Κοντοστάθηκε
και την κάρφωσε κατευθείαν στα μάτια. Πώς μπορούσε άλλωστε να προσπεράσει,
τούτα τα θαλασσιά μάτια; Δυο μάτια απέραντα να φωτίσουν όλους τους γαλαξίες με
οδύνη, στο όνομα μιας παραστρατημένης ομορφιάς.
Αδύνατη, έως
καχεκτική θάλεγες, μα με κορμί λαμπάδα και ματιά από δίκοπο μαχαίρι.
Θα την
αναγνώριζε, έστω και μέσα σε χίλιους ανθρώπους. Χρόνια πέρασαν από τότε που
έφυγε από τη μικρή κωμόπολη για την πρωτεύουσα και δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Δεν τη
συνάντησε κανείς από τότε. Στη μικρή κοινωνία, έλεγε ο καθένας τη δική του
εκδοχή, γιαυτή της την εξαφάνιση.
Παιδούλα ήταν,
σαν ξελογιάστηκε η μάνα της μέναν ομορφονιό και τους παράτησε.
Πέντε μερόνυχτα
έκλαιγε και τη φώναζε στον ύπνο της.
Η κοινή απόφαση
της οικογένειας να τη βάλουν σε ορφανοτροφείο, την έκαμε να το σκάσει μια νύχτα
και ναναζητήσει την τύχη της μόνη της. Και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Φορτώθηκε την
ορφάνια, που δεν της έταξε ο Θεός, μα την σκέφτηκαν άνθρωποι και μάλιστα οι
δικοί της άνθρωποι και με ένα τσιτάκι και κάτι φτηνιάρικα πασουμάκια, χάθηκε
στο σκοτάδι.
Ποια ρίζα να
στεριώσει στο κλαράκι, σαν το σπάσεις και το πετάξεις καταμεσής του δρόμου; Το
ποδοπάτημα είναι το μόνο σίγουρο.
Η περιπλάνηση
στο άγνωστο, πού αλλού θα κατέληγε από την παραπλάνηση και τα άνομα θελήματα;
Ποια τύχη
νασχοληθεί μαζί σου, σαν σε επιστρατεύσει η εγκατάλειψη και το μόνο ιρίδισμα
της μέρας σου, είναι η ντροπή και το παράπονο που ξεκίνησε σαν παράπονο, αλλά
κατέληξε σέναν μεγάλο θυμό;
Θυμός και μίσος,
έγιναν πια συνώνυμα και φώλιασαν στην παιδική ψυχή και δόθηκε η λύση…. της
εκδίκησης. Μιας εκδίκησης, που πάντα οδηγεί στον αυτοτραυματισμό και την
αυτοαπόρριψη.
Σκούριασαν οι
μέρες στα φτηνά ξενοδοχεία και ακρωτηρίασαν κάθε ελπίδα και αναγνώριση, των
γιορτινών ημερών.
Η στίξη, δεν
είχε πια θαυμαστικό για καμιά ώρα και τα θαλασσιά τούτα μάτια, γέμιζαν μόνο με
απορία.
Στριμωγμένες
ευχές, ξεψύχαγαν κάθε που χάραζε και συνόδευαν τον ήλιο σε άλλα λημέρια, αφού ο
μόνος ήλιος που τη φώτιζε τόσα χρόνια, είχε το χρώμα, ενός χαρτονομίσματος.
Μόνο που στα δικά της νομίσματα, ποτέ δεν καθρεφτιστήκαν, οι δυο όψεις.
Πάντα μια και
δεδομένη. Πάντα ήταν ο σκληρός μονόδρομος, που σε κατρακυλάει στο γκρεμό και
δεν βρίσκεται πουθενά, έστω ένα λιθάρι να σε σταματήσει. Να σου γίνει, έστω ένα
σημάδι ύπαρξης.
Δεν αποποιήθηκε, ούτε για μια στιγμή, τη
σιωπή των στεναγμών και δεν ζήτησε μενεξεδένιες πολιτείες, παρά λίγο ανάλατο
νερό για τις απόρθητες σκέψεις της.
Όψιμα αναζήταγε
τις ανακατατάξεις του σταματημένου χρόνου, στα συντρίμμια της κατάρρευσης
της ζωτικής της υπόστασης, και τα
αγάλματα, της θύμιζαν μόνο μεσαιωνικές προτάσεις.
Αποχρωμάτιζε τα
στρωσίδια, να κλέψει, ένα τόσο δα - μεταλλαγμένο έστω – λευκό για το δικό της
θέλω και το μόνο που κατάφερνε, ήταν, να σκοντάφτει σε δράματα αρχαίας
τραγωδίας. Έλουζε τη γύμνια της στο αρωστημένο φως των φαναριών και σκέπαζε τις
περαστικές και ανομολόγητες ορέξεις της διεστραμμένης συντροφικότητας, με ένα
κομπόδεμα που αβγάταινε, στόνομα, της αυριανής της κάθαρσης.
Το ένα και
μοναδικό σαγαπώ, που της ανταποδόθηκε, ήταν από τον καθρέφτη της, ο οποίος
στάθηκε τόσο καλός και γενναιόδωρος μαζί της.
Ποια λύπηση, θα
αναπληρώσει τη δική της στέρηση για την απαγορευμένη εξομολόγηση, σαν
στρέφονται όλοι οι προβολείς κατευθείαν απέναντί της;
Στιγματισμένη
με την ανεξίτηλη στάμπα των μεταλλαγμένων ενστίκτων, σκούριαζε τα νιάτα της και
συνόδευε τη γοητεία της επιφανειακής αναζήτησης, ίσα στο έρεβος των προκλήσεων.
Μα σαν μάζευαν οι ώρες τις πληγές και
έσβηναν τα φώτα της ράμπας, η είσπραξη δεν είχε νομισματική αξία, αλλά ένα
κατακερματισμένο εαυτό και κάτι θρυψαλιασμένα συναισθήματα αηδίας.
Ποιο νόμισμα ισούται με τη συσταύρωση, την
αναγκαστική δηλαδή πορεία, στα όρια αντοχής;
Ξέπλενε τις
κουρελιασμένες της σάρκες, πέταγε τα φτιασίδια της ντροπής και ντυνόταν
άνθρωπος. Γιατί ήταν άνθρωπος, και έμεινε άνθρωπος όσο κι αν δεν της ανήκε πια,
ούτε η ίδια της η ζωή. Μια ζωή, που την πυροβολούσε από εκείνη τη νύχτα της
φυγής. Δεν έγινε ποτέ ο ξεπεσμός κομμάτι της ψυχής της, παρά η λογική κατάντια
της γύμνιας της. Μπέρδευε τα βήματά της με τους ευυπόληπτους εμάς και κατέληγε
-χρόνια τώρα – στο ίδρυμα.
Σαν παιδί της
το είχε, το εγκαταλειμμένο αγγελούδι, που γεννήθηκε ανάπηρο. Έκαμε τον πόνο του
ανάγκη δική της και χωρίς να της το ζητήσει κανείς, έταξε τον εαυτό της
συμπορευτή του. Άνοιξε έτσι, έναν κατάλογο με αναζητήσεις, μάζεψε πεταλούδες
πολύχρωμες και δόθηκε χάρισμα, να προσφέρει, έστω μια άφεση αμαρτιών.
Μόνο έτσι
μαλάκωνε η οργή και το μίσος της, μόνο τα Σαββατοκύριακα, που έβγαζε το γιό της
– έτσι τον αποκαλούσε – με καμάρι για ψώνια, ή στις παιδικές χαρές.
Με κείνη την
περηφάνια στα μάτια τη συνάντησε, να σπρώχνει το καροτσάκι, στη μεγάλη λεωφόρο.
Δεν είχε λόγο να βάλει το κεφάλι κάτω και να τρέξει να κρυφτεί στη γωνία του
δρόμου.
Δεν φόραγε τη
ντροπή της, σε τούτη τη μικρή βόλτα τους.
Κράταγε ψηλά το
μπαλόνι του γιου της και δήλωνε την παρουσία της στις αιματηρές ταυρομαχίες,
μόνο που έκρυβε καλά τα τραυματά της, κάτω από το φτηνό στρώμα της καμαρούλας
της.
Η βουβή συλλαβή έκανε αντίλαλο στα στήθη της,
η αδούλωτη σκέψη, ανηφόρισε στο χωριό.
Μια πνιγμένη λέξη, αναγραμματίστηκε
Και πήρε το πλοίο της γραμμής.
Ανοιξιάτικε καβαλάρη, λογικέψου,
Ο δρόμος θα
μετανιώσει και θα γυρίσει πίσω!
Του ταίριαζε τουρανού,
Το αποψινό τρεμούλιασμα,
Να μπουμπουκιάσουν επιτέλους τα ρόδα!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου