Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

παρουσιαση βιβλιων





















Στην «ΠΑΛΙΑ ΑΓΟΡΑ», έναν μαγευτικό χώρο φιλοξενήθηκε η παρουσίαση των ποιητικών συλλογών
Στο Βράχο της Ανδρομέδας
Ιδέ ο άνθρωπος΄
Μεγάλη συγκίνηση να ανταμώσω φίλους και συμπορευτές.
Ένα ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ...ΣΕ ΟΛΟΥΣ...
ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΓΕΜΙΣΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΕ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ...
ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΡΙΖΟΜΥΛΟ...
ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ...
ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΛ..
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ...
ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΝΕΛΑΒΑΝ ...
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΨΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Η ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ
Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΚΗ ΨΥΧΟΓΥΙΟΥ ΠΟΙΗΤΡΙΑ
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ,ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ Η ΠΕΠΗ ΣΠΙΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ...
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΣΚΕΠΑΣΤΟΥ
ΤΗΝ ΝΤΟΡΑ ΚΑΤΣΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΡΧΑΙΟΛΌΓΟ,
ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΓΡΙΒΕΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΑΝΙΝΑ ΜΠΑΖΑΙΟΥ-ΓΡΙΒΕΑ,
ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΗ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΕΛ
ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΡΟΥΒΑΛΗ,ΓΝΩΣΤΟ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ ΤΟΥ
ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΗΜΑΡΧΟ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΨΥΧΡΑΜΗ
ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΚΟΥΛΟΥΡΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟ
ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΗ ΣΑΙΤΗ ΠΡΌΕΔΡΟ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ. ΙΩΝ.
ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΧΑΛΜΟΥΚΟ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΑΓΕΙ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
ΤΟΝ ΦΩΤΗ ΤΟΝ ΜΑΝΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΧΟΥ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΥ
ΤΟΝ ΧΑΡΗ ΤΟΝ ΜΑΝΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ
ΤΗΝ ΙΣΜΗΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΡΟΥΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ.
ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΓΡΗ,ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΧΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΗΣ.
ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ...ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΔΕΝ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΧΩΡΙΣ ΡΙΖΕΣ.
ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΕ ΟΛΟΥΣ...
Η υπέροχη αυλή της ΠΑΛΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ γέμισε με κόσμο.
Η φιλοξενία μοναδική. Η φίλη μου και παλιά μου συμμαθήτρια Ελένη Τσαγρή μαγείρεψε η ίδια για μας, με αγνά υλικά, σπιτικό φαγητό και έκλεισε η βραδιά με ένα ποτήρι κρασί από τον Άγγελο Ρούβαλη.
ΤΕΛΙΚΑ...Η ΑΚΡΙΒΗ, ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ...

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Τέφρες ονείρων.


Τέφρες ονείρων.

Στα αζήτητα του νεκροτομείου έμεινε, για μήνες. «Άγνωστος άντρας, κοντά στα εξήντα, μαλλιά σγουρά γκρίζα, ενενήντα κιλά περίπου, μετρίου αναστήματος, αιτία θανάτου… τραύμα από αμβλύ αντικείμενο 15 εκατοστών, στην θωρακική χώρα» το σημείωμα στην πόρτα του ψυγείου.
Άδοξη περιπλάνηση, αντιφατική ζήση, το παγωμένο νεκροκρέβατο, μύριζε τον ανοιξιάτικο θάνατο που σφράγισε μια μίζερη ζωή, αλλά απάλυνε την μοναξιά με μια παρέα από μοναχικά και ανώνυμα κορμιά.
Δεν είχε στάχτες στο πάτωμα. Πεντακάθαρο ήταν. Το ήξερα ότι οι αποτεφρώσεις γίνονται με τιμές και η στάχτη, δίνεται σε λήκυθο. Όλα τα ήξερα με τα λίγα γράμματα που έμαθα. Και εκεί στα απομεινάρια της κορεσμένης μοναξιάς, δεν χωράνε συναισθηματισμοί, ούτε τα γιασεμιά μοσχοβολάνε. Βρωμάνε σαπίλα οι ανήλιαγες ζωές και κλειδώνονται στο κελάρι του πουθενά κάτι στασιαστές των ηθών.
Ναι ρε Μαρινάκι, ήθελε σπάσιμο το κεφάλι μου.
Έτσι ξερό  που ήταν… και να πεις ότι δεν είχαμε έστω ένα σκουπόξυλο. Ένα κάτι, ρε Μαρινάκι, μπορούσες να χρησιμοποιήσεις. Ήμουν βλέπεις ξεροκέφαλος, καλά ντε και επιπόλαιος και κομπλεξικός .
Εσύ τα φταις όλα, ρε Μαρίνα. Ναι εσύ. Ήθελα να λογίζομαι κάποιος. Μπας και έμαθα γράμματα; Ποια Αμέρικα; Άρον- άρον γυρίσανε πίσω και με αμανάτι τη Μαιρούλα. Τυχερή αυτή. Γεννήθηκε έξω και μαζί με τη μάνα και τον πατέρα, όχι σαν εμένα, παρατημένο  στα σκέλια της Βαγγελιώς. Πώς να τους συγχωρήσω, τους γέρους μου γιαυτό;
Ένα ατίθασο αγρίμι έγινα και δεν υπολόγιζα κανέναν. Και μιας και έμαθα στο κοκό, που να αφήσω θηλυκό για θηλυκό; Να είμαι κάποιος.
Πού την γνώρισα την αγάπη να ξέρω πώς είναι; Όχι σε ρωτάω, πότε την απάντησα;
Το τρέμουλο αυξήθηκε από την τσαντίλα και η γόπα έπεσε στο μισογεμάτο ποτήρι, με το κρασί. Κερασμένο ήταν, χαλάλι θα πήγαινε; Ασυναίσθητα έβαλε το χέρι στην τσέπη του πουκαμίσου του, αλλά ούτε σεντ. Τρύπησε και τούτο το παπούτσι και το πόδι μούσκεμα. Όλα ψεύτικα τα φτιάχνουν. Ούτε 5 χρόνια δεν τα έχω. Και πού πάω και φθάρθηκαν; Πού έχω να πάω, δηλαδή;
Κι άλλον φέρανε σήμερα, στο παγωμένο φορείο για νεκροψία. Πνευμονία, είπανε έπαθε ο δύστυχος και πήρε θέση στην παρέα μας.
Γείτονας και αυτός, στα αζήτητα. Νούμερο 22. Περιφρονημένοι, απόκληροι και δίχως κανέναν. Και εκείνη η χοντρή, έρχεται κάθε πρωί να σφουγγαρίσει και  βγάζει όλες τις κακίες των γυναικών πάνω μας.
Καλά να πάθετε ρεμάλια. Ποιος ξέρει ποιανού διαόλου γέννα είστε και πόσα κάνατε πριν καταλήξατε εδώ; Μετά σαν να συνερχόταν από κώμα, ο Θεός να τους συγχωρέσει τους κακομοίρηδες, μια σακάτισσα μοίρα τους πέταξε στα αζήτητα.
Και τους έκανα το βίο αβίωτο. Έτσι κάνουν οι άντρες. Έτσι έκανε ο μπεκροπαναγιώτης στο χωριό. Πήγαινε με όποια ήθελε και άμα γύριζε σπίτι, ξυλοφόρτωνε την κακομοίρα τη Θοδώρα.
Οι γυναίκες δεν θέλουν λύπηση, Νίκο παιδί μου.
Να η σκύλα η μάνα σου, σε παράτησε με δυο γέρους .


Έλα . Κάθισε δίπλα μου, εδώ μην ντρέπεσαι,  εδώ κοντά μου , κολλητά  μου, ντε. Εγώ κοκκίνιζα από την ντροπή μου, να βλέπω ξέσκεπα τα πόδια της και εκεί κάτω από την  σηκωμένη φούστα. Πάρε μια καραμελίτσα Νίκο μου, είναι από τις καλές . Ξέρεις τι λέω; Έτσι μόνος που είσαι να παίζουμε μαζί.
Και να, οι καραμέλες! Ήτανε από εκείνες τις καλές, που δεν φέρνανε στο μπακάλικο του χωριού.
Και έπαιζα συχνά με την Βαγγελιώ την γεροντοκόρη, κάτι παιχνίδια!

Κοίταξε τον ξεθωριασμένο καθρέφτη και έφτυσε με δύναμη. Τέλειωσαν και τα τσιγάρα. Αναθεματισμένο, που το ξανάρχισα. Και να χα τουλάχιστον λεφτά; Τράκα στην τράκα, καπνίζω. Και το πάω μέχρι τη  γόπα. Ρημάδι θα με σκοτώσεις. Και έμπηγε τα γέλια.
Κάτι τρανταχτά γέλια! Σιγά που θα διαμαρτυρηθούν οι γόπες και θα με στερηθούν. Κάνουμε μια παρέα τούτο το χρόνο! Και τούτο το καταραμένο μάτι! Όσο πάει και γουρλώνει. Από τα νιάτα μου είχα τούτον τον μπελά, αλλά παράγινε τώρα. Μεριά  η ανέχεια, μεριά οι στεναχώριες!

Όμως η Έλενα! Σωστή κουκλάρα. Την ορέγονταν όλοι οι φίλοι μου. Αλλά ήταν δικιά μου. Σκατά στα μούτρα μου, δικιά μου. Εκείνο το κάτι που θέλουν οι άντρες, ποτέ δεν το γεύτηκα. Και καψούρα εγώ και στα πατώματα, όταν έφυγε για την Κύπρο. Πήγα και τη βρήκα. Τόσο ρεζίλης ο Νίκος. Ο σπουδαίος με τις γυναίκες.
Φτού σου βλάκα. Βρήκες το μαστορά σου.  Με γύρναγε στις παρέες της, σαν το σκυλάκι της – λάφυρο, να σπάει πλάκα- και σάμπως πήρα μεζέ; Τόσα έξοδα έκαμα. Εκεί με έβριζε, από βλάκα, σε λιγούρη, με έλεγε και δος του, κορίτσι μου, εγώ.
Τούτο το πανωφόρι, πάλι ξηλώθηκε. Μα είναι κατάσταση αυτή, να σου φέρνουν ένα κρασί δίχως έστω δυο ελιές, μια σαρδέλα, ή μια φέτα ψωμί.
Νάναι καλά ο παπά-Χαράλαμπος. Με φιλεύει καμιά λειτουργιά. Να προχτές μου έδωκε και ένα μπουκάλι κρασί. Και τα παπούτσια δικά του είναι. Και δεν είμαι και άνθρωπος της εκκλησίας, αλλά απαγκιάζω κάτω από τις σκάλες και δεν μου λέει τίποτα.
Τα κυπαρίσσια κάνουν καλό ίσκιο. Σέρνουν τις ψυχές σε φαγοπότια περιωπής. Εκεί βάλανε και το Γιώργη τον Αφρικάνο. Ανάθεμά τον και έλεγε θα τον κληρονομήσω, τον άκληρο. Τώρα να δω, τι θα μου πει…
Και εκείνη η στάχτη του τσιγάρου, πάντα στο κρασί μου έπεφτε, σάμπως να ήθελε εκδίκηση. Άτιμο μυαλό… και να σε πετύχαινα μοναχό σου!
Α ρε Μαρίνα!
Είπα να στρώσω μια δουλειά δικιά μου. Αλλά η κατάρα της απόρριψης και του σπασμένου εγώ, θα με άφηνε να πετύχω; 
Για κάτι να ξεχωρίζω.
Να τώρα δεν είμαι κάποιος; Πληρώνω, γιατί είμαι κάποιος, και βρίζω και προσβάλω και κουρελιάζω. Υπάλληλοι μου, αποτυχημένοι και απόκληροι είναι, πού θα είχαν στον ήλιο μοίρα, αν δεν βρισκόμουν εγώ; Αφεντικό είμαι. Θα βρίζω όσο θέλω. Αλλά πληρώνω. Και στην τσέπη μου δεκάρα τσακιστή, δεν έμενε. Με σκισμένο βρακί κυκλοφορούσα. Όχι δεν υπερβάλλω. Μα θα μου πεις, ποιος θα έβλεπε, το βρακί μου;
Είχε μια μέρα έξω! Χαρά Θεού. Συνήθιζα, να κάθομαι στο παράθυρο και να χαζεύω τους περαστικούς. Και ήσουν εσύ! Σωστή Λαφήνα. Με φινέτσα, ανεμελιά και ένα ταμπεραμέντο! Στύλωσα τα μάτια και ονειρευόμουν.
Την έστηνα λοιπόν, κάθε πρωί κατά τις 10 και περίμενα…
Χάιδεψε τα γένια του, σαν να είχε ανάγκη μια τέτοια θύμηση. Φέρε ένα ποτηράκι Κυρ Κώστα, το αναθεματισμένο τσιγάρο πήγε και έπεσε μέσα.
Στην υγειά της Μαρίνας μου να πιώ. Δεν ξέρεις για τι θηλυκό μιλάμε; Γυναίκα που δεν κυκλοφορεί εύκολα. Ήταν η Μαρίνα μου, Κυρ Κώστα.
 Κορμί ηφαίστειο! Όλα τα θυμάμαι… Μυαλό; Αυτό κι αν ήταν.
Γυναίκα σου λέω… τι γυναίκα, δηλαδή, γυναικάρα. Και στα δύσκολα;
Μπροστάρης, με στήριξε, όταν όλοι με παράτησαν. Εγώ είμαι εδώ, έλεγε. Εγώ.
Το κοριτσάκι μου, το στήριγμά μου, αλλά ο άμυαλος την έκανα να φύγει. Και να τα χαΐρια μου. Αν την είχα παρακαλέσει, αν ήμουν αλλιώτικος!
Φαντάσου τι άξεστος ήμουνα –καλά που με ανέχτηκε και τόσο καιρό- που βγήκαμε στην ταβέρνα και εγώ αφοσιώθηκα στην τηλεόραση να βλέπω το μαντολίνο του στρατηγού… πως τον λέγανε. Γύρω μας οι άλλοι τραγούδαγαν, έπιναν και εγώ εκεί με το μαντολίνο. Γιαυτό σου λέω, τι να έκανε μαζί μου, μια τέτοια γυναίκα;
Το είχα χούι να χαζεύω τα πορνίδια στο ίντερνετ. Κωλαράκια μισόγυμνα και έπιανα παρτίδες. Κουβέντα όλη νύχτα, γιατί η ανωνυμία μου, με έκανε σπουδαίο, στα μάτια τους. Το έπαιζα και φραγκάτος και κολακευόμουν που άκουγα ένα σωρό μαλακίες.  Φτυσμένη τη Μαρίνα εκείνες τις μέρες. Εγώ ο σπουδαίος καρδιοκατακτητής. Την τύφλα στα μάτια μου, δεν ήξερα. Νόμιζα ότι πάντα θα έκανα ότι ήθελα.
Φτου σου βλάκα. Ρεζίλι. Και ο καθρέφτης, κάθε που ερχόταν ο Νίκος, γινόταν τίγκα στο φτύσιμο.


Ήταν πρωινό Αυγούστου. Πήρα την πετονιά μου ,λίγο ψωμί και τυρί για δόλωμα και κατέβηκα στην θάλασσα. Να ξεχαστώ λιγάκι και να αγναντέψω το πέλαγος. Να πω και δυο κουβέντες στη μάνα μου, στην Αμέρικα. Δεν ήξερα ακόμα να γράφω. Πού με άφηνες; Τόσο βάρος σου ήμουνα εγώ; Είχα πολλά να της πω και με πήραν τα κλάματα, έφαγα το ψωμί και το τυρί και ξάπλωσα ανάσκελα να κοιτάω τον ουρανό.
Εδώ μου χάνεσαι, λοιπόν πουλάκι μου; Δεν κρύβονται από την Βαγγελιώ τους. Έλα έχω καραμέλες. Έβαλε το χέρι μου στον κόρφο της και το ζούλαγε, το έτριβε, άνοιγε τα πόδια και όλο αναστέναζε. Σε πονάω; Την ρώτησα, με αφέλεια. Συνέχισε, είναι γλυκός πόνος. Και έτριβε με το χέρι της κάτω από την φούστα και εγώ στον κόρφο της, μέχρι που έβγαλε μια κραυγή και σωριάστηκε σαν σακί, στο βράχο.


Ένοχος κύριοι ένορκοι. Ένοχος. Την έσχατη των ποινών προτείνω.
Ένοχος ατιμίας. Τούτος ο άνθρωπος, το ανθρωπάκι τούτο,  δεν θέλει οίκτο, δεν θέλει ελαφρυντικά. Έσπειρε τέφρες ονείρων σε κάθε  κλαράκι που ζητούσε λύτρωση μοναξιάς και αποκεφάλισε αγάπες που γεννήθηκαν σε ώρες ευλογημένες.
Βούιζαν τ αυτιά μου, σαν να μου επιτέθηκαν χιλιάδες νυχτερίδες βαμπίρ και τσακώνονταν ποιά θα κάτσει στην κεντρική αρτηρία, να αρχίσει την αφαίμαξη. 
Α ρε Μαρινάκι. Και τι δεν θα έδινα να έρθεις έστω μια φορά να σε  δω. Να με βρίσεις, να με χαστουκίσεις, να μου πεις ότι θες, αλλά νάρθεις.
Μέρες είχα να την δω! Αλλά ήμουν απασχολημένος με μια πιτσιρίκα. Ξενύχτι, κουβέντα… Το πρωί - τι πρωί δηλαδή - στη μια πήγαινα στην δουλειά και αμέσως στο ίντερνετ, πάλι κουβέντα, πού μυαλό να σκεφτώ την Μαρίνα; Μα ήταν κόλαση τούτο το μωρό. Σάμπως θα το είχα ποτέ ζωντανά; Ας το απολάμβανα έστω έτσι.
Λέω να κατέβω Αθήνα μωρό μου. Μου πέταξε, εκείνο το πρωινό. Λάρισα έμενε. Θα με φιλοξενήσεις; Η άτιμη η κρίση και δεν έχω λεφτά. Να σε δω και από κοντά, να γνωρίσεις και τον γιο μου και πού ξέρεις; Μπορεί να ταιριάξουμε, έχεις και δική σου δουλειά.
Με έπιασε πανικός. Τι λέει;
Θα λείψω τούτον τον καιρό, σε ένα επαγγελματικό ταξίδι, δικαιολογήθηκα, όταν γυρίσω θα σε πάρω τηλέφωνο.
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε; Είσαι ψεύτης, είσαι αλήτης . για ποια με πέρασες; Με φλόμωσες, στα μωρό μου, κουκλίτσα μου και τέτοιες αηδίες. Για τα μούτρα σου λες είμαι; Ηλίθιε.
Το Χούι όμως βγαίνει μετά την ψυχή. Και εγώ ο εθισμένος στην ιδιοτέλεια της αγάπης, άλλαξα τροπάριο.
Μπαράκια… Εκεί που τα πανεπιστήμια είναι ακριβοπληρωμένες σάρκες, άσαρκων και ανελέητων βιασμών ψυχής.
Τα γκρέμισα όλα…

Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο.
Τι απενεργοποιημένο; Τι λες Μαρίνα; Πού είσαι;
Και πήρα και ξαναπήρα και άφαντη η Μαρίνα. Την έψαξα, που να με πάρει ο διάολος, πήρα όλους τους γνωστούς. Κανείς δεν ήξερε, ή δεν ήθελε να μάθω που είναι.
Θα φταίει ο καιρός. Έπιασε κρύο και τούτο το πανωφόρι, μπάζει. Τίποτα δεν μου φτουράει. Πονάνε και τα πόδια μου. Και τούτος ο σφάχτης, με πεθαίνει. Όλα τα έχω χάσει. Τίποτα δεν μου απόμεινε. Ούτε καν η αξιοπρέπεια. Ήταν και που έχασα και το γέρο μου. Είχα κάπου να μένω και η σύνταξή του!
Και είδα τη Μαρίνα στο ιντερνετ- είπαμε συνήθεια, το ιντερνετ- μετά από έναν χρόνο, στο πλευρό ενός μεγαλογιατρού. Κούκλα. Με εκείνο το χαμόγελο, εκείνη την αναγενησιακά ομορφιά, μια  κυρία! Το μετάλλιο άστραφτε στο στήθος της. Ξέχασα να σας πω. Ζωγράφος η Μαρίνα. Παγκόσμια διάκριση, η Μαρίνα μου. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένη, τόσο  χαρούμενη, που ζήλεψα τόσο, μα τόσο πολύ.
Σέξυ όσο ποτέ, με διακριτικά ανοιχτό το μπούστο, μπουκιά και συχώριο. Αποθήκευσα την φωτογραφία και αναπολούσα και βλαστήμαγα. Κοίτα γυναίκα που έχασα, για κάτι πορνίδια δέκατης διαλογής, που το μόνο που ήθελαν ήταν φράγκα. Σιγά μην τους ένοιαζε ο Νίκος. Λεφτά να είχε και ας ήταν κουτσός, στραβός, ανάπηρος.

«Μακαρία η οδός…»
Τα κυπαρίσσια πανηγύριζαν την  απόκληρη μοίρα μου και ζήταγαν χίλιους λόγους να μου δώσουν, έστω μια στάλα ίσκιο.
Η πομπή, δηλαδή εγώ, ανηφορίζαμε αμήχανα , για την οδό που ανέσπερα θα βάλει το μεγάλο φινάλε ή ποιος ξέρει;
 Την αρχή στο άγνωστο.
Ένα μνήμα προϋπήρχε, από πάντα… δίχως σταυρό.
Τον κουβάλαγα στην πλάτη από τα γεννοφάσκια μου.
Είχε  χαραγμένο τ όνομά μου, σε μια πέτρα,
 χορταριασμένο…και στα αζήτητα,
όπως ήταν πάντα η ζωή μου.



Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

ανυποτακτοι....λογοι...,


Μέτρησα τα παράλληλα σύμπαντα,
τις τροχιές των αδικοκαθηλώσεων,
όταν νεκροί αστερισμοί
καρφώθηκαν σε πασσάλους του γαλαξία.
Η ομορφιά πλέον,
ήταν θέμα αποστειρωμένων θαλάμων.
Μητρικοί λυγμοί
τερμάτισαν τα αποκαλυπτήρια
στοιχειωμένων κρατήρων ηδονής.
Απόκοσμοι θεματοφύλακες
των αστρικών σχηματισμών
το alter ego μου,
έγινε γυαλένια στα χαμίνια της αλάνας.
Τα χέρια μου μπλέχτηκαν στα μαλλιά της μέδουσας.
Η σάρκα μου
πέρασε στο απυρόβλητο του αποθνήσκω.
Ένας σταυρός έγραφε τ’ όνομά μου.
Τον κοίταζα χλευαστικά
μέσα από τα δικά σου ανύπαρκτα μάτια.
Εννέα η ώρα…
Καιρός να γυρίσω.