Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

με την πεπη Σπηλιωτοπουλου

Γευμάτισα
στης βλάστησης το μνήμα
και έγραψα
Το θέλω,
με αιθάλες.
Γιατί κρατούσες σκήπτρα,
σκήμνα λεόντων στη θωριά σου…
Λέαινες,
θάλεγα τα θέλγητρά σου,
δικέ μου,
κατάδικέ μου,
στρατηλατη,
Δικέ μου,
καταφανή μου,
αιθεροβάμονα…
Δικέ μου,
κατάδικέ μου,
αποστάτη,
που είπες την ωμή μας αποστασία,
μελωδία,
στο χρώμα,
που δεν αριθμήθηκε ακόμα….
Στον κόσμο των εικαστικών αναλφάβητων,
στην γη των ακατονόμαστων
Αντιγνωμιών…..
Μην ψάχνεις ειρμούς…
φώναξέ με να σου το μεταφράσω…
.ΜΌΝΟΣ.
Βουλα Μεμου

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

                               ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σκέπασε τα πόδια της με την μάλλινη κουβέρτα και μέριασε την κουνιστή πολυθρόνα,  δίπλα στο παραγώνι.
Γιορτινή η σάλα, του μεγάλου πετρόχτιστου σπιτιού και η θαλπωρή από το τζάκι, που έκαιγαν τα κούτσουρα, έφτιαχναν εικόνα, από το παλιό μας παραμύθι.
Περασμένα μεσάνυχτα, η ζωή της κυρίας Άννας, αράδιαζε στα χρόνια της όλες τις εμπειρίες και τη γλυκιά γοητεία, της τέχνης των γηρατειών. Περήφανη, αρχόντισσα σωστή, έρανε με εορταστικό άρωμα το σπίτι, αν και ήξερε ότι φέτος, θάταν ολομόναχη τις γιορτές.
Είχε η ίδια επιμεληθεί, για τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι, τυλιγμένα, σε κόκκινο σελοφάν.
Οι γιορτές, παιδιά μου, έλεγε στα γειτονόπουλα που της κράταγαν συντροφιά, πάντα επισκέπτονται το σπιτικό σου και πρέπει να τις φιλέψεις, ένα γλυκό.
 Μόνος δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει παρέα, μα αυτός, που δεν τον θέλει κανείς, για παρέα.
 Σοφές κουβέντες ξεστόμιζε, η γιαγιά πια, και ορμήνευε τα παιδιά, με κείνη τη γλυκύτητα στα μάτια και εκείνα κατάχαμα, γύρω-γύρω στα πόδια της, άρμεγαν τις ιστορίες της και καμιά φορά τάπαιρνε ο ύπνος, στο πάτωμα.
Παραμονή Χριστουγέννων απόψε και πώς φαινόταν με την πρώτη ματιά που έριχνες στο σπίτι της; Είχε καλοχτενίσει, τον κάτασπρο κότσο της και έβαλε και την καινούρια της ζακέτα. Η εγγονή της την έστειλε από την Αθήνα, με λεφτά από τον πρώτο της μισθό. Κοτζάμ γιατρός, έγινε η Αννούλα μας! Και πόσο το καμάρωνε!!!
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ήθελε απόψε να πάρει το δρόμο της προς τα πίσω και ναπαντήσει, εκείνη τη μακρινή παραμονή της Μεγάλης Γέννησης.

Τόστρωσε για τα καλά έξω. Ένα γόνα χιόνι, έριξε τη νύχτα! Τα ζωντανά, ήταν κλεισμένα στα χειμαδιά. Ποιος να ξεμυτίσει, με τούτον τον καιρό;
Χριστουγεννιάτικος καιρός, παιδιά μου, έλεγε ο παπά-δάσκαλος, σαν του παραπονιόσανται ότι κρύωναν, τα σχολιαρούδια του. Σάμπως είχανε τα καλοριφέρ; Μια ξυλόσομπα και εκείνη κάπνιζε του καλού καιρού, κάθε που έβανε βοριά. Όσο για ξύλα; Τα κουβαλάγανε, κάθε πρωί, από τα σπίτια τους. Αντί για τσάντα, παίρνανε ένα κουτσουράκι από το σπίτι, να ζεσταθούνε στο σχολείο.
Σε δυο μέρες κλείνουμε, για τις γιορτές. Εξάλλου βουνίσιοι είμαστε. Μην το ξεχνάτε και τον αντέχουμε το χιονιά. Είχανε ζεστά πανωφόρια, από γίδινο μαλλί, αλλά τα παπούτσια τους, φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιών, όλο και γίνονταν μούσκεμα.
Έτσι κύλαγε ο χειμώνας, έτσι ταλαιπωρούσαν την ανάγνωση και τη γραφή, όσο για τη φυσική, τη μάθαιναν από τα πειράματα της φύσης.
Γέρος πια και ο παπά-δάσκαλος, άλλωστε, ποιος θα πήγαινε σε κείνο το χωριό, που δεν το βρήκαν ούτε οι Γερμανοί, την κατοχή; Φιλάσθενος καθώς ήταν, με το πέσιμό του στο κρεβάτι, έκαναν και ένα μήνα να ψάξουν την πλάκα τους.
Πού τετράδια και μολύβια; Μεταπολεμική εποχή ήταν. Μια πλάκα και ένα κοντύλι, ήταν αρκετά για σύνεργα, στη μαθησιακή τους αναζήτηση.
Τέτοιες μέρες σαν γύριζαν σπίτια τους, ξεροστάλιαζαν γύρω από την ποδιά της μάνας, τρυγώντας με τα μάτια τους τα καλούδια των ημερών. Κουραμπιέδες, λουκουμάδες με φρέσκο πετιμέζι, μουσταλευριά και καρύδια σουτζούκι.
Έβρισκε, λέτε, άκρη για καλούδια, η  κυρία Άννα, μιας και τα δικά της καλούδια- ζωή νάχουνε- ήταν δεκατρία;  Μια θράκα παιδιά, έλεγε και καμάρωνε το βιός της.
Με τούτο το βιός, χόρταινε σαν βράδιαζε, τα μουδιασμένα της από την κούραση χέρια. 
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, σαν άκουσε τους ρεζέδες της ξυλόπορτας, να τρίζουν.
Γυναίκα, σας φέρνω μουσαφίρη. Πάντα γλυκιά και ήρεμη η φωνή του κυρ- Δημήτρη, που έφτανε κάθε βράδυ στο σπίτι, σφυρίζοντας.
Μικρόσωμος, κουρελής και ταλαίπωρος, ο μουσαφίρης.
Τίποτε δεν ρώτησε παρά συμπλήρωσε τα  πιάτα στο τραπέζι και τάκανε, δεκαοκτώ.[Είχανε βλέπεις και τα πεθερικά της, στο σπίτι τους]
Ο Γιώργης, γυναίκα, θα μείνει στο σπίτι μας. Θα γίνει οικογένειά μας. Μαγκούφης, ο κακομοίρης και ολομόναχος, τι θα μας κοστίσει; Ένα πιάτο φαΐ;
Ήταν βλέπετε, μικρή η φαμίλια του και ήθελε να την αυγατίσει και με το Γιώργη!!!!
Και έγινε ο Κοντόγιωργας, έτσι τον βάφτισαν τα παιδιά, άνθρωπος της οικογένειας. Και έμεινε μαζί τους μέχρι την τελευταία, της ζωής του ώρα.
Ήταν ένα βράδυ, σαν απόψε. Ακριβώς την παραμονή των Χριστουγέννων, του έτους… τι σημασία αλήθεια, έχει το έτος;
Τούτες οι σκέψεις στρογγυλοκάθισαν απόψε, στο άδειο, Χριστουγεννιάτικο σπιτικό της. Ποτέ δεν παραπονέθηκε και για τίποτα, η άγια τούτη γερόντισσα, μα ξημέρωνε και βράδιαζε, όλη της τη ζήση, με ένα: Νάχετε την Ευχή μου. Μοίραζε απλόχερα ευχές και ήταν τόσο από καρδιάς, που κάθε φορά και με κάθε ευχή που σκόρπιζε, φωτιζόταν το πρόσωπό της.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, τη συμμάζεψε από το ξεστράτισμα, στο χρόνο.
« Χρόνια Πολλά, γιαγιάκα ». Ήταν ο Δημητράκης, ο εγγονός της, ορφανό από τη Γκάνα, που υιοθέτησε, ο γιος της ο Γιάννης. Και τόλεγε, τούτο το γιαγιάκα, με μια γλύκα! Με το γιαγιάκα του Δημητράκη, ανάδευε τόσα όνειρα και ζέσταινε τόσες ελπίδες!!!
« Χρόνια Πολλά Μάνα Καλά Χριστούγεννα. Σε λίγο πετάμε. Αύριο θάμαστε εκεί Μόνη θαρρείς, θάκανες γιορτές, μετά από δεκατρία παιδιά; Θα γνωρίσεις και το Δημητράκη μου, Μάνα.».
Έκλεισε το τηλέφωνο και δακρυσμένη, ανακάτεψε, λίγο, τη θράκα.
Το σόι πάει βασίλειο!!
Νάχεται την ευχή μου!!!

Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα Γιάννη μου!!!! 

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Σκορπιες ανάσες

Σκορπιες ανάσες


θολες αναμνησεις, οι μαρτυρες της σιωπης.
Ξωτικα που αλυχτάνε σε ακροκεραμους .
Οι ρωγμες στην κουκλα,
Μανταλα για απελπιδες μονωδιες…

Τα ματια σφαλιζουν στις στροφες της ερημου…
Θα περασει παλι μια μερα, αστεφανωτη,
Θα σβησουν ταχναρια σου, σαν σε ομιχλης πνοες,
Θα γερασουν οι δειχτες
και θα σταματησουν  στο αυριο,
που δεν θα ξεμυτίσει με γιορτινα στολιδια.
Και συ ατολμε μοιρολατρη Ιεροφαντη,
Θα ξαναμισησεις δυο σφαλιστα ματια κορασιδας….

Βουλα Μεμου
Φωτο Γ.Ιωαννιδης  


Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

ευχαριστω

ελπίδας ασπρορουχα,
ζεφυρου χαδια.
Ψυχες ποτισμενες με αηδονολαλιες,
Σε κλωνους γιασεμιού,
Για Λιπασμα ανοθευτης τερψης,
Σε χουφτες, γεματες γιασεμια…

Το πεταγμα του γλαρου,
Σε καταρτια ευχων…


Σας ευχαριστω από καρδιας για τι;ς ευχες σας…
φωτο Γ.Ιωαννιδης

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Αιωνων….δικαιωση.

Αιωνων….δικαιωση..

λεκιασες τον τιτλο των θειων ορισμων
βουτώντας τον σε ερεβος πορνιων
και κατασπαταλησες ευλογιες ουρανιων δεησεων,
σε συντριμια απολογισμων.
Η οδυνη περιση για τις γενιες των κατοπινων,
Η καταδικη ανευ αναστολης.
Κλεμμένες ζωες θα τυρρανας σε ονειρα για διθυραμβους ανομιας
Και συλλογες καταρας, θα παιδεύουν λαφυρα ζωης.

Και συ…ασπονδε κωπηλατη της φτηνειας,
Αγριμι θα κρυβεσαι στην μεταληψη των Αχραντων ,
πληγες θα θεριζεις στο ονομα 
Μιας αθωας πηγης που στιγματισες.
Γιατι γεννηθηκες νοθος αγαπης,
Γιατι γεννηθηκες από αγευτο ποθο.

Οι Ερινύες κρυφτηκαν στο μενος των θεων
Ληστρικα μουδιασαν παλομενες χορδες,
Οι παιανες μοιρολογουσαν αλογα πλεουμενα,
Που στεριωσαν σε σαθρα σκαρια
Και λυτρωθηκαν…..
 στων επιταφίων τους θρήνους,
λεγοντας την καταρα….
αιωνων δικαιωση…

   Β.Μεμου

Φωτ.Γ.Ιωαννιδης

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Οδος αξιορεπειας αριθμος μηδεν

Οδος αξιορεπειας αριθμος μηδεν

Τρωκτικα λιποσαρκα,
Ταριχευμενα κορμια σε κασμιρια ιδοτελειας,
Σερνονται ερποντας στις λεοφωρους της τεφρας.

Φιγουρες ανίσκιωτες
 σε φασκιες σαπιων παραγαδιων,
ορφανεμενων φυλλων του φθινοππωρου,
στιγματιζουν απωλειες μνημης…

ρωγμες ποθων σε παθων στιβες,
αναζητουν απολεσθείσες  συνειδησεις,

σε πολιτειες λιοδεντρων.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

στα θυματα του βομβαρδισμου της ΒΥΣΩΚΑΣ

http://www.kalavrytanews.com/2016/11/blog-post_152.html
 ευχαριστω στην εφημεριδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS και τους συνεργατες της,για την φιλοξενια του ποιηματος μου εν οψει των εορτασμων του βομβαρδισμου του Σκεπαστου {Βυσωκας} Υποκλινομαι στο μνημειο των πεσοντων και ασ γινει συθημα μασ....
ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΕ ΤΑΦΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στον Τάσο Παπαφράγκο και τον Τάσο Ντάνο Μαθητές. Θύματα του βομβαρδισμού της Βυσωκάς 29 Νοέμβρη 1943

Στον Τάσο Παπαφράγκο και τον Τάσο Ντάνο
Μαθητές.
Θύματα του βομβαρδισμού της Βυσωκάς
29 Νοέμβρη 1943

Τα σεντουκια της οργης ,
Σφαλισμένα ….
επιταγη, της φυλης μας …
Οι νυχτες στριφωνουν ταχναρια της λήθης
σε πυρακτωμενα δακρυα.
Ατολμες οδυνες που δεν ξεπλυθηκαν με τα χρονια.
Όμως αηδονι μου νυχτοτραγουδιστη μου,
Σιμωσε του διαβατη τη γαληνη,
Ξυπνα τον από τον ληθαργο της ανοχης
Και πες του…..
Ναι πες του εσυ,
που ξερεις, να στοχευεις αστραπες,
σε χειλη σφιγμενα.
Πες του…
εδώ….
κοιμουνται δυο παιδια…
δυο μικροσχολιαρουδια…
που ουτε πουρναρι βρεθηκε, να γινει προσκεφαλι,
μονο λιθαρια ελουσε, το αιμα στο λαγκαδι.

Θερισανε τα’ άγι Αντρεος, στης Βυσωκας τα μερη…
 Αγουρες φυτρες…
-η αναμάρτητη σηψη- .
Γιατι…κριθηκαν ενοχοι….
Εσχατης αθωοτητας…``
ένα χειμωνιατικο απομεσημερο…
παραμονη τ’Αγιου του χωριου τους ….
Σαν κληθηκαν να παρουσιαστουν,
 στην στρατια των Αγγελων.

η ιστορια σε σταση προσοχης,
 ανατριχιαζει σε ξεκλιρισματα νεοσσων ,
που πληρωνουν βλασφημους εκδικητες,
εξυπνων βληματων.

Σκυψε διαβατη μου, γονατισε, στοχασου..
Τα λαφυρα και τουτης της σφαγης σπουδαια
Παιδια αμουστακα,
 σε μνηματα πολεμων
Ένα υφαδι που και σημερα, καλα κρατει.

Βαλε γερανια κοκινα,ολογυρα στην πλακα…
Να ξεθυμάνει το αιμα της ντροπης.
Το κοκινο…εχει ταχτει, να ξεμουδιαζει μνημες.
Ηταν παιδια….
με κοντυλι στο χερι….
Το μονο αποδεικτικο της προδοσιας  τους..
 

Μέμου Παρασκευή

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

στοες....

Αλυχτανε σε πορπη ιερειας,
Αγριμια με μουδιασμενα σαβανα μουμιας,
Καρφωμενα σε κλωνους ηλιοτροπιου.
Ρημαγμενη η θυμηση τραβαει σοκακια ανηλιαγα
Και στρωνει ασπροκεντια σε πολεις γεματες αιθαλη.

Νηματα, υφαδια και μελισοχορτο
Σερνονται σε αμουσες νοτες,
Τιθασεύοντας μελωδιες αρπας.


Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Ανυδρα επη…

Ανυδρα επη…

Πουλαρι ασελωτο,
σε αλωνι στοιχειωμενο
Βυζαινει των τειχων μου τους αρμους.
Ενοχες νυχτες
-σημαδι παρακμης
 και στραγγιδια λωτων-
στα περιγιάλια κοραλιων
και μενεξεδενιες προφητιες,
που ξεπλενουν σαρακοφαγωμενες πατημασιες
και μολυνουν αδιόρατα πληθη.
Εκει στεφανωσες το ποδοβολητό των Κενταυρων,
-στερφα νηματα αραχνουφαντης οντοτητας-
Και μήνυσες με γαλερες την αφανεια σου,
Ρημάζοντας σκύμνους λεόντων,
Σε αλλότρια ταφοληθια νεκρης πολιτειας,
Που ζωγραφισες …
Με δανεικα χέρια…  

Β Μεμου


Φωτ Γ.Ιωαννιδδης    

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

ΕΔΩ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…

ΕΔΩ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…

Καταμεσής το Νοέμβρη

« Μέσα από τα πλεμόνια του, έστελνε στους ανέμους του κόσμου, εκείνο το Παιδεία, Ελευθερία.
Δεν ήταν νεκρά γραφόμενα στοιχεία, και οι βασιλιάδες των Ίνκας μαρμαρωμένοι, δίχως όνομα, αρτηριακοί ρόζοι και φαγωμένα κύματα.
« Ο άνθρωπος, ήταν πιο πλατύς από τη θάλασσα »,κοχύλι και βύζαγμα, αποκαμωμένου τρεμουλιάσματος, υγράδα του βράχου, ασμίλευτης γραφής, και χορταριασμένες αντιλήψεις, μυστικής και νερένιας υφής.
Στα σιδερόφραχτα χτυποκάρδια του, οι ήχοι, ήταν οι γροθιές, ακλόνητων και τολμηρών υποκόπανων, στο αδιέξοδο του καιρού, σαν τόλμησε να χαράξει της λευτεριάς ταρχικά.
Δεν τα ξανασκάλισε κανείς, ο ήλιος τα δρασκέλισε, τα χείλη του ψωμιού αποκηρύχτηκαν, η δίψα του οξυγόνου θάφτηκε, ή βάφτηκε και άλλαξε όψη, από το αίμα και τη λησμονιά.
Η ανάσα και η σκορπισμένη μυρωδιά του, δεν χάθηκε, μα σαν ερωτοτροπούσα κορασίδα, χλόμιασε, στο πέρασμα του αργιλώδους βράχου και σωριάστηκε καταγής.
Από την ανεμπόδιστη σπίθα, φούντωσε η φλόγα της αγανάχτησης ,μέχρι τις πορφυρένιες ακροκοσμιές, μέχρι εκεί που στοιβάχτηκαν όλοι οι καιροί, στις αμμουδιές της δικής του ώρας και στους αφρούς της αβύσσου.
Και αφουγκράστηκα, λεύτερε επαναστάτη από ψωμί και λύτρωση, πορφυρογέννητη τη μήτρα της καταχνιάς και της καταπόνιας.
Μικρός εγώ, αθλητής  της λεύτερης αρένας, αληθινός και άνθρωπος, πασπαλίστηκα του αγώνα σου τις μυρωδιές και έτσι άγγιξα τις πέτρες της κάθαρσης.
Θα βροντήξω και εγώ, αν χρειαστεί, τη γροθιά μου, στην κόψη του σπαθιού, των αληθοφανών απολαύσεων, να βγει αίμα… να ζωγραφίσω ζωή….»

Μόνος του, τάγραψε τούτα τα βγαλμένα από την ψυχή του λόγια, να τα διαβάσει στο σχολειό του, τη μέρα της γιορτής.
Πρέπει να με πας παππού, είναι διαμαρτυρία αυτή η πορεία. Είναι και δική μας υποχρέωση. Ήταν ιερός ο σκοπός και ο αγώνας τους, εσύ μου τόμαθες. Το ξέχασες παππού;
« Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία » ήταν τα συνθήματά τους και μεις, οι νεότεροι της δεύτερης γενιάς, πρέπει να θυμόμαστε. Είχε καμιά δεκαριά μέρες, που τάλεγε και τα ξανάλεγε.
Ανήσυχος ο μικρός στα δεκαπέντε του, έδινε χρώματα στις μνήμες με την παιδική του αφέλεια. Έπιανε και το χέρι του στη ζωγραφική και από στήθους, μπογιάτισε έναν πίνακα, με το τανκ στη σπασμένη πόρτα. Του έκαμε και κορνίζα και το κρέμασε πάνω από το γραφείο του.
Σαν μίλαγε για το τότε, αλλά και για όλα τα ένδοξα της φυλής μας τότε, τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
Καθαρόαιμος Έλληνας και στις εθνικές επετείους, ντυνόταν πάντα με τη φουστανέλα του πατέρα του.
Έχουμε το μεγάλο χρέος, να θυμόμαστε. Έχουμε τη μοναδική ευθύνη, να κρατάμε τα σύμβολά μας ψηλά. Οι αγώνες δεν είναι πετροπόλεμος, ούτε κλέφτες και αστυνόμοι. Είναι θέμα τιμής και περιχαράκωσης των μεγάλων ιδανικών μας. Τίποτα δεν σας χαρίστηκε, τα κατακτήσατε με τους αγώνες σας, παππού – αγωνιστής της αντίστασης, ο παππούς του – και εμείς τα παραλάβαμε με την μόνη υποχρέωση, να τα διαφυλάξουμε στο ακέραιο.
Τούτη η μέρα είναι ξεχωριστή από όλες τις άλλες. Εδώ ο εχθρός ήταν ντόπιος. Δικός μας άνθρωπος, αλλά δέσμιος και υποκινούμενος, από ξένους. Εδώ η δουλεία ήταν διπλή, γιαυτό έχει αξία, η μνήμη να μείνει αναλλοίωτη. 
Με περηφάνια είχε μπει στη πορεία, με τον παππού του να επιμένει να τον κρατά σφιχτά από το χέρι.
Είμαι μεγάλο παιδί, για να με κρατάς. Μπας και φοβάσαι μην με κλέψει κανείς; Μουρμούριζε συνέχεια.
Τα συνθήματα του άρεσαν και τα φώναζε με σφιγμένη τη μπουνιά του. Ήταν και μερικά που δεν καταλάβαινε, αλλά σκεφτόταν: Ο ενθουσιασμός δεν έχει κάγκελα.
Όλα έγιναν ξαφνικά,…… εκεί στη συμβολή Πανεπιστημίου και Βασ. Σοφίας. Κανείς δεν κατάλαβε το πώς, από πού και το γιατί; Χωρίστηκαν κάμποσοι από την πορεία, εμφανίστηκαν άλλοι από το πουθενά, με κράνη, κουκούλες, μαδέρια και ο « σώζων εαυτόν σωθήτω ».
Οι από δω με μολότοφ, οι από κει με δακρυγόνα. Πέτρες, νεράντζια τα πυρομαχικά, ενάντια στα χημικά και τα δακρυγόνα. Ε! εκεί έχανε ο Κύριος το μπούσουλα. Πιάστηκαν και σώμα με σώμα. Έφαγε κανα- δυο στην πλάτη, δεν ξέρει από ποιους, αλλά σίγουρα ο εξευτελισμός ήταν ίδιος. Τι σημασία έχει ποιος τον κουβάλαγε;

Στάθηκε αλαφιασμένος  και αποκαμωμένος, εκεί κάπου στην οδό Υψηλάντη και με γουρλωμένα τα μάτια, κοίταζε γύρω του. Ήθελε να βάλει τις φωνές, τόσο δυνατά, που νακουστεί τριάντα χρόνια πίσω. Κανένας γνωστός του δεν ήταν εκεί κοντά. Σκέφτηκε να βρει έναν  αστυνομικό για βοήθεια, μιας και το κινητό του τηλέφωνο τόχασε, μέσα στον πανικό. Εδώ έχασε ολόκληρο παππού, που τον κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Πόσο μάλλον ένα κινητό.
Πήρε την απογοήτευσή του παραμάσχαλα, γιατί από τώρα ένιωθε τόσο, μα τόσο πολύ προδομένος και κάθισε στο πλατύσκαλο μιας πολυκατοικίας.
    Έβγαλε το γέρο παππού του στο δρόμο, να δοξάσουν τις  νωπές ανάσες μιας γενιάς και ότι κατάφερε ήταν… να τον χάσει και να ψάχνεται μόνος, εκεί στη οδό Υψηλάντη.
Ποια άραγε ιδανικά να κουβαλάνε τούτοι οι κανίβαλοι της ιστορίας, που με το προσωπείο του γνωστού-αγνώστου, λεηλατούνε κάθε τι μεγάλο και ωραίο;
Σε ποια πορεία διαμαρτυρίας να συμμετέχεις και για ποιο να πρωτοδιαμαρτυρηθείς, σαν οι ειδήσεις κατακλύζονται  από ανθρωποκυνηγητό, στα στενά της πόλης, σπασμένες βιτρίνες και καμένα αυτοκίνητα; Ποιος τιμά μια επανάσταση, με λεηλασίες περιουσιών, φουκαράδων μεροκαματιάρηδων, που βρέθηκαν σε λάθος θέση, τη λάθος ώρα;
Πού πήγε το « ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία » και πώς το διδάχτηκαν, οι ανατροπείς και καταπατητές των δικών μου και δικών σου δικαιωμάτων; Ποιος τους έδωσε το ελεύθερο, ρε αδερφέ, να σπιλώνουν μια μέρα, που για κάποιους εξακολουθεί να είναι ημέρα οδύνης; Ποιος τους έδωσε τα σύνεργα να γκρεμίζουν το όνειρο και την ελπίδα για αγώνες, σε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί;
Τι ναποφασίσει για το μέλλον και από ποια πλευρά να σταθεί; Με τι μυαλό να προχωρήσει το πέταγμα των χελιδονιών, εκεί κατάμονο και φοβισμένο, καταμεσής στην οδό Υψηλάντη;

Τελικά, είχε σίγουρα « βεβαρημένο παρελθόν ο Διομήδης…… »     


     

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

στα στενα της ανεχειας 1

Με μεγάλη χαρά πληροφορήθηκα ότι το ποίημά μου με τίτλο ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ 1 ξεχώρισε στον διαγωνισμό του περιοδικού ΚΕΛΑΙΝΩ.
Είναι το δεύτερο μιας τριλογίας με τον ίδιο τίτλο.
Ευχαριστώ από καρδιάς, την επιτροπή και τους διοργανωτές του διαγωνισμού.

Στα στενά της ανέχειας  1

Άπλωσε τη γύμνια της στέρησης
καταμεσής στην άσφαλτο.
Στο τάγμα της μάνας,
η επανάσταση ορίζεται
σε χρόνο παρακείμενο.
Μουδιάζουν τα μέλη.
Οι αρθρώσεις,
απολογούνται, σε λιμνάζοντα λασπόνερα.
Νοερά λυτρώνεται ο πόνος,
με τις κραυγές,
να πνίγονται αδιαμαρτύρητα.
Τα ασπρόρουχα της ελπίδας
στραγγίζουν  στα κάγκελα της ανέχειας.
Οι ορίζοντες χαμηλώνουν,
να κρυφτούν αλλοτινές ομορφιές.
Ο άνεμος σκόρπισε ζοφερές προφητείες.
Ο αγώνας της απελπισίας ατέλειωτος.
Και η μάνα…
εκεί…
στρατιώτης,
κατακερματίζει κάθε ίνα ντροπής,
να ζυμώσει με δάκρυα αντίδωρα.
Πόσες ελπίδες να ποτίσει την αξιοπρέπεια;
Πόσα τραπέζια,
να στρώσει στο όνομα της άνοιξης;



  Πρωτο βραβειο σπο το διαγωνισμό του περιοδικου ΚΕΛΑΙΝΩ                                                           

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Το Genius του Έλληνα

Το Genius του Έλληνα

Ήταν δώδεκα η ώρα.
 Ήταν δώδεκα ακριβώς.
Άδειος σταθμός,
Σκουριασμένα βαγόνια,
στη μέση του τίποτα.
Χθες, συνόδευε καράβια στα πέλαγα…
Στις δώδεκα ακριβώς.
Τα δάκρυα πότισαν το λιγοστό χαμομήλι,
αντράκι στέριωνε,
ανάμεσα στις ράγες….
ήταν δώδεκα ακριβώς…
διαμαρτυρία προδομένου Έλληνα,
που δεν θα μάθει ποτέ, τι θα πει, τριτοκοσμικές χώρες. Στήσανε τη σκακιέρα σε εβένινα στασίδια
-δεήσεις παράφρονα νου-
επί χάρτου η στρατηγική του πολέμου…
Το παιχνίδι μιλημένο και συμφωνημένο…
Πώς αλλιώς γκρεμίζεις πατρίδες;
-σκέψεις νοσηρού αιθεροβάμονα-
Φτιάχνεις επαίτες
και πρόσφυγες στον τόπο τους.
Παγιδεύεις τα όνειρα και ξεκλιρίζεις υπολείψεις
Ήταν όμως δώδεκα η ώρα,
σε όλα τα ρολόγια του κόσμου.
Το δώδεκα στη ράτσα μας, ξυπνάει το φιλότιμο,
Η στάχτη πάντα κρύβει μια σπίθα…
αγκαλιάζει ελπίδες και φτιάχνει πολιτισμικούς σκλάβους. Χώμα θα κατασχέσουν….





Μ.Παρασκευη

La Genialità dei Greci

Era mezzogiorno.
Esattamente mezzogiorno.
Stazione vuota.
Vagoni arrugginiti
nel mezzo del nulla.
Accompagnava navi nei mari aperti fini all’altro ieri...
Alle dodici in punto
lacrime hanno innaffiato i fiori di camomilla radi,
un ometto ha messo radici
tra le rotaie ....
Erano le dodici in punto ...
protestava un greco tradito
che non voleva sapere cosa vuol dire paesi del Terzo Mondo.
Hanno messo la scacchiera su stalli di ebano
-richieste di una mente folle-
 e sulla carta le strategie di guerra ...
Il gioco era discusso, accordato.
Ce ne un altro modo per disfare una patria?
-Pensieri di un malsano utopista -.
Fabbrichi mendicanti
e rifugiati nel proprio paese.
Intrappoli sogni e estingui reputazioni.
Tutti gli orologi del mondo
indicavano la stessa ora.
L’ora  che alla nostra stirpe sveglia l’amor proprio,
abbraccia le speranze, genera schiavi culturali.
Esproprierà territori ...
La cenere nasconde sempre una scintilla ....

TRADUZIONE: G.KARVUNAKI
Μεταφραση Τζινα Καρβουνάκη
ΦΩΤ.Γ.Ιωαννίδης


Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

διακρισεις το 2016






δαμασες το κυμα της πνοης,
σε αντλιες αργοστροφων στοχων.
Ιεροφαντης και πλοηγος χρηστηκες
Ο δουλοπρεπης ανιστοριτος σκοπευτης.
Οι οπλες σταθμευσαν στο απειροβλητο
Χθες ηταν το παρων του ωραιου.