Κυριακή 31 Μαΐου 2015

χρονογραφημα στους ΝΕΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ ΕΝ ΑΙΓΙΩ





Print

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Συντάκτης: Βούλα Μέμου.

http://www.neoikairoi.gr/data/index.php/articles/genika-arthra-keimena-genikoy-endiaferontos/796-hronografima
Σκέπασε τα πόδια της με την μάλλινη κουβέρτα και μέριασε την κουνιστή πολυθρόνα, δίπλα στο παραγώνι. 
Γιορτινή η σάλα, του μεγάλου πετρόχτιστου σπιτιού και η θαλπωρή από το τζάκι, που έκαιγαν τα κούτσουρα, έφτιαχναν εικόνα, από το παλιό μας παραμύθι.
Περασμένα μεσάνυχτα, η ζωή της κυρίας Άννας, αράδιαζε στα χρόνια της όλες τις εμπειρίες και τη γλυκιά γοητεία, της τέχνης των γηρατειών. Περήφανη, αρχόντισσα σωστή, έρανε με εορταστικό άρωμα το σπίτι, αν και ήξερε ότι φέτος, θα' ταν ολομόναχη τις γιορτές.
Είχε η ίδια επιμεληθεί, για τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι, τυλιγμένα, σε κόκκινο σελοφάν.
Οι γιορτές, παιδιά μου, έλεγε στα γειτονόπουλα που της κράταγαν συντροφιά, πάντα επισκέπτονται το σπιτικό σου και πρέπει να τις φιλέψεις, ένα γλυκό.
Μόνος δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει παρέα, μα αυτός, που δεν τον θέλει κανείς, για παρέα.
Σοφές κουβέντες ξεστόμιζε, η γιαγιά πια, και ορμήνευε τα παιδιά, με κείνη τη γλυκύτητα στα μάτια και εκείνα κατάχαμα, γύρω-γύρω στα πόδια της, άρμεγαν τις ιστορίες της και καμιά φορά τα 'παιρνε ο ύπνος, στο πάτωμα.
Παραμονή Χριστουγέννων απόψε και πώς φαινόταν με την πρώτη ματιά που έριχνες στο σπίτι της; Είχε καλοχτενίσει, τον κάτασπρο κότσο της και έβαλε και την καινούρια της ζακέτα. Η εγγονή της την έστειλε από την Αθήνα, με λεφτά από τον πρώτο της μισθό. Κοτζάμ γιατρός, έγινε η Αννούλα μας! Και πόσο το καμάρωνε!!!
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ήθελε απόψε να πάρει το δρόμο της προς τα πίσω και ν' απαντήσει, εκείνη τη μακρινή παραμονή της Μεγάλης Γέννησης.

Το 'στρωσε για τα καλά έξω. Ένα γόνα χιόνι, έριξε τη νύχτα! Τα ζωντανά, ήταν κλεισμένα στα χειμαδιά. Ποιος να ξεμυτίσει, με τούτον τον καιρό;
Χριστουγεννιάτικος καιρός, παιδιά μου, έλεγε ο παπά-δάσκαλος, σαν του παραπονιόσανται ότι κρύωναν, τα σχολιαρούδια του. Σάμπως είχανε τα καλοριφέρ; Μια ξυλόσομπα και εκείνη κάπνιζε του καλού καιρού, κάθε που έβανε βοριά. Όσο για ξύλα; Τα κουβαλάγανε, κάθε πρωί, από τα σπίτια τους. Αντί για τσάντα, παίρνανε ένα κουτσουράκι από το σπίτι, να ζεσταθούνε στο σχολείο.
Σε δυο μέρες κλείνουμε, για τις γιορτές. Εξάλλου βουνίσιοι είμαστε. Μην το ξεχνάτε και τον αντέχουμε το χιονιά. Είχανε ζεστά πανωφόρια, από γίδινο μαλλί, αλλά τα παπούτσια τους, φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιών, όλο και γίνονταν μούσκεμα.

Έτσι κύλαγε ο χειμώνας, έτσι ταλαιπωρούσαν την ανάγνωση και τη γραφή, όσο για τη φυσική, τη μάθαιναν από τα πειράματα της φύσης.
Γέρος πια και ο παπά-δάσκαλος, άλλωστε, ποιος θα πήγαινε σε κείνο το χωριό, που δεν το βρήκαν ούτε οι Γερμανοί, την κατοχή; Φιλάσθενος καθώς ήταν, με το πέσιμό του στο κρεβάτι, έκαναν και ένα μήνα να ψάξουν την πλάκα τους.
Πού τετράδια και μολύβια; Μεταπολεμική εποχή ήταν. Μια πλάκα και ένα κοντύλι, ήταν αρκετά για σύνεργα, στη μαθησιακή τους αναζήτηση.
Τέτοιες μέρες σαν γύριζαν σπίτια τους, ξεροστάλιαζαν γύρω από την ποδιά της μάνας, τρυγώντας με τα μάτια τους τα καλούδια των ημερών. Κουραμπιέδες, λουκουμάδες με φρέσκο πετιμέζι, μουσταλευριά και καρύδια σουτζούκι.
Έβρισκε, λέτε, άκρη για καλούδια, η κυρία Άννα, μιας και τα δικά της καλούδια- ζωή να 'χουνε- ήταν δεκατρία; Μια θράκα παιδιά, έλεγε και καμάρωνε το βιός της.
Με τούτο το βιός, χόρταινε σαν βράδιαζε, τα μουδιασμένα της από την κούραση χέρια.
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, σαν άκουσε τους ρεζέδες της ξυλόπορτας, να τρίζουν.
Γυναίκα, σας φέρνω μουσαφίρη. Πάντα γλυκιά και ήρεμη η φωνή του κυρ- Δημήτρη, που έφτανε κάθε βράδυ στο σπίτι, σφυρίζοντας.
Μικρόσωμος, κουρελής και ταλαίπωρος, ο μουσαφίρης.
Τίποτε δεν ρώτησε παρά συμπλήρωσε τα πιάτα στο τραπέζι και τα 'κανε, δεκαοκτώ.[Είχανε βλέπεις και τα πεθερικά της, στο σπίτι τους]
Ο Γιώργης, γυναίκα, θα μείνει στο σπίτι μας. Θα γίνει οικογένειά μας. Μαγκούφης, ο κακομοίρης και ολομόναχος, τι θα μας κοστίσει; Ένα πιάτο φαΐ;
Ήταν βλέπετε, μικρή η φαμίλια του και ήθελε να την αυγατίσει και με το Γιώργη!!!!
Και έγινε ο Κοντόγιωργας, έτσι τον βάφτισαν τα παιδιά, άνθρωπος της οικογένειας. Και έμεινε μαζί τους μέχρι την τελευταία, της ζωής του ώρα.
Ήταν ένα βράδυ, σαν απόψε. Ακριβώς την παραμονή των Χριστουγέννων, του έτους. τι σημασία αλήθεια, έχει το έτος;
Τούτες οι σκέψεις στρογγυλοκάθισαν απόψε, στο άδειο, Χριστουγεννιάτικο σπιτικό της. Ποτέ δεν παραπονέθηκε και για τίποτα, η άγια τούτη γερόντισσα, μα ξημέρωνε και βράδιαζε, όλη της τη ζήση, με ένα: Να 'χετε την Ευχή μου. Μοίραζε απλόχερα ευχές και ήταν τόσο από καρδιάς, που κάθε φορά και με κάθε ευχή που σκόρπιζε, φωτιζόταν το πρόσωπό της.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, τη συμμάζεψε από το ξεστράτισμα, στο χρόνο.
« Χρόνια Πολλά, γιαγιάκα ». Ήταν ο Δημητράκης, ο εγγονός της, ορφανό από τη Γκάνα, που υιοθέτησε, ο γιος της ο Γιάννης. Και το 'λεγε, τούτο το γιαγιάκα, με μια γλύκα! Με το γιαγιάκα του Δημητράκη, ανάδευε τόσα όνειρα και ζέσταινε τόσες ελπίδες!!!
« Χρόνια Πολλά Μάνα Καλά Χριστούγεννα. Σε λίγο πετάμε. Αύριο θα 'μαστε εκεί Μόνη θαρρείς, θα 'κανες γιορτές, μετά από δεκατρία παιδιά; Θα γνωρίσεις και το Δημητράκη μου, Μάνα.».
Έκλεισε το τηλέφωνο και δακρυσμένη, ανακάτεψε, λίγο, τη θράκα.
Το σόι πάει βασίλειο!!
Να 'χεται την ευχή μου!!!
Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα Γιάννη μου!!!!

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

ηταν παλικαρια...να μην ξεχναμε την ιστορια μας

ήταν.....παλικαρια

3 Μαΐου 2011 στις 7:14 π.μ.
Λάκης Σάντας….Γεννήθηκε στην Πάτρα το Φεβρουάριο του 1922.
Χρήστος Μαντάς…. Έφυγε στην Πάτρα τον Απρίλη του 2011.
Καμιά σχέση δεν έδενε αυτούς τους δυό άντρες , μέχρι χθες, μόνο μια κοινή μοίρα… του εθελοντή ήρωα. Του Έλληνα ήρωα. Τούτος ο τόπος έχει στο DNA του, να γεννά παλικάρια. Είναι τα μακραίωνα κύτταρα που ζωγραφίζουν ελπίδα και λόγο ύπαρξής μας, μετά από όσα διαδραματίζονται στην πατρίδα μας για μας, χωρίς εμάς.
Πήγανε να μας πείσουνε ότι οι ήρωες τελειώσανε, στην προηγούμενη γενιά, στήσανε σβάστικες μεμψιμοιρίας στον ελεύθερο και αδούλωτο Έλληνα και τον χτύπησαν ανελέητα, τότε με την ιμπεριαλιστική «Αρεία φυλή» και τώρα με την λογισμική επιτήρηση των μεγάλων ευεργετών μας, Γερμανών. Κάποτε βάλθηκαν να μας αφανίσουν και μας χρωστάνε τα μαλιοκέφαλάτους από τα τόσα εγκλήματα πολέμου, από τα τόσα μαρτυρικά χωριά που μας έχτισαν….αλλά εμείς ως ανώτεροι… προτιμάμε την ελεγχόμενη χρεοκοπία, από το να ζητήσουμε τα δικαιώματά μας.
Φρόντισαν γιαυτό οι εκάστοτε υπουργοί παιδείας μας. Ποια Ιστορία διδάχτηκαν τα σημερινά παιδιά και πόσο ξέρουν για το τι έγινε εκείνη την νύχτα της 30ης Μαΐου του 1941; Δυο αμούστακα παιδιά, ξεφτίλισαν παγκοσμίως, ολόκληρη Ναζιστική Γερμανία.
Δυο παιδιά, που τόλεγε η καρδούλα τους, που ήταν αδούλωτη η ψυχή τους, που έφτιαξαν χώρο για ελπίδα, δεν άντεξαν το σαβάνωμα του Ιερού Βράχου.
Βγείτε στο δρόμο και ρωτήστε ποιος ήταν-ναι ήταν –ο Λάκης Σάντας και σίγουρα κανείς κάτω των σαράντα δεν θα ξέρει τίποτα.
Μανώλης Γλέζος- Λάκης Σάντας. Φίλοι, συμμαθητές και συμπορευτές στον αγώνα, μελέτησαν και σχεδίασαν με όλες τις λεπτομέρειες την βίαιη υποστολή του Ναζιστικού συμβόλου και μάλιστα από την Ακρόπολη. Πόσο λέτε, να το σκέφτηκαν, πριν το αποφασίσουν; Τόσο, όσο κράτησε ένα δάκρυ στο μάγουλό τους, βλέποντας, το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού να ποδοπατιέται. Ένα δάκρυ ήταν αρκετό για να γίνουν ήρωες, για να γίνουν αν χρειαζόταν μάρτυρες. Ένα μόνο δάκρυ για να κάνουν το αυτονόητο ως Έλληνες.
Τούτο το αυτονόητο και το ποδοπατημένο φιλότιμο έσπρωξε και τον Χρήστο Μαντά να αφήσει τα ψώνια στο αυτοκίνητο και να οδηγήσει εαυτόν στην θυσία. Δεν είδε με ωχαδερφισμό την ληστεία, δεν γύρισε την πλάτη να φύγει για την ήσυχη ζωή του, παρά τράβηξε, ίσα καταπάνω στο αυτονόητο καθήκον του. Όχι καθήκον ως επάγγελμα, αλλά σαν Έλληνας, δεν άντεξε να κλείσει τα μάτια μπροστά στην απόλυτη ξεφτίλα της εποχής μας, να λεηλατούνται οι περιουσίες μας και εμείς απλά ως θεατές να κλαίμε την μοίρα μας. Δεν ξεπούλησε το αντριλίκι του, φεύγοντας και αφήνοντας τους ληστές ανενόχλητους, αλλά ως άνθρωπος, ως πατέρας, θέλησε να προασπίσει το δίκαιο, χωρίς καν να λογαριάσει ότι δεν είχε να κάνει με ανθρώπους, αλλά με κτήνη και ανθρωπάκια.
Αντίο Χρήστο και συγνώμη που εμείς απλά μένουμε θεατές στα μεγάλα.
Αντίο Λάκη με ένα τραγούδι που έγραψες εσύ ο ίδιος….
«Άσπρη γαλάζια σωστή ξαστεριά, σαν του ουρανού το χρώμα, ξέρεις σταλήθεια να κάνεις θεριά και τους δειλούς ακόμα….»

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

αδιεξοδα σε πανσέληνο


ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΣΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ

       Είχαμε ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά φέτος.
       Έκατσα σένα λιθάρι, στο μεγαλύτερο της παραλίας, ντύθηκα με την ομορφιά της νιότης τους και την περιέργεια των χρωμάτων και άρχισα την ιστορία.
       Οι ήρωες ήταν τούτα τα πέντε –  έξι, χίλια έξι άγουρα και νιόκοπα νομίσματα, που τα μάτια τους αγκάλιαζαν μια γη αστέρια και άρμεγαν το φως όλων των φεγγαριών.
       Είχα ξαναπεί την ίδια ιστορία πολλές φορές, με τους ίδιους πάντα ήρωες.
       Πως ναρχίσω όμως μια διήγηση, όταν στα μεγάλα τους πεντακάθαρα μάτια αρμένιζαν όλες οι αναζητήσεις:
       Είχαμε στήσει συρματοπλέγματα στις παιδικές τους χαρές και τους δίναμε για παιχνίδια μόνο ηλεκτρονικές συσκευές. Τους ζητήσαμε επίμονα να σηκώσουν όλο το βάρος και τις ευθύνες για ένα αύριο, την ώρα που τα πειράματα είχαν γίνει όλα επί χάρτου. Τους κάναμε αλαβάστρινα πιόνια στη σκακιέρα μιας στημένης  ιστορίας που το ματ λέγεται πάντα στη δεύτερη κίνηση του στρατιώτη.
       Δεν ήξερα όμορφα λόγια να τους υποσχεθώ, ούτε τα παραμύθια τα πιστεύανε πια. 
       Φέτος έκλεισαν έξω και τον Αϊ Βασίλη της Πρωτοχρονιάς. Παππούλης έγινε κι αυτός και ακόμα τους έταζε, ότι δεν τους έφερε ποτέ.
       Σήμερα τα έκαμαν στόχο να μπορούνε κάποτε να τους λένε « να… φταίει η δική σας γενιά.». Ποια γενιά να κουβαλήσουν τούτα τα απούπουλα ξεπεταρόνια, που τα διατάζουν να πάρουν τη μεγάλη απόφαση:
     
       Τα κοίταξα στα μάτια, ένα-ένα και σαν αγράμματος περιηγητής και των δικών μου ευθυνών, τους έδωσα δυο ξέφτια από συμβουλές και τους εμπιστεύτηκα να γράψουν την ιστορία μόνοι τους.
       « Βρείτε τον Πήγασο του μέλλοντος ασέλωτο, γίνετε αναβάτες του και πετάξτε στον πλανήτη, που σας ζωγράφισε το μακρινό παραμύθι της γιαγιάς σας. Αφήστε τις χημικές αντιδράσεις της ιστορίας, για μας τους μεγάλους, που συνηθίσαμε να βάζουμε αγκαθωτά σύνορα στις αυλές και τον ορίζοντά σας. Χτίστε μια μόνο δική σας πυραμίδα με χαρτάκια και κλειδώστε την αθωότητα που σας γκρεμίσαμε, την ώρα που αλλάζατε το πρώτο σας βηματάκι. Μην κάνετε μοναδικό σκοπό της ζωής σας το ψηλότερο σκαλί, αλλά το πιο χρυσό « Α » που η λέξη Άνθρωπος και Ανθρωπιά θα μάθει εμάς τους αγράμματους, το δικό σας « Άνω θρώσκω ». Χτίστε το δικό σας γιοφύρι με τραγούδια και περάστε στην αντίπερα όχθη, όλα τα χρώματα των ηπείρων, βάφοντας όλα τα παιδιά στο ίδιο εκείνο χρώμα της βεβαιότητας που εσείς ονειρευτήκατε, μια νύχτα σαν απόψε, με πανσέληνο. Κρύψτε καλά μέσα στο βιβλίο του μυαλού σας κάποιους μαθηματικούς τύπους.









       Να θυμάστε ότι τα γραμμάτια που θα σας βάλουν να πληρώσετε, δεν θάναι τίποτα περισσότερο από ότι χαρίσατε εσείς στους συνοδοιπόρους σας. Όποιο λιθαράκι αφήσεις στο δρόμο – αλήθεια, θυμάστε τον κοντορεβιθούλη: - εκείνο θα σας επιστραφεί και μάλιστα, «εις την δευτέραν». Όπως λέγατε « Α εις την δευτέραν ». Όλα θα σας δίνονται σαν δύναμη, υψωμένη πάντα « εις την δευτέραν». Και εσείς οι ίδιοι, θα νιώθετε κάποτε σαν αριθμοί. Τόνομά σας, θάναι ένας αριθμός. Γιαυτό μην ξεχάσετε τίποτα από τα μαθηματικά σας. Γεμίστε το δισάκι σας με ότι καλύτερα φανερώθηκαν και έλαμψαν στα ανθρώπινα μάτια και αφήστε τις σκούρες ξυλομπογιές σας, για μας τους μεγάλους, που πάντα είχαμε αχρωματοψία.
       Σαν φοβάστε, τις νύχτες με καταιγίδα τα αστραπόβροντα, ξεφυλλίστε ξανά το πρώτο σας αλφαβητάρι και παίξτε με το τόπι του Μίμη. Κλειδώστε καλά στην καρδιά σας «ένα παιδί», για κάτι τέτοιες νύχτες.
       Εμείς σχεδιάζαμε ειρηνευτικά σχέδια, σαν ετοιμάζαμε πιο προηγμένη βόμβα νετρονίου.
       Εμείς βγαίναμε πραματευτάδες δικαίων, σαν λιγοστεύαμε κάθε μέρα το οξυγόνο σας.
       Κρατείστε την αθώα ματιά που είχατε, όταν δεν καταλαβαίνατε το πώς και γιατί, και δος τε μας μαθήματα, σχεδιασμένα με κερομπογιές και τα παλιά σας ξύλινα μαύρα μολυβάκια.».

       Παλιά συνήθεια ήταν οι φωτιές στις παραλίες, τις νύχτες του καλοκαιριού.
       Παράδοση θα πεις, ήταν. Μετά το γιόμα άρχιζε η ετοιμασία. Το σούρουπο ήταν όλα έτοιμα.
       Απόψε όμως…. Ήταν μια ξεχωριστή νύχτα. Ήταν και η πανσέληνος που πρόσθετε στη μαγεία της.
       Μάζεψα τα παιδιά μου, τα δικά μου παιδιά και σαν μάνα των παιδιών όλου του κόσμου ήθελα να τους πω μια ιστορία. Στο τέλος είδατε ότι δεν τα κατάφερα.
       Με άκουγαν όμως με κατεβασμένα τα κεφάλια. Χίλιες σκέψεις πέρναγαν από το μικρό τους ξάστερο μυαλουδάκι.
       Τους ζήταγα να γίνουν Άτλαντες της παλιάς μας μυθολογίας, εγώ που τόσα χρόνια δεν μπήκα στον κόπο να μοιραστώ μαζί τους ένα ηλιοβασίλεμα.
       Δάνεισα σε τούτα τα παιδαρέλια όλες τις ενοχές μου, σε μια ιστορία που ήμουν ανίκανη να διηγηθώ, στο Βασίλη, το Νικόλα, την Ειρήνη, ….. που απόψε έπαψαν νάναι μαθητές Γ Λυκείου και ξεκίνησαν το ταξίδι του υποψήφιου φοιτητή… των μεγάλων ευθυνών…….
         

   

λαθρεπιβατης

…….πέρασα το κατώφλι σου απρόσκλητη…,
περιηγητής των λογισμών κατατάχτηκα,
 δίχως δικές σου δυσανασχετήσεις…
περπάτησα στα αχνάρια που μου επέτρεψες
 –μικρός βλέπεις βέβηλος της κυριαρχίας σου-
Λαθρεπιβάτης της γνώσης σου,
κουρσάρος στο συναίσθημα που με αιχμαλώτισε….
Δεν είχα βλέψεις συγγραφέα
-κουβέντα για καπηλεία–
ένας αλήτης γραφιάς είμαι,

που αντιγράφω

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

ανυποτακτοι λογοι

       Ξέρεις
 το δάκρυ,
 που πότισε την κληματαριά μας;
 Τα χέρια,
 που οριζοντίωσαν το χρόνο μας;
 Τη βούληση,
 που γεννήθηκε με τόνομά σου;
       Στοχάσου απέριττα γέλια,
 την ώρα,
 που ξεψυχάει η φωνή σου.
 Άγγιξε,
 την αιώνια γη,
 σαν λάμπει,
 εκείνο το δικό σου αστέρι,
 μόνο για μια νύχτα.
 Θα το ξανάβρεις,
 αν είσαι ανοιχτός σε μια μετάληψη,
 την ώρα που θα καταλάβεις,
 ότι κανένας δεν σούμαθε,…
  τον Μυστικό Δείπνο,
 σαν ένα Θαύμα.
       Αναστέναξε,
 την ώρα που σου δίνεται μια ευχή,
 « να ζήσης χίλια χρόνια ».
       Ναι…ξέρω την κόμη,
 που ανέμισε τη στράτα.
       Ο φανταχτερός βυθός,
 θα πάρει την όψη του ξημερωμένου μου ονείρου,
 ενώ η νύχτα,
 θα νοτίζεται,
 απ τα στερνά τούτα μου αποστάγματα.

Βουλα Μεμου

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

στη μανα μου

Για «τη γιορτή της μάνας» μου
         
Λογίκεψα τις σκέψεις μου και έστησα το γράφημα που θα έλεγα παιάνα ή καλύτερα διθύραμβο, απλά, κατάθεση ζωής και λόγια από στήθος κρατημένα, ένα τάμα που στήθηκε τη μέρα της γέννησής μου.
          Σου το χρώσταγα, σου το κράταγα σφιχτά μυστικό θέλοντας να αντλήσω των χρόνων που πέρασε τη σοφία και την πείρα, έτσι που οι  σκέψεις μου να ράνουν τους δρόμους που διάβηκες με πέταλα σπάνιων ρόδων.
          « Μανούλα μου, εσύ που έπλεξες με τα δάκρυά σου την προίκα μου, κράτα τον κότινο που έπλεκα από παιδί και σου τον  καταθέτω υποκλινόμενη μπροστά σου.
Κέντρωσες την ύπαρξή μου στα σπλάχνα σου και στίλβωσες της νιότης την ελπίδα σε μια ψυχή που στράτεψες με το πρώτο μου μπουσούλισμα.
Κράτησες ψηλά τον τίτλο που σου εμπιστεύτηκε η φύση σε κάτι αντίξοες συνθήκες του τότε.
Πώς να παραπονεθώ που σε συνάνταγα βράδυ, κάτω από τα νυσταγμένα μου βλέφαρα, σαν γύριζες από τα καταράχια με τα γίδια;
Πώς να κλαφτώ  για το κανάκεμα που δεν μου έκαμες;
Μια κουρελού της γειτόνισσας ήταν το άσπρο κεντημένο  μου κουβερτάκι. Εκεί μεγάλωνα, κάποτε – κάποτε άπλυτο και μυξιασμένο.  Θύμα και εγώ της φτώχιας, όχι το μοναδικό, μιας και στο ορεινό χωριό μας, περίσσευαν οι πολυτέλειες και μάλιστα δεν ήταν σίγουρα για μας.
Κουτσούνες από παλιά κουρέλια οι πρώτες μου κούκλες, αλλά φτιαγμένες με την στοργή  της ταλαιπωρημένης χωριάτισσας μάνας που έχανε το μεγάλωμα των παιδιών της μέσα στα χιόνια του χειμώνα και την ανέχεια που την στεφανώνει ηρωίδα και την κατατάσσει στους τιτάνες.
Νήστεψες του ήλιου το καρτέρι, της ομορφιάς  σου τα κάλλη και τράβαγες το δρόμο δίχως ποτέ να δειλιάσεις και να σκύψεις το κεφάλι.
Θυμάσαι τότε που πήγαμε να χάσουμε τον πατέρα από πνευμονία; Πόσες αντοχές επιστράτεψες για να  σηκώσεις το σταυρό που σήμερα και χθες και αύριο θα σου αναγνωρίζουμε;
Σίγουρα δεν θα ξεχάσεις τότε που το βραβείο της καλοπέρασής μου ήταν ένας υιός που σε κράτησε ξάγρυπνη νύχτες και νύχτες με δάκρυα να αυλακώνουν τα ηλιοκαμένα σου μάγουλα, μέχρι να μάθεις ότι το σπλάχνο σου θα γίνει καλά.
Θέριζες τη μέρα που έδινα εξετάσεις στο γυμνάσιο και περιφερόμουνα μόνη μου στο  προαύλιο, την ώρα που όλοι οι γονείς ήταν εκεί. Ναι ρε μάνα σε ήθελα κοντά μου. Ξενάκι και χαμένο ένιωθα, στην πόλη που δεν είχα πάει  ποτέ, μέχρι εκείνη την ημέρα. Τυραγνιόσουνα στο λιοπύρι και αγνάντευες το δρόμο μακριά να με δεις να έρχομαι με τα πόδια. Τι φταις και εσύ που το κριθάρι έπρεπε να θεριστεί και μάλιστα εκείνες τις μέρες;
Αλήθεια μανούλα μου πόσα σου χρωστάμε όλοι μας;
Ποια ζωή απόλαυσες εσύ και πότε αντάμωσες τα χρόνια πριν διαβούν;
Πήρες στις πλάτες σου της μοίρας σου τα τερτίπια και ξελόγιασες όλες τις πίκρες και τα βάσανα που περνοδιάβαιναν στη γειτονιά σου.
Και σάμπως όταν μεγαλώσαμε, έπαψες τις ταλαιπώριες;
Γεωγραφημένες στεναχώριες η αγωνία σου, τη μέρα, ή μάλλον την νύχτα που θα με πάντρευες με τη μητρότητα. Πόση αγωνία και πόσους πόνους δεν πέρασες και εσύ μαζί μου;
Πήρες το βλαστάρι μου στην αγκαλιά σου και για  πρώτη φορά είδα τα μάτια σου να λάμπουν. Τούτο το μικρό πλασματάκι διέγραψε για μια στιγμή όλες τις πίκρες που πέρασες.
Τώρα αξίζει να ζητήσω συγνώμη που δεν σε καταλάβαινα.
Τώρα μπορώ να λέω μανούλα μου και να εννοώ άγγελέ μου, ζωή μου.
Σευχαριστώ που υπάρχεις, γιατί αναπνέω τον αέρα σου και χτίζω τη ζωή μου, με ευθύνη, πάνω στα δικά σου θεμέλια. 
 

           

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

στο δασκαλο μου....

Χρονια πολλα Δασκαλε….

Είχαν σαλπάρει τα βαπόρια του χρόνου, στοχεύοντας, την απογραφή των απόκρυφων της συνείδησης κοσμημάτων.
Καταγράψαμε με όλες τις λεπτομέρειες τη ρότα τους, μιας και καπετάνιος, ήταν ένας καταδικός μας, ονειροπόλος περιηγητής.
Είχε στοχεύσει από την ανατολή του διάβα του, στο κοσμογονικό απειθές και λουστράρισε το ψηφιδωτό, αλλοτινών αντιλήψεων, με στροφές και συστροφές, καταξιωμένων σήμερα λόγων.
Κίνησε το χωμάτινο στενοσόκακο, που οδηγούσε στο σχολειό του και έκαμε, χρόνους οχτώ, να φτάσει στη καγκελόπορτά του. Στο πρώτο κιόλας αγνάντεμά της μέρας του-παιδάκι εφτά χρόνων- το λεξικό έγραφε πόλεμος. Με νύχια και με δόντια, κατείχε την κάθε δρασκελιά του, ίσαμε κείνη την πόρτα. Η πόρτα θεόκλειστη. Ο δάσκαλος άφαντος, κάπου στα βουνά της Αλβανίας και το χωριό θεόστραβο στα γράμματα.
Σαν πέρασαν οι πρώτες αντάρες, εμφανίστηκε ένας νέος, δάσκαλος έλεγε ήτανε, μα μετά από χρόνια τους εκμυστηρεύτηκε, ότι ήταν απλώς φοιτητής. Βρέθηκε στο χωριό-κάπου στα Σφακιά, αν λέω σωστά-και μάζεψε τα πέντε- έξι παιδιά με τη μια λάμπα του ήλιου και βάλθηκε να τα μυήσει, στα μυστικά και νιόσπορα μονοπάτια της ορθογραφίας και της ανάγνωσης.
Έτσι τράβαγαν τα χρόνια μπροστά-οκτώ τον αριθμό-μέχρι να φτάσει στο πρώτο άγγιγμα του φτερουγίσματος της πολύχρωμης πεταλούδας, που είχε το αλφαβητάρι του.
Το καΐκι, τώρα ήταν πια δικό του απόκτημα-περήφανος Κρητικός, βλέπετε- και το ταξίδι, σίγουρο και αδιαμφισβήτητα πετυχημένο.
Ποια ειμαρμένη να επικαλεστείς, απονήρευτε αναγνώστη και πόσο μικρός φαντάζω στα μάτια σου, όταν σκοντάφτουμε και οι δυο μας, πάνω σε τέτοια θηρία της θέλησης και της επιμονής;
Πώς να λογαριαστούμε, εμείς με το χρόνο και το φεγγαρόφωτο, την ώρα που φυτρώνουν τα κυκλάμινα στους βράχους;
Σκύβουμε το κεφάλι, χαρτογραφούμε τα στοιχεία της ταυτότητάς μας και σβήνουμε το τελευταίο αποτσίγαρο, πάνω στο κάτασπρο βιβλίο των λόγων, που δεν είχαμε ποτέ μελάνι να γράψουμε.

Μας μάζεψε, λοιπόν, και μας μια μέρα –αληθινός τώρα δάσκαλος και με πτυχίο –και σάρωσε τις ψυχές μας, να σπείρει  τα αδούλωτα και μελετημένα εικονίδια, που θα φώτιζαν τους ορίζοντές μας, ίσαμε το σήμερα, ίσαμε το αύριο και ίσαμε το πάντα. Αυτά τα σποράκια ρίζωσαν και χρωματίσαμε το μποστάνι του ήθους, νάχουν καρπούς, να τρυγήσουν τα παιδιά μας.
Τον ξανασυναντήσαμε στις θύμησες, το περασμένο καλοκαίρι, μετά από είκοσι οκτώ χρόνια, στην αυλή του παλιού μας σχολειού, σαν ανταμώσαμε, οι τότε συμμαθητές. Σήμερα στο καταμεσήμερο της ζωής μας, έδωκα την υπόσχεση στον εαυτό μου, να τον ψάξω. Δεν ήταν ένας τυχαίος δάσκαλος, ο δάσκαλός μας αυτός, παρά ο φωτοδότης των παιδικών μας οραμάτων και ότι λιγότερο ήταν : Να « κλίνω το γόνυ » και να εναποθέσω στην αγκαλιά του όλα μας τα « ευχαριστώ », αγκαλιάσματα της τότε δικής μας σχολικής φουρνιάς.
Όλοι τον θυμόμαστε, γιατί ήταν ο χαρισματικός, ξεχωριστός δάσκαλός μας. Δεν λογάριαζε στην αυστηρότητα των δικαιωμάτων του, μα έβαλε στόχο να σμιλέψει ψυχές.  Τι κι αν ξεχάσαμε, με το κλείσιμο του σχολειού, τον αόριστο δεύτερο του ρήματος λέγω; Τι κι αν δεν χώρεσαν ποτέ στο κεφάλι μας οι υποθετικοί λόγοι; Κρατήσαμε το λίπασμα του « ευ διάγειν » και « ευ ζην », που πρωτοστάτησαν στα κατοπινά μας χρόνια και σήμερα κουβαλάμε επάξια τη φορεσιά του έντιμου πολίτη και επιτυχημένου γονέα.

Ο αριθμός τηλεφώνου του ο ίδιος. Σήκωσε το ακουστικό… και ναι!!! Τον αναγνώρισα αμέσως κι ας είχαν στραγγίσει, τα είκοσι οκτώ χρόνια. Η γλώσσα μου δέθηκε κόμπο. Δεν ήξερα τι να αρθρώσω;
Πού να θυμηθώ τους τρόπους ευγένειας, που επέμενε να κουβαλάμε, προς του μεγαλύτερους; Σκούριασαν με μιας οι μνήμες και άλαλη έμεινα για λίγα λεπτά. Σαν συνήρθα, επιστράτευσα, ό,τι ανορθόγραφο μου κατέβηκε στο κεφάλι και έκρυψα επιμελώς, ένα δάκρυ, που βάλθηκε να στιγματίσει, την πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου.
« Είμαι γέρος, τώρα », ξεστόμισε στην πολύωρη κουβέντα μας. Δεν έσπασε τη δέση των ειρμών του, μα διέκρινα, έστω μέσα από το σύρμα, την αετίσια ματιά του και τη λάβρα της νιότης, που του καταχράστηκαν, τα εβδομήντα πέντε του χρόνια. Εκείνος μνημόνεψε τα χρόνια του, μόνο που απέφευγε νακούσει τα δικά μας, γραφόμενα χρόνια. Το διάκοσμο της στολής, της δικής μας ψυχής. Πρωτομάστορας στο λάξεμά της, με τόση αγάπη για την τότε τρυφερή ηλικία μας, φτάνοντας σήμερα να του χρωστάμε, έστω το να συνταξιδεύσουμε, στην αδιόρατη ενσωμάτωση, του « κοσμώ » και « ηλιοπερπατάω ».
Διάφανη, ανομολόγητη και ονειροπαρμένη, η στράτα μπροστά μας και σίγουρα του πρέπει το μουράγιο της αναγνώρισης, νάναι το δικό μας οικοδόμημα, για έναν δάσκαλο που τύπωνε πάντα τα γραφτά του, σε πανάκριβες παιδικές περγαμηνές. Το λιγότερο που μπορούμε να του ανταποδώσουμε, για το τότε, μέσα από τον καθρέφτη του τώρα.
Δεν διαλέξαμε τυχαία τούτη τη μέρα, της παραμονής της Πρωτοχρονιάς! Θαρρώ πως αυτές τις μέρες, ξεκλειδώνει το παλιό τεφτέρι γενεθλίων και η πρώτη του σελίδα γράφει εσένα δάσκαλε.
 Σαν δύει, η τελευταία μέρα του χρόνου, πρέπει να ξεπληρώνεις όλα τα χρέη σου και κλείνεις όλους τους απλήρωτους λογαριασμούς, που σαν τυχαίνει να είναι και δώρα καρδιάς, τότε η ανατολή θα σε απαντήσει, πιο όμορφο και καταλαγιασμένο στην ψυχή.
Και εγώ θέλω απόψε, νανάψω το φάρο της καινούριας χρονιάς, με ένα εσώψυχο, παλιό πιστωτικό μου σημείωμα:
« Τιμή και υποχρέωσή μου να φιλήσω το χέρι σου Δάσκαλε ».Εκ μέρους όλων των τότε μαθητών σου.
Χρόνια Πολλά.

Βουλα Μεμου

σιωπη

Σαν ο πηγαιμός σου
 για ένα ξενύχτι,
 συναντήσει αγκαλιές,
κλάψε για το ξημέρωμα
 που έρχεται μόνο.
       Είσαι εσύ,
 μια παράκληση της νύχτας,
 σαν εκμυστηρεύεται την καθαρόαιμη σιωπή,
 σε μια άγνωρη στόχευση
 και γράφει τον άνεμο,
 με μια μαδημένη ανεμώνα.
    Είσαι εσυ η ηχώ,
 που ξαναγυρίζει στο πρεβάζι.

 Μια ναυαγισμένη ομορφιά…. είσαι.

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

ΠΑ----ΤΕΡΑΣ

                                      ΠΑ------ΤΕΡΑΣ     




       Αποσβολωμένος κοίταγα τούτο το θέαμα. Έγινα και εγώ για μια φορά μάρτυρας του άδικου. Νάχατε τα μάτια μου πομπό, να πάρετε όλη την ντροπή που ένιωσα, εγώ που πάντα έχω τον άχαρο ρόλο, να γράφω για χελιδόνια, την ώρα που σωριάζονται στα πόδια μου, ανθρώπινες αξιοπρέπειες.
       Παραστρατήματα της χρονιάς, θα σκεφτείς.

       Κατακρημνίζονται από το σάπιο βράχο, άψυχες ελπίδες και θάβεται ένα αύριο πριν καλά-καλά γεννηθεί.
       Και κείνο το ανθρωπόμορφο κτήνος που οι τίτλοι σπουδών του περιορίζονται στη μια και μόνη λέξη «πατέρας», έμπηγε τα νύχια του, τα κοφτερά και αλιμάριστα, στην αμάλλιαγη σάρκα του μοναδικού του, δικού του, άγγελου.
       Προσποιούμαστε όλοι, ότι η άγνοια πρέπει να πάψει να είναι ποινικό αδίκημα και το μόνο που καταφέρνουμε, είναι να την κάνουμε συνειδησιακό μας νόμο, γιατί πάντα θεωρούσαμε άγνοια, την  κατασταλαγμένη μας σιωπή, που δεν θάλεγε αλλιώς ο ιστορικός του μέλλοντος, παρά συνενοχή και συναδίκημα.
       Και νάταν ο φόβος του νόμου, που αποφασίσαμε τη σιωπηλή αμέτοχη άρνηση;
       Και νάταν το τόσο φτηνό « ου μπλέξεις », που κλείναμε ταυτιά μας;
       Εμείς οι απαίδευτοι, εμείς οι αχρείοι, λέγαμε πάντα « σπίτι μας », τα λίγα τετραγωνικά του καγκελόφραχτου συνόρου μας.
       Κλειδώναμε καλά τα μυστικά της εξόντωσης, του μαρτυρικού και άνισου αγώνα, όταν προβάλλαμε σαν άλλοθι, ότι δεν είναι « σπίτι μας », εκείνοι… οι  άλλοι… αλλά μόνο το κλειστό μας εμείς.
       Αφήναμε όμως, το σταυρό της εκμηδένισης, να τον κουβαλήσει ένα μικρό μπουμπουκάκι, που έγινε το άγγιγμά του με την ύπαρξη, μια μισοπεθαμένη, σάπια κουπαστή. Δεν την θεωρήσαμε ποτέ συνενοχή μας, αυτή μας την στάση απάθειας και ανοχής και δεν κληθήκαμε ποτέ να λογοδοτήσουμε, σαν φτιάχναμε μια ιστορία μόνο και μόνο για να έχει τραγικό τέλος. Πλουτίσαμε το μάθημα της ιστορίας, με κεφάλαια για πυρηνικές κεφαλές και είπαμε μέγιστη υποχρέωσή μας, μια βαριά ατσαλένια καγκελόπορτα, να οριοθετήσουμε, το στενό κόσμο του σπιτιού μας.
       Σαστίσαμε και κάποιοι θερμόαιμοι- κούφιοι όμως –έβριζαν σαν έβλεπαν ένα αναμαλλιασμένο κορμάκι, σαν τρομαγμένο αγρίμι, να μην θέλει να το πλησιάζει κανείς μας….    
       Όλοι συμφωνήσαμε πως έπρεπε να ασχοληθούν, οι ειδικοί μαζί του. Ναι, βέβαια, σαυτό είμαστε κατηγορηματικοί. Να ασχοληθούν, οι ξένοι ειδικοί με το λεηλατημένο του κορμάκι και να φωτογραφίσουν με χιλιάδες συζητήσεις, τον βανδαλισμό και τον αφανισμό της αθωότητας, που στα ερείπιά της, το μόνο που θα φυτρώσει είναι παγερές πέτρες.
       Φοράγαμε το προσωπείο του καλού οικογενειάρχη και του ευυπόληπτου καθωσπρεπισμού μας και κάναμε τον μόνο αγώνα να είναι ακριβή η ατσαλένια μας εξώπορτα.
       Αφήσαμε αμανάτι ένα απερπάτητο ροδοπέταλο και το δώσαμε –μικρό καθώς ήταν- στα πειράματα της ανερχόμενης παιδοψυχιατρικής.
       Κάναμε μακρόβιες συζητήσεις, επί συζητήσεων, θάλεγα, έτσι για να αποδείξουμε την επιστημονική μας κατάρτιση.

       Η απομυθοποίηση ενός ρόλου, ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά πόσο μύθος μπορεί να λεχθεί ο ακρωτηριασμός, ενός παιδικού ψυχικού κόσμου;
       Προσφέραμε άπονα, το ανυπεράσπιστο τούτο πλασματάκι, στο εργαστήρι της έρευνας, για να κάνουν αξιόλογες και αξιόπιστες διατριβές… και βέβαια θάχαν έτοιμο και το υλικό, για την μελλοντική τους επιστημονική εργασία.    
       Περιφέραμε τον λεγόμενο ψυχικά διαταραγμένο – διεστραμμένο, « πατέρα », ίσα στα φλας των φωτογράφων και επιμέναμε να μας πει…. ΤΙ;
       Το είδος της ληστρικής επιδρομής;
       Το μέγεθος της αδιαντροπιάς του;
       Τον αιμοσταγή εφιάλτη, που παραφύλαγε τις νύχτες, να ζωντανέψει τους δράκους και τους βρικόλακες, στο ροζ παιδικό κρεβατάκι;
       Σε τούτα τα χεράκια, δεν πέταξαν περιστέρια τη μέρα της ειρήνης, μα σφίγγονταν γροθιές, όταν ο πόνος του φιμωμένου λυγμού, πνιγόταν από το αιμοβόρο ζώο, τις νύχτες του μαρτυρίου.
       Ποτέ το παιδικό φανελάκι δεν μύρισε λεβάντα. Η μόνη μυρωδιά… ο βρώμικος ιδρώτας του ζώου, που το λιγότερο που μπορείς να πεις ότι σου προκαλεί, είναι εμετός.
       Πού ανάγκη για πάνινες κουκλίτσες;
       Ποια αγκαλιά να γίνει παιδικό καταφύγιο;
       Πού ματάκια να λάμπουν, από υποσχέσεις τρυφερές;
       Ένα ανήλιαγο και στενό υπόγειο, ήθελε τούτο το πλασματάκι, γιατί τώρα πια, η παιδική του ντουλάπα, δεν ήταν κρυψώνα διαφυγής.
       Σταυρωνόταν καρτερικά, γιατί τα δάκρυα διαμαρτυρίας, ποτέ δεν πέρασαν το στενό οικογενειακό άσυλο και η λέξη « παιδί », ήταν πια χαραγμένη στη μεγάλη μαρμάρινη ταφόπλακα, που λάξεψε ο ένας καλλιτέχνης, που κατά τάλλα, έφερε τον τίτλο « πατέρας ».
       Ο πατέρας γεννάει, λένε οι γιατροί και κείνος ο βάρβαρος, σκέφτηκε πως έχει και το δικαίωμα να σκοτώνει, ότι γέννησε σε μια στιγμή, που δεν μπορεί να ήταν ηδονική ιεροτελεστία, αλλά τόπος μαρτυρίων.
       Δεν μπορείς να καρφώνεις σταυρούς, σε παιδικές σάρκες, αν δεν έχεις μάθει καλά, την τέχνη να αραδιάζεις μνήματα.
       Ποια αυθεντία χειρουργός, μπορεί να μεταμοσχεύσει, αιμορραγούσες πληγές, όταν αδυνατούν να τις καταγράψουν, τα πλέον σύγχρονα ηλεκτρονικά μηχανήματα;
       Το μόνο τελικά που καταφέραμε, ήταν να θεμελιώσουμε καινούριες φυλακές, για δολοφόνους, που δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς θα μεταφράσουν κάποτε, την έννοια « φρίκη ».
      
       Κι ύστερα είχα εγώ την ξεδιαντροπιά-και εσείς μου το επιτρέψατε- να λέω ότι θέλω να γράψω, εικαστική λογοτεχνία και να λέω εμένα, καλλιτέχνη.
       Με μεγάλη επιείκεια, γιατί πρόκειται για μένα, ότι αξίζω να με πείτε, είναι αναίσχυντο συμμέτοχο, στη μεγάλη συντεχνία των αδιάφορων.

       ΝΤΡΟΠΗ ΜΑΣ………..      

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

ο θανατος του ποιητη

                                     Ο θάνατος του ποιητή

       Παρέδωσε τα χειρόγραφα, κλείδωσε την πένα του και μετακόμισε για αλαργινούς τόπους φορτωμένος μια ποινή, που ζυγιάστηκε και κατοχυρώθηκε πάνω του.
       Στοιχημάτισαν όλοι στο μοναχικό του δρόμο και στόχευαν μαζί του το όμορφο, δηλαδή το δικό τους ωραίο, το άνω, το ένα, ή το εμείς, καθώς έλεγε τότε.
       Μέσα σε ένα στίχο, έδινε τη δραματουργηκότητα για μια ζωή ανθισμένες ώρες, που συνέθεταν το όριο των ωρών και καιρών που δεν θα λησμονηθούν ποτέ.
       Φυλάκισαν τον ποιητή μας, για παραβάσεις οδικού κώδικα-πλημμέλημα θα πεις- αλλά δεν αρνήθηκε την καγκελόφραχτη νύχτα, που λαχτάρησε στο ξεκίνημά του.
       Αδούλωτη αντιστάθηκε μόνο η ψυχή του, ότι δεν λογαριάζεται από κανέναν, σαν το σκοτάδι μελανιάζει τις αντιλήψεις και γράφει το προσπέρασμα των αναλογιών στο Μεγάλο Βιβλίο.
       Θέριευε μέσα του σαν μανιασμένο κύμα, η άλογη θεώρηση των τάσεων και τοποθετούσε προσεκτικά τα πράγματα, το ένα δίπλα στο άλλο, με μόνο γνώμονα, την δοτική και μάλιστα πάντα γένους θηλυκού.
       Μοναχικός, μοναδικός, ανυπεράσπιστος στους καιρούς, τράβαγε ίσα στο μονοπάτι που διάλεξε, σαν πρωτοέμαθε μια αράδα νοσταλγίες και συντρόφευε, κάθε που βράδιαζε, τη θάλασσα-μεγάλη του αγάπη-με το σκοπό της άρπας του, που οι συγχορδίες των στίχων, αποκάλυπταν την γνωστή του παραίνεση για χοές στον ένα δικό του θεό.
       Φορτωνόταν την ζωντάνια των νεκραναστημένων λέξεων και τις έραβε στήμονες κυοφόρησης, στη μεγάλη διαδρομή για το αξημέρωτο όνειρο.
       Μεγάλη του ερωμένη η πρώτη στροφή που σκάρωσε στον καμβά των συναισθημάτων και αγγελόσταλτο φυλαχτό η ανεμπόδιστη πεθυμιά του, για λατρεμένες ζωγραφιές γραφής.
       Τον συνάντησα πολλές φορές και συνταξιδέψαμε στα κανάλια της τέχνης του-μικρός εγώ θαυμαστής της ρίμας του-και σε θέση σταυροπόδι στην άμμο, μεταλάμβανα των αχράντων σπονδών, στην μεγάλη των άδοξων στεφανωμάτων πηγή.
       Πώς να τολμήσω να προτείνω το χέρι μου, για το άγγιγμα των λόγων του, σαν ξεροστάλιαζα και λαγοκοιμόμουν μέσα στις γραμμές, που οι εικόνες με αποστόμωναν;  
       Κάποτε θυμάμαι γευματίσαμε, με κάτι μαδημένες κίτρινες μαργαρίτες, σαν τις σκόρπισε στο γυμνό κορμί της ποίησης και λησμονήσαμε με μιας, τι λέγεται ή γράφεται ή νοιώθεται ή υπάρχει.
       Μικρού παιδιού ψυχή σπαρτάραγε στο στήθος του και έτσι του βγήκε αυθόρμητα να  αρχίσει να γράψει ένα παιδικό παραμύθι. Θαλασσινό ήθελε να είναι. Έτσι για το λεύτερο του γαλάζιου. Έτσι για το λεύτερο που δεν έμαθε ποτέ τη σημασία του. Μα και το παραμύθι του αντιστεκόταν. Δεν ήθελε να πάει παρακάτω. Κλείστηκε δέσμιο στο σκοτεινό θάλαμο του μυαλού του και πεισματικά αρνιόταν να ακουστεί ολάκερο.
       Αϊ, γέρασες ποιητή, ακούστηκε η φωνή των αντιρρήσεων και λογομάχησε με το χτεσινό συνοφρύωμα των ματιών, σαν κατρακύλησαν οι λέξεις, σε ανορθόγραφες και στιγματισμένες μελανοσειρές.
       Το απόρθητο μέχρι χτες κάστρο, παραδόθηκε αμαχητί, και όλες οι δόξες τον προσπέρασαν και τον έταξαν μάρτυρα, σε μια παλιά κατάρα, που δεν έλεγε να ξεφορτωθεί. Δεν τόλμησε να τα βάλει με το παλιό ρολόι του τοίχου που σταμάτησε εκεί στο παλιό υπάρχω του και έτσι έμεινε με το φορτίο στην πλάτη νακούει, τα τραγούδια των άλλων και να ψιθυρίζει μόνος του:
       Πειράζει που κλαίω Μήτσο;
       Τι χρώμα νάχει άραγε, το δάκρυ ενός ποιητή και πόσες ρωγμές αυλάκωσαν το μέτωπό του, σαν ο ιδρώτας βγήκε να λογοδοτήσει, σε κείνο το γέρασες;
       Άνοιγαν πότε-πότε τούτες οι ρουνιές και μούσκευαν το προσκέφαλό του, σαν έγερνε μόνος και αδικοζαλισμένος, να καταγράφει τις χαρές που του νύχτωσαν και έβλεπε και κείνο το αστέρι να λοξοδρομίζει κάθε που νύχτωνε.
       Γύρευε μάταια, τη λευκή σελίδα που χρώσταγε στο θέλω του και την άκουγε να ξεμακραίνει ολοένα και πιο πολύ.
       Κανείς δεν του διάβηκε το κατώφλι της χαράς, που λαίμαργα κρυφοκαμάρωνε και οραματιζόταν, σαν στέριωνε το ένα γραφτό του-τότε , όμως, τόσο μακριά-που δεν έχει φακούς η όρασή του, να διακρίνει με ευκρίνεια. Χιλιοειπωμένες οι υποσχέσεις που του δόθηκαν και ανήμπορος πια να δώσει όρκους, καταδικάστηκε στο δικό του αφανές και αχανές μισοσκόταδο, που σαν το αντικρίζεις, σου ραγίζει η καρδιά σου.
       Πού να ψάξεις τον περήφανο καβαλάρη της τέχνης, που δεν άφηνε δύσβατο, απερπάτητο;     
        Τούτος, ο λόγιος μετανάστης της τέχνης, ο ποιητής του χτες, έμενε πια ακίνητος και μαρμαρωμένος, να ανακατεύει θυμιάματα-έτσι τάβλεπε τώρα-και να αραδιάζει διαδρομές, που είχαν αξία μόνο τις καλοκαιρινές διακοπές.
       Σαν ανταμώσετε κάποτε, τον παλιό εκείνο εραστή της τέχνης, πέστε του, πως τον ψάχνω, ναρχίσουμε ένα στίχο μαζί.
       Τα παιδιά περιμένουν το παραμύθι του.
       Σαν άξαφνα, ώρα γιορτής
             Ξυπνήσεις χάραμα,
       Πάρε ένα στίχο-μικρού παιδιού τραγούδι-
            Και πες με άθλιο
                  Και ακαμάτη γέρο
       Που στέρεψε τη βρύση
              Που ξαπόσταινε….
                    Ο λιοκαμένος… στρατηλάτης…
                             Αδερφός μου.


           

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

μια πνιγμενη λέξη

Η βουβή συλλαβή έκανε αντίλαλο στα στήθη της,
η αδούλωτη σκέψη, ανηφόρισε στο χωριό.
Μια πνιγμένη λέξη, αναγραμματίστηκε
Και πήρε το πλοίο της γραμμής.
Ανοιξιάτικε καβαλάρη, λογικέψου,

Ο  δρόμος θα μετανιώσει και θα γυρίσει πίσω!

Γραμμα σε εναν δικο μου φιλο...

       
       ΓΡΑΜΜΑ ΣΕΝΑ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΦΙΛΟ

       Μια φορά και έναν καιρό….τώρα….ήταν ένα τραγούδι, δική της σύνθεση και ερμηνεία, που εγώ ο φτωχός γραφιάς θέλω να τραγουδήσω, στο όνομα του αετώματος της μικρής πετρόκτιστης κρήνης της.

       Ανατρίχιασε σύγκορμη την ώρα που δινόταν –παιδί άμαθο, θα μου πεις –αλλά έτσι γίνεται η μόνη διαφορά. Μια διαφορά, που στις συγκρίσεις, εκείνος που χάνει, είναι ο άσωτος ζυγιστής, του μεγαλείου, με τη φτήνια.
       Είχε επίτηδες φυλάξει εκείνη τη σελίδα, του Μεγάλου Βιβλίου κενή, για να χωρέσει τη μια και μόνη λέξη που κατάφερε ξαφνικά να σκαρώσει.
       Δυο χρόνια ψαχούλευε στο λεξικό του μυαλού της, να βρει μια λέξη για τούτη τη λευκή σελίδα. Δεν ήθελε να κλείσει το βιβλίο με μια άγραφη, κενή σελίδα. Δυο ζωές σε κατατρέχουν οι Ερινύες για τη μόνη σελίδα που άφησες κενή.
       Μούδιασαν μεμιάς οι πυρίμορφες χαρές σαν διάβασαν στο χρώμα των ματιών της,  τη μοναδική της ζωής της ώρα, σε μια συνάντηση.
       Είχε αγκυροβολήσει σε τούτη τη σελίδα, όλα τα κλικ –που έλεγαν κάποιοι- και εκείνη δεν κατάλαβε ποτέ.
       Είχε σταματήσει τα ρολόγια όλου του κόσμου, στις επτά το πρωί ακριβώς. Θέλει πολλά κότσια για να κλείσεις ένα επτά, σε μια άγραφη σελίδα και ναφήσεις τόργωμα όλου του Είναι σου, σε μια κοσμοώρα. Επτά. Δεν κελαηδούν ταηδόνια τούτη την ώρα και πέντε-δέκα κοτσύφια πούχαν βάλει σκοπό το πρωινό ξύπνημα, αραδιάστηκαν αποκαμωμένα και λευτερωμένα στο κλαδί της δική της εντολής.
       Ποιος δεν ξεστόμισε την ολοκλήρωσή του, σαν έζησε στο πετσί του, ένα « είσαι ο μοναδικός και το νιώθεις…. .άραγε πόσο θα το αντέξεις;» Ποιος σέμαθε, νάχεις τον ώμο, να σηκώσεις τη μοναδικότητά σου:
   
       Ποιος δεν άκουσε το λατρευτό πρωινό της, σαν η επανάληψη έμοιαζε με το τρακ του πρωτάρη:
       Ποιος δεν γιομάτισε από τούτο το νάμα που οι τέλειοι των καιρών το κατέγραψαν απλά σαν ένα λάθος:
       Ποιος άντεξε και δεν γονάτισε μπροστά στο Θείο μεγαλείο σαν μέτραγε τις ίντσες του κορμιού με κάτι ανείπωτες Ωδές που δεν είναι κανείς άξιος να δώσει μονάδα μέτρησης:
       Κατέγραψε μια καρέκλα και ένα γραφείο, σαν λάφυρα στις αποσκευές της, όχι γιατί η αξία τους ήταν μεγάλη, αλλά πάντα θα κρύβουνε το μυστικό, για το πώς μπόρεσε  να σταματήσει τα ρολόγια όλου του κόσμου. Θα το μαρτυράνε μόνο στο Αυγουστιάτικο φεγγάρι, που έτσι ολόγιομο που βγαίνει σου αδειάζει την ψυχή μια φορά στα χίλια χρόνια.
       Βούτα, τη μοναδική της ζωής σου Αυγουστιάτικη νύχτα, στα κανάλια της αναζήτησης και γίνε ο τυχερός που σου ανοίχτηκε ένα παράθυρο στο αιώνιο Αύριο.
       Σιγά τα λάφυρα! Θακούσεις. Μια καρέκλα και ένα γραφείο!
       Το πολύ – πολύ να σε πουν τρελό, όλοι αυτοί, που έκαμαν την τρέλα σου αυτή, επιστήμη και όποιος γλυτώσει Πόσο μακριά νυχτωμένοι είναι:
       Ανεμπόδιστη θάναι η πεθυμιά σου και μόνος σου θα λύσεις σε μια μαγική βραδιά με πανσέληνο το μυστήριο της αφθαρσίας. Αγουροξυπνημένα θα φαίνονται τα φώτα των ματιών όλου του κόσμου και απόκοσμη λάμψη θα καθρεφτίζει στα δικά σου μάτια, ένα απλό φεγγάρι.
       Τόζησε τούτο το ξύπνημα στις επτά ακριβώς και δειγμάτισε τα μόνα της λάφυρα μια καρέκλα –λίγο σπασμένη θα σκεφτείς- και ένα γραφείο. Όχι δεν ήταν παλιά η καρέκλα, απλά έσπασε κάτω από το βάρος δυο άναρθρων αναστεναγμών που θα πλήρωναν πολλά οι περίεργοι της εποχής για να ζήσουν έστω για μια φορά.
       Η γεωγραφία του κορμιού της έδειχνε εκείνο το ένα σημείο της διαφορετικότητας, σαν απαντήθηκε δέκα μόνο φορές –ναι ακριβώς, λόγω τιμής, τόσες ήταν- με τον Ισημερινό.
       Και είχε αξία αυτό το συναπάντημα γιατί για κείνη ήταν η μόνη της φορά.
       Πρώτη φορά διάλεξε δυο ίντσες κορμί ναποθέσει αυτό το θησαυρό που τόσες ανατομικές ασκήσεις, δεν θα διάλεγαν ποτέ. Χόρεψε πάνω σε κείνη την καρέκλα, το σπάνιο χορό των αγγέλων, που μυαλό ανθρώπου δεν θα χώραγε. Άψυχη θα μου πεις, η μαύρη μισοσπασμένη καρέκλα, που εσύ, που πάντα καμάρωνες, σαν σου λέγανε πως πέταγες στα σύννεφα, την έκαμες λάφυρο στις μικρές γηινες αποσκευές σου, μα για μένα, άνθρωπε αλλοτινών καιρών, έγινε το δικό μου άδυτο.
       Έγδυσε όλα τα κύτταρα μπροστά σένα γραφείο –ήταν και ένας καφές που άχνιζε ανατολίτικο άρωμα- και σε μια μαύρη καρέκλα, που έμελε να ξέρει τις αλήθειες, μόνο λευκές.
       Ξυπόλυτη με βρεγμένα τα πόδια, αντέγραφε κάθε φορά, σε μια μοκέτα, τα σημάδια που δεν είχαν για κανέναν σημασία, παρά για το στοίχειωμα ενός επτά, στη μία και μόνη δική της άσπρη σελίδα.

       Και έζησε εκείνη καλά….και εγώ ο μικρός τραγουδιστής της, πιο σοφός, με μόνο μου σκοπό, να αφήσω μια κενή σελίδα και να ψάχνω το δικό μου επτά ακριβώς…..