο με κράζουνε εις την Καππαδοκία
Κι αν θές να στείλεις χάρισμα, φτιάξε μια εκκλησία.
Και μες τη μέση ζωγραφιά να έχει έναν καβαλάρη,
Να κονταρεύει το θεριό με ένα μακρύ κοντάρι.».

Γραμμένο σε πάπυρο και διπλωμένο προσεχτικά,  ήταν μαζί με μια στολισμένη μπουγάτσα, το έπαθλο για τον πρώτο νικητή.
 Μέρα του Αϊ Γιώργη  η σημερινή και το μικρό εκκλησάκι στη μέση του χωριού, λαμποκόπαγε.
Ασπρισμένα τα πεζούλια του και με τη Λαμπρινή φορεσιά του ο παπάς, έψελνε με κατάνυξη, την θεία λειτουργία.
Έθιμο παλιό που καλά κρατεί παρά τα χρόνια που πέρασαν – ούτε που θυμόνται από πότε ξεκίνησε- να παραβγαίνουν στο τρέξιμο τα παιδιά τούτη τη μέρα του Αγίου.
Παραμονή  πρωί - πρωί οι γυναίκες του χωριού ξεκίναγαν τις ετοιμασίες. Μια κεντημένη μπουγάτσα και στολισμένη με λουλούδια στο πιο όμορφο πανέρι που αγόραζαν για την περίσταση.
            Σε κάθε γειτονιά, μαζεύονταν, ζύμωναν μπουγάτσες και με πιρούνια, οδοντογλυφίδες και ότι άλλο είχαν στα σπίτια την κένταγαν. Ανήμερα πήγαιναν χάραμα στην εκκλησία και την άφηναν μπροστά στην εικόνα του Αϊ Γιώργη. Η καλύτερη δινόταν στον νικητή.
Μαζεμένα τα παιδιά, κορίτσια και αγόρια μπροστά στο εκκλησάκι, σαν δινόταν από τον παπά το σύνθημα, έτρεχαν μέχρι το δρόμο του νεκροταφείου και ξαναγύριζαν.
Όποιος έβγαινε πρώτος είχε την ευλογία του γέροντα παπά και έπαιρνε και την μπουγάτσα..
Όμως φέτος ο γεροντότερος του χωριού σκέφτηκε να χαράξουν σε πάπυρο τούτο το ποίημα που απάγγειλε με την βραχνή μεστωμένη του φωνή χρόνια τώρα.
Άγνωστος ο ποιητής και το θυμάται από τον παππού του .
«Ν α μην χαθεί μια τέτοια κληρονομιά σαν θα φύγω εγώ. Θα το δώσω στις  επόμενες γενιές να το λένε .» έλεγε ο Γέρο Γιώργης και χάιδευε τα γένια του.
 Ενενήντα τόσο χρονών πια και βάρυναν τα χρόνια τους ώμους του.
Ήταν η μόνη κληρονομιά που είχε ναφήσει τώρα σταπότρυγα. Είχε πληρώσει το χρέος του στο Αλβανικό δίνοντας το πόδι του και το μονάκριβο παιδί του.
Και η Κυρά του συγχωρέθηκε από το μαράζι της.
Ακούμπησε την περηφάνια του στην πατερίτσα του και με μάτια που έλαμπαν μοίρασε τους πάπυρους σε όλα τα παιδιά που έλαβαν μέρος στον αγώνα.
«Χρόνια πολλά και του χρόνου σαν ζω, νακούσω να λέτε το ποίημα και να το δώσετε κάποτε και στα παιδιά σας.».

Αυτά είπε γεμάτος περηφάνια,σαν να ήξερε ότι εκείνο το βράδυ στη γιορτή του…θα κίναγε για το στερνό και μεγάλο του ταξίδι.
φωτο....Τουλα Σταυροπουλου

Απτεροσ Ερωτας

Άπτερος Έρωτας

Σε κράτησα …
Ως ο Αίολος
τον Άδωνη.
Νεφελοστεφανωμένο.
Ως αργυραμοιβός,
την κοραλλένια παρθένο.
Σούστρωσα, στασίδια γιασεμιών,
νανθίσει η αγκαλιά σου…
στα λευκά.
Άπτερος ο Έρωτας,
λατρεμένο ταγκάλιασμα,
περπατησιά μονόκλωνου στήμονα,
στης θάλασσας τους αφρούς.
Έκρυψα την άστοργη ηδονή,
στου κορμιού σου τις δασύφυτες στάλες,
όταν…
καλέ μου…
λουζόσουν την αντάρα μιας μοναδικής
και ανεπανάληπτης δικής μας στιγμής.
Το δάσος περπατήθηκε
ίσαμε το ξέφωτο.
Μέχρι την ύστατη ανάσα
του λαβωμένου μας μισεμού.
Όμως…..
Ψυχή μου….
Στήσαμε τύμβους,
Αποδώσαμε χοές…
στον πλάνο Έρωτα,
Χρίσαμε ελλανοδίκη…
τον άφθαρτο χρόνο
και ριζώσαμε…
ένα φεγγάρι και στις δικές μας γειτονιές….


φωτογραφια της φιλης μου ΤΟΥΛΑΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

γιατι εισαι...εσυ


Γιατί είσαι..εσύ.

Κράτησα της νύχτας τα στέφανα,
να σύρω το χορό των ανεμώνων.
Με άκουσες λαλίστατο στο διάσελο
και άγγιξες του όρθρου τα μυστήρια.
Σε είπα, ειπωμένο και ιππικό και είπωμα
και σέστειλα για νεφέλωμα δικό μου…
Δικέ μου… δικόγραφο… τιμάριθμε…
Δική μου ομοιόμορφη σταλίδα.
Που άγγιξες τις ώρες. Που βλάστησες τις πάχνες.
Που είπες το ανείπωτο… ΣΕ ΕΙΜΑΙ.
 Γευμάτισα, στης βλάστησης το μνήμα
 και έγραψα το θέλω, με αστερόσκονη.
 Γιατί κρατούσες σκήπτρα,
 σκύμνους λεόντων στη θωριά σου…
 Δικέ μου, κατάδικέ μου στρατηλάτη.
 Δικέ μου, καταφανή μου  αιθεροβάμονα…
 Δικέ μου, κατάδικέ μου αποστάτη.
 Είπες την ωμή μας αποστασία μελωδία,
 στο χώμα που δεν αριθμήθηκε ακόμα,
 σε έναν κόσμο εικαστικών αναλφάβητων,
 σε μια γη, ακατονόμαστων αντιγνωμιών…..
 Ήταν η γνώση της ονειροπόλησης,
 που θέριεψε τους άρρητους λογισμούς,
 εκεί που το λυκαυγές, στόχευε τα σβησμένα όνειρα...
 σαν κούρσεψαν δυο ανατολίτικα μάτια,
 την άναρχη ζωή μου…
 Και είπαν το βήμα….. άκρατο οίνο
 και εσένα… γητευτή των άγευστων πόθων.
 Και σε είδα με τα μάτια της ομορφιάς
 και σε κούρνιασα….. εκεί στο στήθος,
 που ορμηνεύει τη ζωή….
 Γιατί… είσαι εσύ,
 το ποίημα, που γονάτισε τις λέξεις,
 είσαι το ακροκέραμο….. που λαξεύτηκε από ημίθεους....
 την ενδέκατη ώρα, του παρά....γράφω...η παρά….. παίω....

Μην ψάχνεις ειρμούς…
 φώναξέ με να σου το μεταφράσω…
 ΜΟΝΟΣ. 


Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

μνημες...


Ήταν πανσέληνος πια και στο δικό σου το νησί. Θρόιζαν ανέμελα ταστέρια, σαν σε κάμπο με ανεμώνες. Κλυδωνισμός κατάσπαρτων λόγων σάλευες και μούδιαζαν οι συννεφούλες. Ήθελες τούτο το γιόμα να βαλθείς στη σχεδία του χθες, κατάμονος.
Την ξετρύπωσες από το κελάρι της αλλοτινής καταχνιάς και είπες το ξέρω το μονοπάτι το χορταριασμένο. Πρέπει να το διαβώ ασκεπής, καταηλιού και ξυπόλυτος. Δίχως να κάμω την παρουσία μου αισθητή στα κυκλάμινα του φθινοπώρου.
- Έχουμε και εμείς βλέπεις πανσέληνο φέτος. Ζούμε και μείς δυο αστέρια που ερωτοτροπούν, δεν είναι της νύχτας το πείσμα και του χρόνου τσαλίμια. Είναι που βρήκα τη βάρκα ανάστροφη και τα πουλιά φευγάτα. Είναι που χλόμιασε ο καιρός και άστραψε στους βράχους,  μουρμούρισες.
Τρεκλίζοντας η μνήμη σου αραδιάζει τα γιατί και σου γυρεύει το παιδάκι που σου δάνεισε.
Με ορθάνοιχτα μάτια σκαλίζει τα σεντούκια του νου σου και κείνο το παιδάκι άφαντο.
Πότε σου ξεπόρτισε άραγε;
Πού τρυγάει αλατισμένα δάκρια να φτάσει το κουβάρι στο τέλος;
Αϊ ανάξιε  και ανελέητε ληστή του βυθού! Πήρες αφρόψαρα στο κατόπι και αρμένισες λες και όλα είναι απύθμενα. Και σου διάβηκε ο αποσπερίτης, δίχως να στείλεις μια γραφή, παρακαταθήκη. Και βγαίνεις νύχτες ολάκερες και στήνεις ξόβεργες λαθροκυνηγόντας ουσία που το «συν», έμπαινε μόνο για γραμμένους όρκους στο μεγάλο ζυγό που θέλησαν απλά για να τελειώσεις το όργωμα. Και έφτιαξες θεωρία , ή φιλοσοφία καλύτερα γιαυτό το συν-ζυγών και ρήμαξες τις ανεμώνες που ικέτευαν έλεος.
Και τώρα;
Τώρα αποκαμωμένος από το βάρος της ανάβασης γύρισες το κεφάλι πίσω. Και;
Πού μάτια να δεις πια;
Πού χώρος να στεριώσει εκείνο το παν;
Πού ζωή να περισσεύει;
Την μοίρασες αντίδωρα στο διάβα σου και έκλεισες έξω , εκεί μακριά στο ξυλογιόφυρο το φτερωτό παιδάκι των αθωοτήτων  και μιλάς!!!!!
Μιλάς!!!!! {Δηλαδή λες γραμματικούς κανόνες, σάμπως και ζεις ανάμεσα σε μορφωμένους.}
Και συ;
Και η παλέτα με τις νερομπογιές; Πού την ξέχασες;
Θυμάσαι τα χρώματα;
Θυμάσαι τι γράφει εκείνο το παλιό σου αλφαβητάρι;
Ζωούλα μου πιάσε μια νότα που σου δόθηκε για χαλινάρι και βγες στο ξέφωτο. Σέλωσε Πήγασου περπατησιά και άρμεξε ατρύγητα αμπέλια.
Ρίξε στη νύχτα μπαλωθιά για νακουστεί στο παραμιλητό της και ξεκλώνισε  τα στήθη του τυφώνα.
Κόψε κλωνάρι σιγαλιάς και λάμπρυνε την κόψη της ματιάς σου, να κουρνιάσει το πουλί που ξεστράτισε και γράψε αράδες. Σελίδες. Τόμους με αρχινισμένα γράμματα, σαν να είναι το παραμύθι πια δικό σου.
Πάρε την ακριβή σου πένα και αράδιασε στιχάκια, έτσι βλακώδη και μαδημένα. Τα  περιμένει ραβασάκια το παιδάκι που έχρισες ήρωα, σάμπως και ήξερες ότι έχει γερούς ώμους να τα σηκώσει. Ρούφα την γύρη πριν σαλέψει το σμήνος και ράντισε ανθοπέταλα την αυγή που κρατάει τον θόλο.
Νιώσε την υγράδα του βράχου και ξεδίψασε με μια άναρθρη κραυγή. Έτσι μόνο και μόνο για να λευτερώσεις τις μνήμες, για να ακρωτηριάσεις την πεθυμιά  των παλιών σου υποσχέσεων και δώσε το χέρι σου στο κορίτσι που κρυφοκοιτάζει σταγνάντιο.
Κοίταξε το κατάστηθα, να βγάλεις το δρόμο πέρα.
Σκούπισε τα μάτια σου από την αμμοθύελλα, τίναξε λίγο το σκονισμένο σου άσπρο πουκάμισο και βγες στου κοριτσιού την θωριά έτσι με την γδύμνια της ψυχής σου, να πάτε παράμερα να ρωτήσετε το φεγγάρι, πώς έσπειρε απόψε τα μάγια του;
Ζήτα να φορέσεις το δικό της υφάδι και δος της το χώρο να κλέψει από σένα σταγόνες πάχνης.
Οι κρουνοί θανοίξουν και τα φώτα θα γίνουν αόρατα στην ένωση παράφορων στίξεων.
Δεν είναι που θα πεις σαγαπώ και σου δίνομαι, είναι που θα ρίξεις ανάθεμα στο άχαρο ρέλι που σου κάθεται στο σβέρκο. Είναι που θακούσεις μυσταγωγίες και τον Ορφέα να παιανίζει θεότητες. Είναι που θα βρεις την μοναδικότητα των άσπορων γαλάζιων αστεριών.

Έλαβε τούτο γράμμα σένα κλειστό μπουκάλι στην θάλασσα. Το πήρε για δικό του σωσμένο στημόνι, δικό του λατρεμένο άκουσμα.
Άνοιξε τα πανιά στο τρικάταρτο σκαρί και ξεμάκρυνε με τούτο το ραβασάκι στον κόρφο νανοιχτεί στα βαθιά, να σκαρώσει τα θεμέλια.
Πέταξε το λάσο στην ακροκοσμιά των άβατων χώρων και κίνησε για τα μυστήρια της σπηλιάς, κρατώντας το  σαν κότινο που θα λάξευε, σε μια θαλασσινή κάτασπρη πέτρα.

Η ρότα είναι πάντα δικό μας κατόρθωμα. Οι αστρολάβοι ξέρουν πάντα να σκοτώνουν τον χρόνο.


Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

γραμμα στο παιδι μου!

Γραμμα στο παιδι μου!!
Αγαπητό μου παιδί

Ξεμάκρυναν οι χρόνοι μου και ώρα να ξαποστάσω. Χιόνισε στη στράτα μου και το μαρτυράνε ξεκάθαρα τα  κοντινά μου ηλιογέρματα. Μα Βασιλικέ μου, ανέγγιχτο φύτρο της ύπαρξής μου, ζωντανεύω της αλλοτινής μου νιότης την περήσια λεβεντιά, να σου καταθέσω τις παρακαταθήκες που στοχεύουν στο υπέρ – υπάρχω, η άνω- διαλέγομαι.
Στήθηκε του χρόνου το αντίστροφο μέτρημα, αναγκαίο θα πεις και θα το καταλάβω, παιδί μου. Μιας και οι χρόνοι γράφουν την τροχιά τους μια φορά για τον καθένα και την ζεις, την υπάρχεις, την Είσαι και όλα εσύ και για σένα, κοντένει το υφάδι και αρχίζεις τους παιάνες μόνο για τους αυριανούς.
Θα γεράσω και εγώ σαν κάθε τι που γεννιέται και τραβάει της γύρης την υπόσταση.
Βλαστάρι μου, Μην κρίνεις τα πόδια μου που βαριά θα ξεπροβάλλουν στη στράτα, περίμενέ με και πιάσε μου κουβέντα να μην νιώσω την ανηφόρα που δεν μπορώ να ανέβω. Θυμάσαι μια φωτογραφία που μπουσούλαγες και προσπαθούσα να σε μάθω να περπατάς; Κράταγα το χεράκι σου και σου έλεγα : «έλα.. ένα βηματάκι ακόμα ουρανέ μου». «Ένα σκαλοπατάκι ακόμα υπαρξή μου». Και άνοιξες τα φτεράκια σου ξεπεταρόνι μου και ανέβηκες τη σκάλα και έφτασες στο ψηλότερο σκαλί και με κοίταζες με τα ματάκια να λάμπουν.
            Έτσι με την ίδια υπομονή περίμενέ με στην γωνία να σε φτάσω και μην μεγαλώνεις το βήμα και μου φεύγεις. Δεν θα είναι βαριεστιμάρα μου τα βαριά μου βήματα, θα είναι το φορτίο, που με κάνει να ανασαίνω βαριά .
Μην  επιτρέπεις να κρυφογελάνε, αν στο τραπέζι με τους φίλους σου γλαρώσω και κλείσουν τα μάτια μου. Δεν θα είναι παιδί μου ένδειξη περιφρόνησης στη συζήτησή σας, αλλά θυμήσου εκείνο το μακρινό παραμύθι που σου έλεγα και κούρνιαζες στα πόδια μου αποκαμωμένο από το παιχνίδι μας. Το ίδιο παιχνίδι έπαιζα μαζί σου σαν τρύγαγα τους καρπούς σου  στα γεμάτα κελάρια της νιότης σου και κούρνιαζα στην φάτνη του βάρους των χρόνων μου, που ανελέητα μου θυμίζουν ταπότρυγα.
Μα τράβα την κουβέντα παρακάτω άμα νιώσεις ότι ξέχασα τι λέγαμε και χάθηκα στο χωροντούλαπο των καιρών. Μην βιαστείς να μιλήσεις, για αλτσχάιμερ, το ξέρω, δικό μας κατάντημα και αυτό, αλλά παιδί μου… δεν το λέμε κατάμουτρα.
Λερώθηκε το σακάκι μου αφού μια σταγόνα γλυκό κατρακύλησε από το κουτάλι. Και λοιπόν; Είναι λόγος να μου μιλήσεις για άνοια; Να με κρύψεις στο δωμάτιο των ξένων; Να πεις ότι λείπω προκειμένου να μην δούνε οι φίλοι σου, το λερωμένο μου πουκάμισο, από μια σταγόνα γλυκό; Καθάριζα τα χεράκια σου, σαν τα βούταγες μέσα στις κρέμες για να παίξεις και σε στόλιζα αρχοντόπουλο, να βγούμε στην παιδική χαρά.
Όλα αυτά θα σε φορτώσω καμάρι μου και ακόμα πάρα πολλά. Θα θέλεις πάνες μωρού παιδιού και μωρομάντιλα να με κανακέψεις, αλλά, σπουργιτάκι μου, ποιος λαχτάρησε το όνειρο μετά από μένα;
Ποιος σε φίλαγε στο κορμάκι σου και μοσχοβόλαγες σαν λεβάντα;
Ποιος στέριωσε στα πούπουλα, το αγγιγμά σου;
Δεν σπούδασα γονιός για να σε φτάσω ψηλά. Δεν διάβασα σπάνιες περγαμηνές, για να σου στήσω μαρμάρινες κρήνες.
Έβαλα τους θυρεούς της σοφίας του γονιού και λάξεψα τα μονοπάτια που γέμισαν ανθοπέταλα.
Δεν έχω προίκα πια να μοιράσω , δεν έχω πόδια νανεβούνε τα υψώματα, δεν έχω μυαλό νακολουθήσει τους ειρμούς σου, μα έχω την πείρα, να σου στρώσω τα μελλούμενα.
Έμαθα τα ωραιότερα παραμύθια, για να γίνω καλή γιαγιά. Διάβασα ιστορίες με χρώματα. Πολλά χρώματα να σου κρατάω συντροφιά.
Ξέρω, θησαυρέ μου, έχεις πολλά να περάσεις στα  γεράματά μου. Δυσβάσταχτο φορτίο μα θυμήσου την σοφία.
Κράτα μου το χέρι που θα τρέμει από τα χρόνια, χτένισε μου τα μαλλιά και βρες μια γωνίτσα να σου σιγοτραγουδάω.

Έτσι θα δεις ότι υπάρχει σχολείο τελικά για να γίνεις και εσύ κάποια μέρα καλή μάνα και καλή γιαγια.
Η σιωπη πανικοβλητη,
Ξεπρόβαλλε στων ματιων σου τους γαλαξιες…
Αρμονια, θαρρω την λεγανε και την στιγμάτισαν,
Σαν γαληνη, στην δυνη μιας θυελλας…
Ενας ανταρτης ηλιος κρυφομιλουσε με τους υφαλους
Των στοχασμων μου,σαν αλλοπρόσαλλες γεωμετρησεις της λογικης.
Παιχνιδι των κοραλιων, οι ματιες σου,
 Αλητευαν στα ξεκλωνα ονειρα μου…
Πλαγιασες τις ανυποτακτες γοργονες στα μπρατσα σου,
- γητευτης ανομολογητων ποθων-
και κρατησες λιγο ουρανο, να στεγασει,
εστω για μια νύχτα….

Όλα τα αυριο, που δεν τολμησα ακομα να αντικρυσω…
ειναι κατι φορες..
 που σε ληστευει η πενα
 και σε κανει πυθηνειο οργανο της..
.τοτε ειναι που λες...
.ξερω ακριβως…
 για που τραβαω…………..
 τοτε τραγουδας διχως νοτες...
.μιλας μονο με σιωπες...
.και δεν γραφεις..
..οχι δεν γραφεις τιποτα...
.σκιζεις καθε τι γραμμενο,,
,μην χαλασεις την αρμονια που γευτηκες....
ξεμακραινεις το χωρο,
σε κεινο το φουγαρο του πλοιου,
που σε κοινώνησε,
λαχταρας το τοτε…..
παντα αξιζει,
να ανοιξεις την μπουκαπορτα,
στα σκύβαλα που κουβαλας…
τυλιγεις το κουβαρι του τοτε,
για να θαψεις όλα τα στημόνια που υφανες…
Τωρα καρδια μου, θα ξαναλαμψουν τα νιατα μου,

Θα ξανακουσω την μπουρου να αδει    .

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015



Κρατήσαμε κάτι και για μας,
 να στείλουμε τα χαιρετίσματά μας,
 στα πολύπλοκα και αδιόρατα λογύδρια,
 που γράφονται πάντα με οξείες γωνίες
 και στρώνουν τις παράφρονες σκέψεις,
 με χρωματιστά κλινοσκεπάσματα.
Μην κάνετε θόρυβο…
 γλίστρησε η ανάποδη γραφή,
 στο κενό
 και πεισμάτωσε τους γερανούς,
 που φτερούγιζαν αμέριμνοι.
Έλα την ώρα που χρεώναμε στέφανα αντοχής.
 Ανάτρεψε όλη την όραση των αποδείξεων
 και γύρισε ανάποδα τον κινούμενο στόχο.

. Φορτίστηκε η στιγμή με αρνήσεις
 και άρχισε ο στόχος να τρίζει.
 Λογαριασμοί άηχων ήχων,
 Κατρακύλησαν,
 ίσαμε την πίσω αυλή.
Δική μας βουλή ήταν,
 να χτίσουμε ανοχύρωτες συνειδήσεις
 και δικός μας Θεός,
 προσκυνήθηκε στο πέρασμα του τυφώνα.
 Η ευγένεια,
 Περίσσευε
 και καρπωνόταν το αγλάισμα του,
 ΕΝΟΣ ανατρεπτικού ανθρώπου,

 που ζώστηκε στο θεμέλιωμα της αστραπής.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015







"Ο Νικόλας με την Ιάσμη χάθηκαν.. Χάθηκαν στην ομίχλη που απο αργά το βράδυ,εκεί γύρω στις τρείς μετά τα μεσάνυχτα,ήρθε σιγά σιγά κι αθόρυβα απο απέναντι και μέχρι το πρωί τα είχε σκεπασμένα όλα.Αδύνατο πια να ψάξουν έγκαιρα,αδύνατο να βρούν κάτι οι λιμενικοί,ούτε κανένας άλλος.Ακουγόταν πού και πού η μπουρού που φυσούσε μπας και υπήρχε απόκριση.Μα απόκριση,καμία...
Για μέρες και μήνες ψάχνανε στις ακτές,στα ακρογιάλια,στους κόλπους και στα πόρτα,ψάχναν στις γύρω θάλασσες και στις βραχονησίδες.Ποτέ δεν βρήκαν τίποτα.
Ο Νικόλας και η Ιάσμη είχαν χαθεί οριστικά.Μαζί είχαν αναληφθεί στο γαλαξία των μύθων..."
Καλό ταξίδι Νικόλα
3 Μαϊου 1955 - 14 Απριλίου 2015
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ...ΝΙΚΟ ΜΟΥ....



     Τέσσερα μάτια κοιτάζονται
 και στη γυαλάδα τους, σέρνεται όλος ο κόσμος.
 Στη σμίξη τους,
 αναδύεται ολοόμορφη η ποίηση.
       Κάτω στο στενοσόκακο,
 υπάρχουν ταχνάρια,
 πάφησε το αμετανόητο περπάτημα,
 της γλαυκωμάτας κόρης.
Βγήκε το σούρουπο απ τις  γρίλιες των βλεφάρων μου,
τρύγησε με την πεθυμιά της ,
την ημερήσια αλλοίωση,
 όταν μια πευκοβελόνα της έγνεψε « ΕΔΏ ».
 [ δείχνοντας τη λεύτερη ρίζα.]
Τότε φωσφόρισε,
 στον αποσπερίτη το κρυφοκοίταγμα.
       Ταχνάρια δεν έσβησαν στο στενοσόκακο.
 Αυτό είδε το θαύμα.
       Δος μου λοιπόν φωτεινή γοητεία!!!
 Τι άλλο να ποθούν οι ανθισμένες αγκαλιές μου;
 Στο βλέμμα σου,
 θα λικνιστούν οι καρποί,
 που κρέμονται άπραγοι.
Ο ερχομός
σου θα φωτίσει τον ήλιο.
       Μια αράχνη,
 εμπόδισε τη φωνή…
κουκούλωσε την Ανατολή
 και καταμεσής στη αδελφοσύνη,
 βούλιαξε η καμπάνα του Εσπερινού.
 Η καταιγίδα πήγε ναπαγκιάσει πίσω απ το βουνό.
 Καθένας μπορεί να δει πίσω απ το βουνό του Εαυτού του.
 Θα δει, ξάστερη την πνοή του, στο είδωλο μιας εσωτερικής του διάθλασης.
       Στο είδωλο,
 που κατοπτρίστηκε εδώ, εκεί, στα χείλη, στο στήθος και βρίσκει την αγνοημένη του παρένθεση,

 μέσα στην αφρούρητη ημισέληνο, της πιο γλυκιάς του νοσταλγίας.

πωλειται...

       

       Πάντα ξέχναγε την ταυτότητά του, στο άλλο του σακάκι, σαν έπεφτε στο τραπέζι το θέμα, ηλικία. Έμενε πιστός στη χρονιά, που τον βόλευε. Δικό του αποθυμένο, να μείνει λίγο, έως πολύ πίσω. Είχε βάλει ένα όριο και αντλούσε, σαν από ξεροπήγαδο νερό, τα χρόνια με το τσιγκέλι. Ήταν το μόνο που μπορούσε να ελέγξει από τη ζωή του, η ηλικία του. Μόνο εδώ, ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
       Ποιος μπορούσε νανακαλύψει, την κρυμμένη καλά, ταυτότητά του;
       Βρέθηκε σε τόπο, που η καταγωγή του, ήταν αιτία για προσπεράσεις. Βάλθηκε να γίνει κάτι μεγάλο, κάτι σπουδαίο, κάτι που να ξεχωρίζει. Πάντα όμως σκόνταφτε, στην καταγωγή και στο πιστεύω του. Άλλο Θεό αντάμωνε, σαν αποφάσιζε να προσευχηθεί.
       Κλείδωσε, λοιπόν, καλά στο σκοτεινό θάλαμο, το ανεμφάνιστο φιλμ του παρελθόντος του και στρώθηκε να ζωγραφίσει εικόνες άλλων, για δικές του.
       Του βάραινε το στήθος, ακόμα και κείνη η χαρακτηριστική μυρωδιά του και χαράμιζε, όλο του το χαρτζιλίκι, σε σπάνια αρώματα.
       Ξέρετε, οι άνθρωποι, έχουν μια δική τους μυρωδιά και είναι για τον καθένα ξεχωριστή, μοναδική, αναγνωρίσιμη και μη επαναλαμβανόμενη. Είναι κάτι σαν το ΑΦΜ του καθενός μας. Ξεχνάς τα μάτια, το ύψος κάποιου, αλλά η αίσθηση που τρέχει στον αέρα σαν φυσάει, αντανακλά την ταυτότητά σου. Κάποιοι δεν την αντέχουν και καταστρώνουν σχέδια αρωματικών στόχων, μα εκείνη επιμένει, όσο κι αν η χημεία κάνει θαύματα.
       Δύσκολος ο δρόμος που διάλεξε. Έπρεπε όμως να τα καταφέρει. Νοίκιαζε τη ζωή του, και το θέλω του, αρκεί να τα κατάφερνε. Το σχέδιο απλό, μα με μια σαρακοφαγωμένη, δική σου ταυτότητα, πόσες αρθρώσεις σου, μπορούν να σκληρήνουν, από αληθινές και αναίμακτες απολαύσεις; Καταχώρησε στα αζήτητα, ακόμα και δυο δάκρυα, που θα απάλυναν, την πληγή του ξεπουλήματος.
       Σαν έγερνε στο προσκέφαλό του, ο ιδρώτας, μαρτύραγε την ταλαιπωρία της νύχτας και κείνη την επιμονή των χημικών, στις αποτυχίες,      
       Όταν ζεις όμως, με το ενοικιαστήριο καρφωμένο στην πλάτη σου, ποιος  Θεός, θα σου εμπιστευτεί, να κουβαλήσεις άνθρωπο και ομορφιά, σε άνισες αναμετρήσεις;
       Τότε ο νόμος της ζούγκλας αναβιώνει μέσα σου και στήνεις μνημεία, μόνο για αποτυχημένα οράματα. Ψάχνεις στην αρχή, τα μάτια σου, σε χιλιάδες αντικατοπτρισμούς, μα σαν περάσεις το κατώφλι της προσαρμογής, αναζητάς καλύτερη τιμή, στον πλειστηριασμό σου. Δεν ατενίζεις το στόχο σου, εκεί ψηλά, γιατί για σένα, όλα σταματάνε, κάπου στη μέση. Και την ημέρα που θα ορκίζεσαι, για το πτυχίο μιας επιστήμης, δεν υψώνεις το χέρι στην Τριαδικότητα, γιατί ξέρεις καλά, ότι και το πτυχίο σου δανεικό είναι. Μένεις, τελικά, εκεί πίσω, απ όπου ξεκίνησες και αρχίζεις να ξεπληρώνεις τα χρέη, του δικού σου μηδενικού πιστεύω.
       Φτύνεις από αηδία τον εαυτό σου, στον καθρέφτη της άναυδης αξιοπρέπειάς σου και παραγγέλνεις αμέσως το καινούριο κουστούμι, του… έγινα κάποιος έστω και με το ξεπούλημά μου.
       Πώς νανταμώσεις την ομορφιά της άδυτης κοσμογονίας, πώς να σηκώσεις τα μάτια σου, στα χρώματα της ανατολής, όταν το πετσί σου, έχει ακόμα εκείνη τη μυρωδιά, του ότι δόθηκες αντιπαροχή-σε καλή τιμή όμως-και τώρα σηκώνουν ορόφους στις πλάτες σου;
       Στρώνεις υποχρεωτικά γαμήλια κρεβάτια για τους άλλους και κρατάς τον παλιό ξύλινο σουμιέ, ότι σου επιτρέπουν και το αναγράφει καθαρά το συμβόλαιό σου.
       Σταμάτησαν πολλοί στο δρόμο σου και σεμπιστεύτηκαν, κάποιοι σου άπλωσαν και το χέρι τους, να περάσεις αντίπερα, αλλά πού έμαθες, ότι υπάρχουν ζεστά χέρια και ανοιχτές αγκαλιές;
       Οι όροι, ήταν σαφείς.
       Σου δώσανε όνειρα, μόνο με τα δικά τους στοιχεία, γιατί απλά, είχες την τύχη να είσαι ΜΙΚΡΟΣ.
       Πες μου τώρα, ανώριμε και άγνωστε πτυχιούχε, με το ιδιόκτητο πια ρετιρέ σου, τι χρώμα έχει ο εξευτελισμός σου;
       Δος μου τον ορισμό της παραπλάνησης και διάβασέ μου μια αράδα γραμμένη μόνο από σένα. Αλήθεια, έγραψες ποτέ κάτι, μόνος σου;
       Ούτε καν μια πλαστή ταυτότητα, που την έχεις τόσο ανάγκη, κατάφερες ναποχτήσεις και αναγκάζεσαι, να παίζεις κρυφτό με τα χρόνια σου.
       Ότι σου έμεινε να ελέγχεις και να επιβάλλεσαι, βγάζοντας το αποθυμένο σου είναι, δείχνοντας το πτυχίο σου, να μαζεύεις πεταλουδίτσες στο φως.
       Όραμα μεγάλου και σπουδαίου ανδρός, η αριθμητική υπεροχή, στην αδέσποτη ηδονή, που μετουσιώνει αμέσως το ζώο, η μάλλον το ζωάκι. Ο στροβιλισμός, γύρω από την αναμμένη λάμπα, δίνει πάντα, ανυποψίαστες και αναλφάβητες, ρομαντικές συνευρέσεις, στον ένα και μόνο κραυγαλέο θρίαμβό σου.
       « Επιτέλους… κλέβω και εγώ κάτι, έστω και αν δεν τολμάω ποτέ να το δείξω ».

       Και έμενε πάντα, έτσι κρυμμένος μαζί με την αληθινή του ταυτότητα, το ζωάκι μας- που είχε όμως όνομα και πτυχίο-να καταγράφεται στα μητρώα της πολιτείας, ως επισκέπτης, αγνοούμενης σελίδας.
       Ας μπορούσε να μαζέψει το νήμα ανάποδα και να ξαναβρεί την αρχή του!!!
       Ας είχε πισωγύρισμα, η κατά λάθος και νόθα πορεία του!!!
       Δεν θα πήγαινε ποτέ σε ορκωμοσία πτυχιούχων, δεν θα έμπαινε ποτέ σε λοταρία!!!


       ΦΙΛΕ ΜΟΥ, είναι μεγάλο ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ, να κατέβεις στη θάλασσα για το ουζάκι σου και να κοιτάξεις το λιόγερμα με το ΚΕΦΑΛΙ…….. ΨΗΛΑ……….        

λογια.....

Ήθελα…
 να στρώσω τις στράτες με αφτιασιδωτες ορμές,
ήθελα…
 να λευτερώσω τις θύελλες
 και να γράψω την ιστορία ανάποδα.
 Αναδιπλώσεις θα πεις και θα κρατηθείς μακριά από της μοίρας τα παραληρήματα,
 αλλά θα σε καταλάβω ακριβέ μου,
 θα ντυθώ την πανσέληνο να φωτίσεις ταπομεσήμερο,
 μόνο για να ζαβώσω το μαχαίρι στο ακόνι σου…
 έτσι…
 για να νιώσω την πληγή βαθιά και να απολαύσω τον θάνατο, που δεν με άντεξε και ξελογιάστηκε με φτηνές αναπολήσεις.
Δεν είχα αίμα, να ποτίσει τα ρίζα των βωμών που με θυσίασες, δεν είχα κορυφογραμμές νακουμπήσω την γύμνια μου

 και ντράπηκα που σουδωσα μια χούφτα εσπερινό να με κοινωνήσεις..

Σάββατο 11 Απριλίου 2015

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Ροδοσταμα η αγαπη….
Νύχτα μαγικη…νύχτα δαφνοσταφανωμενη….
Νοτα από αρπα, στα δαχτυλα νεανιδας…
Κρατα μας καθαρια την θωρια….
Δος μας τα ματια, να ατενισουμε τους λεμονανθους ,
Των αγκαλιασμενων λογων
Και κανε μας κοινωνους….
Των υπερτατων αξιων…
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ…

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

ΙΔΕ..Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ....


Ι
μάτιο παράτολμων αντιλήψεων, τον ονομάτιζαν οι παράγραφοι των ανατριχιαστικών περιφορών, την ανείδωτη δική του Αναστάσιμη εποχή. Χρόνια πάλευε με το άδικο, που του δειγματιζόταν στην κάθε στροφή του δρόμου του.

Δ
ιαδρομές για άνομβρα πειράματα, που αναγράφονται στα κατάστιχα των καταρρακωμένων σχέσεων, καταστάλαξαν στο δικό του καλντερίμι και άκουγαν πάντα στο όνομα των  κατασπαταλημένων χρόνων του. Κίνησε μόνος, με το φόρτωμα του άχαρου ρόλου της εγκατάλειψης και έκαμε τις περιφορές των εικόνων, δικές του μοναδικές ικεσίες στον ωροδείκτη που ακινητοποιείται ζητωκραυγάζοντας τις μεγάλες του νίκες.

Έ
ταξε τη ζωή του στα μεγάλα καθήκοντα της ζήσης και αναρριχήθηκε στους ουρανοξύστες του πόνου, λες και το μαγκάλι της χαράς, άναβε μόνο για να ζεσταίνει τους άλλους. Πήρε στο κατόπι μια οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία και την περίφερε ανά τον κόσμο, στοχεύοντας να την νικήσει, μιας και είχε καλά γαντζωθεί στον ώμο ενός παιδιού, μόλις δέκα χρόνων. Ανομολόγητες στοές περιδιάβηκε, μέχρι νακουστεί το ύστατο και μεγαλειώδες «αποτυγχάνω». Θρονιάστηκε έτσι αδιάντροπα στην ψυχή του, θέλοντας να ανεβάσει τον πήχη του πόνου, σαν να έπαιρνε bonus από τον μεγάλο κερματοδέκτη της ανικανοποίητης τάφρου.



Ό
ταν έφτανε η Μεγάλη Εβδομάδα, όταν το πένθιμο των ήχων, γινόταν το δικό του στρωσίδι των αμαρτιών, που στρογγυλοκάθονται και αναθεματίζουν τις μεγάλες αντιξοότητες, τότε ο θρήνος γινόταν μακρόσυρτος γιατί ο άνθρωπος τούτος είχε απαντήσει άπειρες φορές τα καρφώματα και μάλιστα πάντα στο χρώμα του άδικου. Τον συναντούσαμε πολλές φορές να παραμιλάει στους δρόμους και με το κεφάλι σκυφτό αναμάσαγε τις μέρες, δίνοντας λάφυρα στη μοίρα του, τα μισόγυμνα πόδια του.




Ά
νθρωπος καλλιεργημένος και περήφανος. Είχε ταλέντο στη ζωγραφική μόνο που τα χρώματά του ήταν πάντα μουντά και άχρωμα. Αράδιαζε τους πίνακες του στο μικρό ανήλιαγο καμαράκι του και τους καμάρωνε μόνος του, μιας και κανείς δεν καταδεχόταν να κάμει ένα σταμάτημα στο φτωχικό του. Ήταν εκ πεποιθήσεως αδάμαστος στα πρέπει και δεν πρέπει, μα την μοναξιά, του τη φόρτωσαν λόγω της διαφορετικότητάς του. Χαλάλιζε όλες του τις οικονομίες, μέχρι και το τσιγάρο στερήθηκε κάποιες φορές, αρκεί να κατάφερνε να σπείρει ένα χαμόγελο στον άγνωστο διπλανό του.

Ν
όθες λέξεις συνέλλεγε πάντα και για ευχαριστώ ότι άκουγε ήταν η περιφρόνηση και η λήθη. Δεν τα είχε σίγουρα ανάγκη τα ευχαριστώ κανενός, μα πάντα παραπονιόταν για μια καλημέρα που ανθρώπινα του στερούσαν. Ναι μόνο αυτό ζήταγε. Μια ξημερωμένη καλημέρα. Τίποτα παραπάνω.


Θ
αρρείς και θα τον καταβρόχθιζαν για όλα τα όμορφα που έσπερνε, την ώρα που ο κόσμος ήταν γεμάτος από την αδιαφορία και το πισωπλάτισμα σε κάθε σπάνιο που φυτρώνει και μάλιστα χωρίς καμιά περιποίηση, χορταράκι. Όμως τούτο το κοντόημερο οι αντοχές του τον πρόδωσαν και έπεσε του θανατά. Δεν έβρισκε κανένα λόγο να περάσει το στενογιόφυρο και δεν είχε καμιά ελπίδα να προστατεύσει.

Ρ
άγισε πολλές φορές η καρδιά του με τις στεναχώριες των άλλων , παζάρεψε χίλιες φορές τα δικά του θέλω και έκαμε άλλες τόσες φορές μεγάλη απουσία στη ζωή του τον δικό του εαυτό. Λογάριαζε να πάει κάποτε στο Περού. Εκεί στα μεγάλα περπατήματα των Ίνκας. Στα υψώματα του macchu picchu. Εκεί ήθελε να γράψει έναν επίλογο για μικρούς ασκητές και σαν απόκληρος των εικοστών πρώτων εορτών, να ζωγραφίσει το γέρμα στα χρώματα της Ανατολής.

Ω
ραίες εικόνες για σπάταλα μυαλά και κατασταλαγμένες αντιλήψεις. Πόσο μακριά νυχτωμένοι είμαστε και πόσο πιαστήκαμε στο ύπνο, δείχνοντάς  του το δικό μας εδώ και κάνοντας την πλάνη μας, πράξη Μια. Έτσι έγειρε αποκαμωμένος και δώρισε την εικοστή του ώρα, παράδειγμα στα ανέκφραστα πάθη μας.

Π
ού θακουμπήσουμε τα αναστάσιμα λόγια μας και πού θα κρύψουμε την γδύμνια της απροσωπίας μας, σαν βάλαμε εμείς οι αναμάρτητοι πρώτη τον λίθο της εγκατάλειψης «ενί τούτων των αδελφών μας των ελαχίστων»; Πού ακριβότερη πλάνη να βουτηχτούμε από το να κρατάμε ακόμα την σφραγίδα του ανθρώπου;

Ό
μορφα τα καταφέραμε, ας πλαγιάσουμε ήσυχοι απόψε. Έτσι κι αλλιώς ο Άνθρωπος σταυρώθηκε να σώσει τις δικές μας αμαρτίες. Είμαστε πλήρως καλυμμένοι. Θα βάλουμε τα καλά μας και θα ακολουθήσουμε τον Επιτάφιο. Στο ίδιο έργο κάθε χρόνο θεατές και πρωταγωνιστές.

Σ
ύρατε λοιπόν τον Λαμπριάτικο χορό θριαμβευτές. Βάλτε τραγούδια όμορφα πάνω σε τάφους απανθρωπιάς που καταφέραμε να στήσουμε και ανασκουμπωθείτε για τα αυριανά μας κατορθώματα. Κανείς δεν θα μας κατηγορήσει, γιατί η πάστα τους είναι ίδια με την δική μας. Κανείς μας δεν θαναζητήσει το φίλο μας που ψυχορραγεί γιατί απλά επέλεξε να είναι διαφορετικός από τη φτήνια μας. Ξεχάστε τον, μέσα από την ξεχασμένη ζωή του και αφήστε τον μονάχο να ψάλει τον Επιτάφιο Θρήνο και φέτος.



Αλήθεια πώς αντέχει ο ήλιος και με ζεσταίνει ακόμα;