Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

του χρονου γυρισματα

Νυχτοκαρτέρεσαν
Ταπομειναρια της πάχνης.
Σκιρτησαν και τώρα,
Οι ανομες ελπίδες.
Σαν τοτε που ρημαξαν
Της νιοτης οι εχτρες
Και λαθεψαν
Ταποκαϊδια
Των νοθρων αναπαραστάσεων.
Σκεφτομαστε
Τις ωρες που στριμώχτηκαν
Αποκοιμισμένες
Στο σκοτεινο και
Αραχνιασμένο
Δωματιο….
Παει….
Κιότεψε του χρονου
Η αμαθη ορφανεια,
Νανοιξουν φτερά
Καινουριες ελπίδες,
Στα ματια
Να λαμψουν
Μελλουμενα ονειρα,
Να παμε τη νιοτη μας παρακατω….

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

κσλσ Χριστουγεννα

                               ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σκέπασε τα πόδια της με την μάλλινη κουβέρτα και μέριασε την κουνιστή πολυθρόνα,  δίπλα στο παραγώνι.
Γιορτινή η σάλα, του μεγάλου πετρόχτιστου σπιτιού και η θαλπωρή από το τζάκι, που έκαιγαν τα κούτσουρα, έφτιαχναν εικόνα, από το παλιό μας παραμύθι.
Περασμένα μεσάνυχτα, η ζωή της κυρίας Άννας, αράδιαζε στα χρόνια της όλες τις εμπειρίες και τη γλυκιά γοητεία, της τέχνης των γηρατειών. Περήφανη, αρχόντισσα σωστή, έρανε με εορταστικό άρωμα το σπίτι, αν και ήξερε ότι φέτος, θάταν ολομόναχη τις γιορτές.
Είχε η ίδια επιμεληθεί, για τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι, τυλιγμένα, σε κόκκινο σελοφάν.
Οι γιορτές, παιδιά μου, έλεγε στα γειτονόπουλα που της κράταγαν συντροφιά, πάντα επισκέπτονται το σπιτικό σου και πρέπει να τις φιλέψεις, ένα γλυκό.
 Μόνος δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει παρέα, μα αυτός, που δεν τον θέλει κανείς, για παρέα.
 Σοφές κουβέντες ξεστόμιζε, η γιαγιά πια, και ορμήνευε τα παιδιά, με κείνη τη γλυκύτητα στα μάτια και εκείνα κατάχαμα, γύρω-γύρω στα πόδια της, άρμεγαν τις ιστορίες της και καμιά φορά τάπαιρνε ο ύπνος, στο πάτωμα.
Παραμονή Χριστουγέννων απόψε και πώς φαινόταν με την πρώτη ματιά που έριχνες στο σπίτι της; Είχε καλοχτενίσει, τον κάτασπρο κότσο της και έβαλε και την καινούρια της ζακέτα. Η εγγονή της την έστειλε από την Αθήνα, με λεφτά από τον πρώτο της μισθό. Κοτζάμ γιατρός, έγινε η Αννούλα μας! Και πόσο το καμάρωνε!!!
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ήθελε απόψε να πάρει το δρόμο της προς τα πίσω και ναπαντήσει, εκείνη τη μακρινή παραμονή της Μεγάλης Γέννησης.

Τόστρωσε για τα καλά έξω. Ένα γόνα χιόνι, έριξε τη νύχτα! Τα ζωντανά, ήταν κλεισμένα στα χειμαδιά. Ποιος να ξεμυτίσει, με τούτον τον καιρό;
Χριστουγεννιάτικος καιρός, παιδιά μου, έλεγε ο παπά-δάσκαλος, σαν του παραπονιόσανται ότι κρύωναν, τα σχολιαρούδια του. Σάμπως είχανε τα καλοριφέρ; Μια ξυλόσομπα και εκείνη κάπνιζε του καλού καιρού, κάθε που έβανε βοριά. Όσο για ξύλα; Τα κουβαλάγανε, κάθε πρωί, από τα σπίτια τους. Αντί για τσάντα, παίρνανε ένα κουτσουράκι από το σπίτι, να ζεσταθούνε στο σχολείο.
Σε δυο μέρες κλείνουμε, για τις γιορτές. Εξάλλου βουνίσιοι είμαστε. Μην το ξεχνάτε και τον αντέχουμε το χιονιά. Είχανε ζεστά πανωφόρια, από γίδινο μαλλί, αλλά τα παπούτσια τους, φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιών, όλο και γίνονταν μούσκεμα.
Έτσι κύλαγε ο χειμώνας, έτσι ταλαιπωρούσαν την ανάγνωση και τη γραφή, όσο για τη φυσική, τη μάθαιναν από τα πειράματα της φύσης.
Γέρος πια και ο παπά-δάσκαλος, άλλωστε, ποιος θα πήγαινε σε κείνο το χωριό, που δεν το βρήκαν ούτε οι Γερμανοί, την κατοχή; Φιλάσθενος καθώς ήταν, με το πέσιμό του στο κρεβάτι, έκαναν και ένα μήνα να ψάξουν την πλάκα τους.
Πού τετράδια και μολύβια; Μεταπολεμική εποχή ήταν. Μια πλάκα και ένα κοντύλι, ήταν αρκετά για σύνεργα, στη μαθησιακή τους αναζήτηση.
Τέτοιες μέρες σαν γύριζαν σπίτια τους, ξεροστάλιαζαν γύρω από την ποδιά της μάνας, τρυγώντας με τα μάτια τους τα καλούδια των ημερών. Κουραμπιέδες, λουκουμάδες με φρέσκο πετιμέζι, μουσταλευριά και καρύδια σουτζούκι.
Έβρισκε, λέτε, άκρη για καλούδια, η  κυρία Άννα, μιας και τα δικά της καλούδια- ζωή νάχουνε- ήταν δεκατρία;  Μια θράκα παιδιά, έλεγε και καμάρωνε το βιός της.
Με τούτο το βιός, χόρταινε σαν βράδιαζε, τα μουδιασμένα της από την κούραση χέρια. 
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, σαν άκουσε τους ρεζέδες της ξυλόπορτας, να τρίζουν.
Γυναίκα, σας φέρνω μουσαφίρη. Πάντα γλυκιά και ήρεμη η φωνή του κυρ- Δημήτρη, που έφτανε κάθε βράδυ στο σπίτι, σφυρίζοντας.
Μικρόσωμος, κουρελής και ταλαίπωρος, ο μουσαφίρης.
Τίποτε δεν ρώτησε παρά συμπλήρωσε τα  πιάτα στο τραπέζι και τάκανε, δεκαοκτώ.[Είχανε βλέπεις και τα πεθερικά της, στο σπίτι τους]
Ο Γιώργης, γυναίκα, θα μείνει στο σπίτι μας. Θα γίνει οικογένειά μας. Μαγκούφης, ο κακομοίρης και ολομόναχος, τι θα μας κοστίσει; Ένα πιάτο φαΐ;
Ήταν βλέπετε, μικρή η φαμίλια του και ήθελε να την αυγατίσει και με το Γιώργη!!!!
Και έγινε ο Κοντόγιωργας, έτσι τον βάφτισαν τα παιδιά, άνθρωπος της οικογένειας. Και έμεινε μαζί τους μέχρι την τελευταία, της ζωής του ώρα.
Ήταν ένα βράδυ, σαν απόψε. Ακριβώς την παραμονή των Χριστουγέννων, του έτους… τι σημασία αλήθεια, έχει το έτος;
Τούτες οι σκέψεις στρογγυλοκάθισαν απόψε, στο άδειο, Χριστουγεννιάτικο σπιτικό της. Ποτέ δεν παραπονέθηκε και για τίποτα, η άγια τούτη γερόντισσα, μα ξημέρωνε και βράδιαζε, όλη της τη ζήση, με ένα: Νάχετε την Ευχή μου. Μοίραζε απλόχερα ευχές και ήταν τόσο από καρδιάς, που κάθε φορά και με κάθε ευχή που σκόρπιζε, φωτιζόταν το πρόσωπό της.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, τη συμμάζεψε από το ξεστράτισμα, στο χρόνο.
« Χρόνια Πολλά, γιαγιάκα ». Ήταν ο Δημητράκης, ο εγγονός της, ορφανό από τη Γκάνα, που υιοθέτησε, ο γιος της ο Γιάννης. Και τόλεγε, τούτο το γιαγιάκα, με μια γλύκα! Με το γιαγιάκα του Δημητράκη, ανάδευε τόσα όνειρα και ζέσταινε τόσες ελπίδες!!!
« Χρόνια Πολλά Μάνα Καλά Χριστούγεννα. Σε λίγο πετάμε. Αύριο θάμαστε εκεί Μόνη θαρρείς, θάκανες γιορτές, μετά από δεκατρία παιδιά; Θα γνωρίσεις και το Δημητράκη μου, Μάνα.».
Έκλεισε το τηλέφωνο και δακρυσμένη, ανακάτεψε, λίγο, τη θράκα.
Το σόι πάει βασίλειο!!
Νάχεται την ευχή μου!!!

Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα Γιάννη μου!!!! 

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

"ΕΣΤΙΝ ΟΥΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ"

«ΕΣΤΙΝ ΟΥΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ»



Έ
παιρνε πάντα τον ίδιο και απαράλλαχτο αντιγραμμένο δρόμο, κατασκεύασμα της μοναδικής του ανασφάλειας και τράβαγε ίσα καταπάνω, για το αδιαπραγμάτευτο τίποτα. Ένα τίποτα που γεννήθηκε από τις μεγάλες προσδοκίες του- αποκυήματα άγραφων αναγνωσμάτων-για τα νοσηρά προλογισμένα μονοπάτια. 

Σ
τόχοι ανωτέρων ανθρώπων καρφώθηκαν στο κεφάλι του και ζωντάνευαν, μόνο για να του καταμαρτυρήσουν την μηδενικότητα, που αλαζονικά προσπαθούσε να αναδείξει σε  αρετή. Σιγοπριόνιζε τα μελτέμια που αρμένιζαν τα βαπόρια του ήθους και καλούσε τον ξεπεσμό του σε ευανάγνωστες συναυλίες.  

Τ
υχερός θα λογαριαζόταν, σαν αντάμωνε αναγνωρίσιμες καταιγίδες, μιας και το μεγάλο του παράπονο ήταν η ανωνυμία της σκιάς του. Τρανταχτό παραστράτημα της μοίρας του, η μακρινή απομόνωση που αναγράφεται και δη με κεφαλαία.

Ί
διο λαχτάρισμα το ξέσπασμα της τραγωδίας, που γεννιέται και σε ακολουθεί ίσαμε τα ύστατα κοσμογονικά σου περπατήματα και ανατριχιάζει τους θεατές της κατρακύλας σου.

Ν
όθευε τις μετάνοιες του, με τις επαναλήψεις των ανομιών του και εισέπραττε πάντα το ίδιο, ακατανόητο για κείνον, απορρίπτω, σαν αμοιβή των ανεύθυνων προγραμματισμών του. Ποτέ δεν ζέστανε τα χέρια του στο φως του φεγγαριού και δεν συνόδευσε τον κότσυφα, στη φωλιά του. 


Ο
ρεγόταν τα των μεγάλων έργα, κλεισμένος και καταδικασμένος να παραμένει έξω από τα τείχη τους και κρυφομοιρολόγαγε την τύχη του, που κατέστρωνε τα σχέδιά της, με εκείνον… μεγάλο απόντα.

Ύ
στατες προσπάθειες κατέβαλε να παρακολουθήσει τη γιορτή των παραμυθιών, τις νύχτες των ανακατατάξεων και έτσι πάνω στην αδιαφορία τους κάκιωνε και θεμέλιωνε έργα ποταπών αντιλήψεων.

Ν
αύλωσε  πολλές φορές το καΐκι της απόρριψης, σαν στόχευε σε μεγαλεπήβολα όνειρα και  αγνοώντας τον ένα κριτή, που δεν ήταν άλλος από τον κακό του εαυτό, σκιαγραφούσε τα ανομήματά του σε οριοθετημένες πάντα πολιτείες..


Τ
ραυματικές εμφανίσεις, ή μάλλον τρομακτικές καταβροχθισμένες ώρες, μέτραγαν μπροστά του τα χρόνια της ζήσης του, γνεύοντάς του «εκεί», δηλαδή στην απέναντι γωνία, θέση που σε τοποθετούν τα πράγματα, σαν αποφασίσουν να σου σκοτώσουν το δικαιωματικό σου «εδώ».

Ρ
ωγμές των χώρων αναδεύονταν τις νύχτες της απομόνωσης και αναλάμβαναν το έργο των κατολισθήσεων των επιτηδευμένων λόγων ή σχέσεων που δεν κατόρθωνε ποτέ να κάνει κτήμα του.

Α
πολιθωμένες ρήσεις έγραφε, ως καταγραφή των περασμένων του μεγαλείων και ξεθώριαζε τους αφρούς των αντιξοοτήτων, λες και η ανωριμότητα ήταν το πλεονέκτημα των αμίμητων μυήσεων στα αχορτάριαστα μνημεία των γραμμών.

Γ
ερμένος στα άλαλα και ανεδαφικά αποκούμπια του…έστηνε το μεγάλο χορό  της μοναξιά, ζωγραφίζοντας το παράπονο, σαν το μεγάλο της ζωής του απόκτημα. Σκουριασμένες αναθυμιάσεις τα παλιά του ρητορεύματα, με παραπλανητικά σκόρπια λόγια, που ανασύντασσε μόνο και μόνο για να κρύβει την καμουφλαρισμένη του  απραξία.

Ω
ρίμασε με την καρφοπιασμένη του αγανάκτηση και παραπλανούσε νόθες αποδράσεις, ελπίζοντας τα ανέλπιστα. Παρακάλια με λυγμούς και σκύψιμο του κεφαλιού, στο μεγάλο κενό των τυφλών. Καταρρακωμένα γκριζοπράσινα όνειρα που  πνίγηκαν σε αφανισμούς και απαλλοτριώσεις.

Δ
εν ήμουν ποτέ ειμαρμένη του καιρού του και πώς να αποκρυπτογραφήσω την παραπονεμένη του σκέψη; Ήρθε απλά στα χέρια μου το στοιχειωμένο του παράπονο σε ένα ξέσπασμα και μάλιστα μέρα γιορτής. Ανακάθισα στο παλιό του ξύλινο σκαμνί και σαν τον ξομολογητή, λογοδοτούσα για τις τύχες των άλλων. Έδινα λογαριασμό για την «τυφλή τύχη», που κατάφερε να εμφανίζεται και ως κόσμημα στους κάτασπρους λαιμούς των κυριών. Αόμματα λόγια παρηγοριάς και μόνο για αφελείς θα τα χαρακτήριζα, μα ήταν τα μόνα που ανέσυρα από το κλειδωμένο συρτάρι της αμηχανίας μου.  

Ι
μάτια ξεπουλημένα η ζωή του, ούτε καν μισοτιμής δοσμένη, πεταμένη στην υψικάμινο με τα απόβλητα, στον αθέατο δηλαδή καιάδα του απόλυτου τίποτα. Με γονάτισε η όλη παραπονιάρικη αφήγηση, λόγια σπαρακτικά και αρτιμελή και γύρισα το κεφάλι ψηλά, ψάχνοντας ένα κόνισμα, να του φορτώσω τις τύψεις. Δεν έβγαλα άχνα, όλη τούτη την ώρα, παρά σεργιάναγα στου μυαλού μου τις στοές, μπας και συναντήσω ένα λόγο, να απαλύνω το μαρτύριο που ζούσαμε και οι δυο μας. Πεισματικές αρνήσεις μου ορθώνονταν, λες και όλα ήταν προγραμματισμένα και κατασκευασμένα να καταλήξουν την πράξη «σπουδαίαν και τελείαν».  

Α
ντιστάθηκα αρκετά στις κραυγές απόγνωσης που μου φανερώθηκαν και βρήκα την ώρα να κλάψω για την κάθαρση, που δυστυχώς δεν χαράμισα, τόσα χρόνια, ούτε μια στίξη, να την μελετήσω. Τράβαγα το δρόμο μου και δεν κοντοστάθηκα ούτε για μια στιγμή ν’ αφουγκραστώ το μαρτύριό του και ίσως… να του σιγοτραγουδήσω, δυο στίχους στο δρόμο της άνοιξης. Έτσι ξεμάκραινα και περήφανα κοίταζα μπροστά, δίχως μια νότα οίκτου, ανέξοδο έργο ενός απλού ανθρώπου. Ότι κατάφερα τελικά, ήταν να κάνω τη ζωή του… «συν-μαρτύριό μου».  
Β.Μέμου.

«συγχρονοι Έλληνες ποιητές» εκδοση της ΟΥΝΕΣΚΟ 2015

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

εσυ......

Συλλογιέμαι καμιά φορά, τα χέρια,
τα χείλη, το νερό,
σαν ιστορήθηκαν με τα μάτια μου,
όλοι οι κιτρινισμένοι τώρα, πίνακες του κόσμου,
Ξεκουράστηκα στα δέντρα που μαράθηκαν,
Θωρώντας της νιότης τις ξόβεργες,
Τα χέρια, τα χείλη, το ψωμί
και νερό ……….
όλα μου κύλησαν νεκρά στο χώμα.
Και η ζωή τα προσπέρασε κοιμισμένα,
αιώνες η ζωή, μήνες, βδομάδες από ζωή,
και άχαρη ζωή κι εξωτικές απολαύσεις και μονότονες,
σχισμάδες ερωτικών κλυδωνισμών και ικριωμάτων
πάνω στα ίδια σου τ αχνάρια και τα κουκουνάρια
και τα βαθουλώματα των βράχων και της νύχτας…
σε εκείνο το εσύ…. Που κλέφτηκε με την λήθη…
ΙΡΙΣ
Β.Μ.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

καταμεσης το Νοεμβρη


Καταμεσής το Νοέμβρη

« Μέσα από τα πλεμόνια του, έστελνε στους ανέμους του κόσμου, εκείνο το Παιδεία, Ελευθερία.
Δεν ήταν νεκρά γραφόμενα στοιχεία, και οι βασιλιάδες των Ίνκας μαρμαρωμένοι, δίχως όνομα, αρτηριακοί ρόζοι και φαγωμένα κύματα.
« Ο άνθρωπος, ήταν πιο πλατύς από τη θάλασσα »,κοχύλι και βύζαγμα, αποκαμωμένου τρεμουλιάσματος, υγράδα του βράχου, ασμίλευτης γραφής, και χορταριασμένες αντιλήψεις, μυστικής και νερένιας υφής.
Στα σιδερόφραχτα χτυποκάρδια του, οι ήχοι, ήταν οι γροθιές, ακλόνητων και τολμηρών υποκόπανων, στο αδιέξοδο του καιρού, σαν τόλμησε να χαράξει της λευτεριάς ταρχικά.
Δεν τα ξανασκάλισε κανείς, ο ήλιος τα δρασκέλισε, τα χείλη του ψωμιού αποκηρύχτηκαν, η δίψα του οξυγόνου θάφτηκε, ή βάφτηκε και άλλαξε όψη, από το αίμα και τη λησμονιά.
Η ανάσα και η σκορπισμένη μυρωδιά του, δεν χάθηκε, μα σαν ερωτοτροπούσα κορασίδα, χλόμιασε, στο πέρασμα του αργιλώδους βράχου και σωριάστηκε καταγής.
Από την ανεμπόδιστη σπίθα, φούντωσε η φλόγα της αγανάχτησης ,μέχρι τις πορφυρένιες ακροκοσμιές, μέχρι εκεί που στοιβάχτηκαν όλοι οι καιροί, στις αμμουδιές της δικής του ώρας και στους αφρούς της αβύσσου.
Και αφουγκράστηκα, λεύτερε επαναστάτη από ψωμί και λύτρωση, πορφυρογέννητη τη μήτρα της καταχνιάς και της καταπόνιας.
Μικρός εγώ, αθλητής  της λεύτερης αρένας, αληθινός και άνθρωπος, πασπαλίστηκα του αγώνα σου τις μυρωδιές και έτσι άγγιξα τις πέτρες της κάθαρσης.
Θα βροντήξω και εγώ, αν χρειαστεί, τη γροθιά μου, στην κόψη του σπαθιού, των αληθοφανών απολαύσεων, να βγει αίμα… να ζωγραφίσω ζωή….»

Μόνος του, τάγραψε τούτα τα βγαλμένα από την ψυχή του λόγια, να τα διαβάσει στο σχολειό του, τη μέρα της γιορτής.
Πρέπει να με πας παππού, είναι διαμαρτυρία αυτή η πορεία. Είναι και δική μας υποχρέωση. Ήταν ιερός ο σκοπός και ο αγώνας τους, εσύ μου τόμαθες. Το ξέχασες παππού;
« Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία » ήταν τα συνθήματά τους και μεις, οι νεότεροι της δεύτερης γενιάς, πρέπει να θυμόμαστε. Είχε καμιά δεκαριά μέρες, που τάλεγε και τα ξανάλεγε.
Ανήσυχος ο μικρός στα δεκαπέντε του, έδινε χρώματα στις μνήμες με την παιδική του αφέλεια. Έπιανε και το χέρι του στη ζωγραφική και από στήθους, μπογιάτισε έναν πίνακα, με το τανκ στη σπασμένη πόρτα. Του έκαμε και κορνίζα και το κρέμασε πάνω από το γραφείο του.
Σαν μίλαγε για το τότε, αλλά και για όλα τα ένδοξα της φυλής μας τότε, τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
Καθαρόαιμος Έλληνας και στις εθνικές επετείους, ντυνόταν πάντα με τη φουστανέλα του πατέρα του.
Έχουμε το μεγάλο χρέος, να θυμόμαστε. Έχουμε τη μοναδική ευθύνη, να κρατάμε τα σύμβολά μας ψηλά. Οι αγώνες δεν είναι πετροπόλεμος, ούτε κλέφτες και αστυνόμοι. Είναι θέμα τιμής και περιχαράκωσης των μεγάλων ιδανικών μας. Τίποτα δεν σας χαρίστηκε, τα κατακτήσατε με τους αγώνες σας, παππού – αγωνιστής της αντίστασης, ο παππούς του – και εμείς τα παραλάβαμε με την μόνη υποχρέωση, να τα διαφυλάξουμε στο ακέραιο.
Τούτη η μέρα είναι ξεχωριστή από όλες τις άλλες. Εδώ ο εχθρός ήταν ντόπιος. Δικός μας άνθρωπος, αλλά δέσμιος και υποκινούμενος, από ξένους. Εδώ η δουλεία ήταν διπλή, γιαυτό έχει αξία, η μνήμη να μείνει αναλλοίωτη. 
Με περηφάνια είχε μπει στη πορεία, με τον παππού του να επιμένει να τον κρατά σφιχτά από το χέρι.
Είμαι μεγάλο παιδί, για να με κρατάς. Μπας και φοβάσαι μην με κλέψει κανείς; Μουρμούριζε συνέχεια.
Τα συνθήματα του άρεσαν και τα φώναζε με σφιγμένη τη μπουνιά του. Ήταν και μερικά που δεν καταλάβαινε, αλλά σκεφτόταν: Ο ενθουσιασμός δεν έχει κάγκελα.
Όλα έγιναν ξαφνικά,…… εκεί στη συμβολή Πανεπιστημίου και Βασ. Σοφίας. Κανείς δεν κατάλαβε το πώς, από πού και το γιατί; Χωρίστηκαν κάμποσοι από την πορεία, εμφανίστηκαν άλλοι από το πουθενά, με κράνη, κουκούλες, μαδέρια και ο « σώζων εαυτόν σωθήτω ».
Οι από δω με μολότοφ, οι από κει με δακρυγόνα. Πέτρες, νεράντζια τα πυρομαχικά, ενάντια στα χημικά και τα δακρυγόνα. Ε! εκεί έχανε ο Κύριος το μπούσουλα. Πιάστηκαν και σώμα με σώμα. Έφαγε κανα- δυο στην πλάτη, δεν ξέρει από ποιους, αλλά σίγουρα ο εξευτελισμός ήταν ίδιος. Τι σημασία έχει ποιος τον κουβάλαγε;

Στάθηκε αλαφιασμένος  και αποκαμωμένος, εκεί κάπου στην οδό Υψηλάντη και με γουρλωμένα τα μάτια, κοίταζε γύρω του. Ήθελε να βάλει τις φωνές, τόσο δυνατά, που νακουστεί τριάντα χρόνια πίσω. Κανένας γνωστός του δεν ήταν εκεί κοντά. Σκέφτηκε να βρει έναν  αστυνομικό για βοήθεια, μιας και το κινητό του τηλέφωνο τόχασε, μέσα στον πανικό. Εδώ έχασε ολόκληρο παππού, που τον κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Πόσο μάλλον ένα κινητό.
Πήρε την απογοήτευσή του παραμάσχαλα, γιατί από τώρα ένιωθε τόσο, μα τόσο πολύ προδομένος και κάθισε στο πλατύσκαλο μιας πολυκατοικίας.
    Έβγαλε το γέρο παππού του στο δρόμο, να δοξάσουν τις  νωπές ανάσες μιας γενιάς και ότι κατάφερε ήταν… να τον χάσει και να ψάχνεται μόνος, εκεί στη οδό Υψηλάντη.
Ποια άραγε ιδανικά να κουβαλάνε τούτοι οι κανίβαλοι της ιστορίας, που με το προσωπείο του γνωστού-αγνώστου, λεηλατούνε κάθε τι μεγάλο και ωραίο;
Σε ποια πορεία διαμαρτυρίας να συμμετέχεις και για ποιο να πρωτοδιαμαρτυρηθείς, σαν οι ειδήσεις κατακλύζονται  από ανθρωποκυνηγητό, στα στενά της πόλης, σπασμένες βιτρίνες και καμένα αυτοκίνητα; Ποιος τιμά μια επανάσταση, με λεηλασίες περιουσιών, φουκαράδων μεροκαματιάρηδων, που βρέθηκαν σε λάθος θέση, τη λάθος ώρα;
Πού πήγε το « ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία » και πώς το διδάχτηκαν, οι ανατροπείς και καταπατητές των δικών μου και δικών σου δικαιωμάτων; Ποιος τους έδωσε το ελεύθερο, ρε αδερφέ, να σπιλώνουν μια μέρα, που για κάποιους εξακολουθεί να είναι ημέρα οδύνης; Ποιος τους έδωσε τα σύνεργα να γκρεμίζουν το όνειρο και την ελπίδα για αγώνες, σε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί;
Τι ναποφασίσει για το μέλλον και από ποια πλευρά να σταθεί; Με τι μυαλό να προχωρήσει το πέταγμα των χελιδονιών, εκεί κατάμονο και φοβισμένο, καταμεσής στην οδό Υψηλάντη;

Τελικά, είχε σίγουρα « βεβαρημένο παρελθόν ο Διομήδης…… »     

     

   Β.Μεμου

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Παρισι ωρα...θανατου

Παρισι ωρα….θανατου

Μαδισαν τις ανεμωνες
Ωρα πριν τα μεσανυχτα.
Το χρωμα πλανευτηκε
Και λοξοδρομησε..
Κοκινο….
 θαρρεις και το αιμα
Θα ξεδιψαγε τα βαμπιρ
Των αναθεματισμενων,
σαν τρικλιζαν
 οι ωρες των θρηνων.
Και εμεις οι μικροι
-που καμια φορά ντυνομαστε άνθρωποι-
αναλυσεις, επι αναλυσεων…
λογους –λοφων,
κουφιες αμαρτιες που προσπερασαμε,
νυχτες που τραυλιζαμε ανομιες,
στροφες που ντυσαμε κόκκινες..
το κόκκινο….παντα μας τραβουσε….

Ο πονος δεν καταλαγιαζει..
Οι αριθμοι δεν αντεχουν …
Το στημενο καρτερι θανατου…
Β.Μεμου




Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ονειρα του χθες

Κρεμασε το πατουμενο
Στο διάσελο.
Νυσταγμενοι διαβατες
Οι ορκοι,
Κατασκοπευουν άλαλες συντροφιές.
Η μοναξια δεν αντιγραφεται,
Ουτε μιμείται την αδιαφορία.
Εσυ κερδισες
-παντα κερδιζεις-
ανυπαρκτες αναμετρησεις,
στο χρονο,
που το κενο δεν εχει μοναδα μέτρησης.
Ηθελες 
Αγραφες μνημες,
 να καταλαγιασει και αποψε
ο θρηνος των γιασεμιων…
τα χρωματα της ανατολης
δεν στοίχειωσαν ποτε

μουσκεμενα προσκεφαλια…

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

περι μηδενικοτητας

τα μηδενικα,
 οσο και να τα προσθεσεις....
αρθροισμα μηδεν....
ασε που στον κατηφορο φροντιζουν να κανουν θορυβο...
ετσι να δειξουν την απολυτη κυριαρχια τους,
 στον ξεπεσμο....

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

ορμηνειες ζωης

Ορμηνειες ζωης….

Θα ήταν παράταιρο σύμπλεγμα, δυο Αυγουστιάτικα φεγγάρια να μην  στήσουν στις μνήμες  καρτέρεμα, ίδιο με εκείνο που αρμόζει στα νούφαρα της λίμνης, σαν χαζεύουν την έναστρη νύχτα και πλαγιάζουν στου σύννεφου το όνειρο.
Είναι ευλογία απόρθητου στοχασμού να λικνίζονται τα συναπαντήματα και σαν μια κόκκινη κλωστή να δένουν τη γη τα συναισθήματα, να μηδενίζουν το χρόνο, να ελαχιστοποιούν το χώρο, έτσι που τα μίλια να μην είναι παρά γράμματα και περιγράμματα για άλλες παραστάσεις.
Στρατοπεδεύει περίσσια η αγάπη στην τάβλα και αρχινάει ένα τραγούδι δίχως ταίρι, γραμμένο για ξεχασμένες αγάπες, για χωρισμένα αδέρφια, για χρόνια που η απουσία δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο και αφορμή για λήθη.
«Βουνά μου να μην χιονίσετε, κάμποι μην παχνιαστείτε, μέχρι να πάω και να ρθω…», άρχισαν παραπονιάρικα να σιγοτραγουδάνε, το δημοτικό τραγούδι, τούτο το ξεχωριστό βράδυ, λες και δεν είναι αμίληκτος ο πανδαμάτωρ και θα κάνει εξαιρέσεις.
  Κάτι διαμαντένια δάκρυα κύλησαν στα ρυτιδωμένα πρόσωπα τα γεμάτα στέρηση, σαν στρώθηκε το τραπέζι στην αυλή για το αντάμωμα των αδερφών που ξενιτεμένα και ξεριζωμένα από την πατρίδα ξεπέζεψαν, ένα ολόγιομο Αυγουστιάτικο φεγγάρι και βάλθηκαν να ξελογιάσουν την μοίρα, που σε κάθε τους μάζωξη, λείπει και ένα πιάτο από το τραπέζι τους.
Συχωρέθηκε η μάνα και δεν την κατευοδώσανε όλα μαζί, όπως αρμόζει στην οικογένεια, μα…θα μου πεις….σάμπως την είχανε κοντά σαν κοιλοπονάγανε και παίρνανε το αγγελούδι τους αγκαλιά; 
Δεν είναι που μια καρέκλα μένει άδεια και κρατάει ένα όνομα, δεν είναι πως δεν ξέρουν, ότι τα χρόνια δεν φεύγουν ποτέ μοναχά τους, παρά παίρνουν και κάποιον, μα είναι το παράπονο του ξενιτεμένου που τον παντρεύει με την απομόνωση από την οικογένεια και σαν γυρίζει, ψάχνει όλα τα μάτια που άφησε την προηγούμενη φορά και άμα πέσει έξω στο μέτρημα, κρύβει τις μνήμες και γράφει κάθε φορά και ένα μείον.
Ανάκατα κρυφοπαίζουν, η χαρά και τα δάκρυα, έτσι που παίρνει τόση αξία τούτο το τραπέζι, που η γιορτή και εκείνοι που λείπουν στήνουν σκηνικό αρχαίας τραγωδίας αλλά με καταλύτη, τι άλλο …. Να μας έχει ο Θεός καλά να ξανανταμώσουμε.
Ήθελα πολύ να μπω στην παρέα τους, ήθελα πολύ να μοιραστώ τούτες τις ώρες,…. μα ποιος χωράει στη συμμετρία ενός γαλαξία; Ποιος δικαιούται να ταράξει την αρμονία της ώρας; Πήγα παράμερα και στέφτηκα κοινωνός, σε χοές που η σιωπή είναι το καλύτερο τραγούδι.
Είναι παράξενα τα παιχνίδια της ζωής και οι άνθρωποι τόσο μοναδικοί, που με ελιά και κρεμμύδι, γράφουν μια πολύτομη ιστορία. Μια ιστορία που δεν έχει στρατηγικούς κανόνες, δεν θέλει σπαζοκεφαλιές να στηθεί, λίγο συναίσθημα και μια αγκαλιά είναι αρκετά, να δώσουν νόημα στην ύπαρξη και την συνύπαρξη και υψηλά ιδανικά στα παιδιά μας.
Ποια ιδανικά να διδάξεις, τι παρακαταθήκες να αφήσεις και τι θα είναι τα κληροδοτήματα σου, άμα έχεις μια χρεοκοπημένη από αισθήματα και δέσιμο οικογένεια;

   

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Ανακατεψα μια χουφτα θανατο
 που μου περισσεψε,
Μενα δακρυ επιμονης…
Ηξερα καλα ότι…
Τα σημεια στιξης
Ερωτοτροπουν,
Τις νυχτες,
 με τις καταιγιδες!!!!!

Β.Μεμου

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

εστιν ουν τραγωδια


«ΕΣΤΙΝ ΟΥΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ»



Έ
παιρνε πάντα τον ίδιο και απαράλλαχτο αντιγραμμένο δρόμο, κατασκεύασμα της μοναδικής του ανασφάλειας και τράβαγε ίσα καταπάνω, για το αδιαπραγμάτευτο τίποτα. Ένα τίποτα που γεννήθηκε από τις μεγάλες προσδοκίες του- αποκυήματα άγραφων αναγνωσμάτων-για τα νοσηρά προλογισμένα μονοπάτια. 

Σ
τόχοι ανωτέρων ανθρώπων καρφώθηκαν στο κεφάλι του και ζωντάνευαν, μόνο για να του καταμαρτυρήσουν την μηδενικότητα, που αλαζονικά προσπαθούσε να αναδείξει σε  αρετή. Σιγοπριόνιζε τα μελτέμια που αρμένιζαν τα βαπόρια του ήθους και καλούσε τον ξεπεσμό του σε ευανάγνωστες συναυλίες. 

Τ
υχερός θα λογαριαζόταν, σαν αντάμωνε αναγνωρίσιμες καταιγίδες, μιας και το μεγάλο του παράπονο ήταν η ανωνυμία της σκιάς του. Τρανταχτό παραστράτημα της μοίρας του, η μακρινή απομόνωση που αναγράφεται και δη με κεφαλαία.

Ί
διο λαχτάρισμα το ξέσπασμα της τραγωδίας, που γεννιέται και σε ακολουθεί ίσαμε τα ύστατα κοσμογονικά σου περπατήματα και ανατριχιάζει τους θεατές της κατρακύλας σου.

Ν
όθευε τις μετάνοιες του, με τις επαναλήψεις των ανομιών του και εισέπραττε πάντα το ίδιο, ακατανόητο για κείνον, απορρίπτω, σαν αμοιβή των ανεύθυνων προγραμματισμών του. Ποτέ δεν ζέστανε τα χέρια του στο φως του φεγγαριού και δεν συνόδευσε τον κότσυφα, στη φωλιά του. 


Ο
ρεγόταν τα των μεγάλων έργα, κλεισμένος και καταδικασμένος να παραμένει έξω από τα τείχη τους και κρυφομοιρολόγαγε την τύχη του, που κατέστρωνε τα σχέδιά της, με εκείνον… μεγάλο απόντα.

Ύ
στατες προσπάθειες κατέβαλε να παρακολουθήσει τη γιορτή των παραμυθιών, τις νύχτες των ανακατατάξεων και έτσι πάνω στην αδιαφορία τους κάκιωνε και θεμέλιωνε έργα ποταπών αντιλήψεων.

Ν
αύλωσε  πολλές φορές το καΐκι της απόρριψης, σαν στόχευε σε μεγαλεπήβολα όνειρα και  αγνοώντας τον ένα κριτή, που δεν ήταν άλλος από τον κακό του εαυτό, σκιαγραφούσε τα ανομήματά του σε οριοθετημένες πάντα πολιτείες..


Τ
ραυματικές εμφανίσεις, ή μάλλον τρομακτικές καταβροχθισμένες ώρες, μέτραγαν μπροστά του τα χρόνια της ζήσης του, γνεύοντάς του «εκεί», δηλαδή στην απέναντι γωνία, θέση που σε τοποθετούν τα πράγματα, σαν αποφασίσουν να σου σκοτώσουν το δικαιωματικό σου «εδώ».

Ρ
ωγμές των χώρων αναδεύονταν τις νύχτες της απομόνωσης και αναλάμβαναν το έργο των κατολισθήσεων των επιτηδευμένων λόγων ή σχέσεων που δεν κατόρθωνε ποτέ να κάνει κτήμα του.

Α
πολιθωμένες ρήσεις έγραφε, ως καταγραφή των περασμένων του μεγαλείων και ξεθώριαζε τους αφρούς των αντιξοοτήτων, λες και η ανωριμότητα ήταν το πλεονέκτημα των αμίμητων μυήσεων στα αχορτάριαστα μνημεία των γραμμών.

Γ
ερμένος στα άλαλα και ανεδαφικά αποκούμπια του…έστηνε το μεγάλο χορό  της μοναξιά, ζωγραφίζοντας το παράπονο, σαν το μεγάλο της ζωής του απόκτημα. Σκουριασμένες αναθυμιάσεις τα παλιά του ρητορεύματα, με παραπλανητικά σκόρπια λόγια, που ανασύντασσε μόνο και μόνο για να κρύβει την καμουφλαρισμένη του  απραξία.

Ω
ρίμασε με την καρφοπιασμένη του αγανάκτηση και παραπλανούσε νόθες αποδράσεις, ελπίζοντας τα ανέλπιστα. Παρακάλια με λυγμούς και σκύψιμο του κεφαλιού, στο μεγάλο κενό των τυφλών. Καταρρακωμένα γκριζοπράσινα όνειρα που  πνίγηκαν σε αφανισμούς και απαλλοτριώσεις.

Δ
εν ήμουν ποτέ ειμαρμένη του καιρού του και πώς να αποκρυπτογραφήσω την παραπονεμένη του σκέψη; Ήρθε απλά στα χέρια μου το στοιχειωμένο του παράπονο σε ένα ξέσπασμα και μάλιστα μέρα γιορτής. Ανακάθισα στο παλιό του ξύλινο σκαμνί και σαν τον ξομολογητή, λογοδοτούσα για τις τύχες των άλλων. Έδινα λογαριασμό για την «τυφλή τύχη», που κατάφερε να εμφανίζεται και ως κόσμημα στους κάτασπρους λαιμούς των κυριών. Αόμματα λόγια παρηγοριάς και μόνο για αφελείς θα τα χαρακτήριζα, μα ήταν τα μόνα που ανέσυρα από το κλειδωμένο συρτάρι της αμηχανίας μου. 

Ι
μάτια ξεπουλημένα η ζωή του, ούτε καν μισοτιμής δοσμένη, πεταμένη στην υψικάμινο με τα απόβλητα, στον αθέατο δηλαδή καιάδα του απόλυτου τίποτα. Με γονάτισε η όλη παραπονιάρικη αφήγηση, λόγια σπαρακτικά και αρτιμελή και γύρισα το κεφάλι ψηλά, ψάχνοντας ένα κόνισμα, να του φορτώσω τις τύψεις. Δεν έβγαλα άχνα, όλη τούτη την ώρα, παρά σεργιάναγα στου μυαλού μου τις στοές, μπας και συναντήσω ένα λόγο, να απαλύνω το μαρτύριο που ζούσαμε και οι δυο μας. Πεισματικές αρνήσεις μου ορθώνονταν, λες και όλα ήταν προγραμματισμένα και κατασκευασμένα να καταλήξουν την πράξη «σπουδαίαν και τελείαν». 

Α

ντιστάθηκα αρκετά στις κραυγές απόγνωσης που μου φανερώθηκαν και βρήκα την ώρα να κλάψω για την κάθαρση, που δυστυχώς δεν χαράμισα, τόσα χρόνια, ούτε μια στίξη, να την μελετήσω. Τράβαγα το δρόμο μου και δεν κοντοστάθηκα ούτε για μια στιγμή ν’ αφουγκραστώ το μαρτύριό του και ίσως… να του σιγοτραγουδήσω, δυο στίχους στο δρόμο της άνοιξης. Έτσι ξεμάκραινα και περήφανα κοίταζα μπροστά, δίχως μια νότα οίκτου, ανέξοδο έργο ενός απλού ανθρώπου. Ότι κατάφερα τελικά, ήταν να κάνω τη ζωή του… «συν-μαρτύριό μου».  

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

οδος ξεπσμου...αριθμος μειον...

Οδός ξεπεσμού…. αριθμός: μείον

Όνομα: Ζωή
Επάγγελμα: Νέος
Ηλικία: Μη αναγνωρίσιμη
Ταυτότητα: Διεθνής
Με τη ρετσινιά του νέου κολλημένη στην πλάτη, τράβαγε για τα απόρθητα κάστρα των αναζητήσεων, λογαριάζοντας το παλιό αμερικάνικο όνειρο, μοναδική στροφή των καιρών, μιας και άλλες διεξόδους δεν απάντησε, έστω κι αν όργωσε τις έρευνες και μάλιστα σε βάθος, όπως όριζε η επιστήμη του.
Παιδί κοντά στα τριάντα πέντε σήμερα, με εκείνες τις ευαισθησίες που σε κάνουν να κατέχεις την διαφορετικότητα και να λογίζεσαι από ιδιόρρυθμος, έως και βαρεμένος κλείστηκε στην ανώνυμη μοναξιά του, αρνούμενος να παρακολουθήσει τις εσκεμμένες αδιέξοδες κολάσεις που μας οδηγούν κατευθείαν από την πόρτα του ψυχιατρείου, ίσαμε τον αυτοκαταστροφικό εξευτελισμό.
Δάγκωσε σαν όλους τους κατατρεγμένους την μασημένη σόλα που μας πλασάρουν για πολιτισμό, κάνοντας τα κόκαλα των αρχαίων προγόνων μας να τρίζουν, και μάλιστα σε μια εποχή που όλα πάνε κατά διαόλου και τράβηξε ίσα κατά την δημοσιότητα, με τις στείρες απολαύσεις, την μόνη ελπίδα πως θα ορθοποδήσει, βάζοντας τον εαυτό του στην ίδια κατηγορία με τα ψώνια.
Έκοψε και τον καφέ που απολάμβανε, στριμωγμένος σε μια γωνιά του συνοικιακού καφενείου – χρόνια συνήθιζε να κάθεται στην ίδια περίπου θέση με το βιβλίο του στο χέρι και να πίνει το καφεδάκι του –όταν οι ευσεβείς προστάτες μας αποφάσισαν ότι θα μας σώσουν από τον καρκίνο, βάζοντας πρόστιμο σε κάθε τσιγάρο που ανάβουμε.
Μα πόσο καρκίνο μπορείς να αποκτήσεις από όλα όσα συμβαίνουν, ξεκινώντας από  την ρύπανση του αέρα που αναπνέουμε, από το νερό που παρότι δεν είναι πόσιμο δεν γίνεται ούτε καν ενημέρωση να το αποφεύγουμε, από τα επικίνδυνα λιπάσματα που πλασάρουν για τις καλλιέργειες, από την ψυχολογική εξαθλίωση που μας οδήγησαν και χίλια δυο άλλα που θέτουν την ζωή μας σε κίνδυνο, ήρθε και το κερασάκι στην τούρτα.
Ξέροντας το ατίθασο του χαρακτήρα μας, βάλανε στόχο και το τελευταίο μας ευρώ. Βλέπεις δεν είναι δημοκρατικό να απαγορεύσουν την παραγωγή τσιγάρων ή θεωρούν άκρως δαπανηρό μια εκστρατεία ενημέρωσης για την βλαβερότητα του καπνίσματος, εφαρμόζουν την θεωρία της καταστολής που είναι και η πιο συμφέρουσα για το κράτος.
Πολύ θα ήθελα να ξέρω, τι κάνουν οι καπνίζοντες φωστήρες της εξουσίας, εκτός και αν ο νόμος ισχύει μόνο για μας;
Πάψαμε να τρέφουμε αυταπάτες. Μάθαμε καλά το παιχνίδι τους. Όλες οι θυσίες αφορούν αποκλειστικά και μόνο το λαουτζίκο.
Μας χορταίνουν με τα ριάλιτι και μάλιστα μοιράζοντας μεγάλα ποσά και εμείς τα χαϊβάνια χορταίνουμε την πείνα και την δυστυχία μας με τα μαγειρέματα των καναλιών.
Ο ξεπεσμός σε όλο του το μεγαλείο.
Έτσι και το παλικάρι μας, τούτο το βλαστάρι με τα πτυχία και τα μάστερ, αποφάσισε να «εργαστεί» εσώκλειστος σε ριάλιτι, μπας και δει μια άσπρη μέρα, ξεπουλώντας κάθε κομμάτι αξιοπρέπειας που του έμεινε.
Και αναρωτιέμαι, εγώ ο φτωχός γραφιάς: Με τι θράσος βγαίνω και μιλάω για αξίες και ιδανικά την ώρα που κανένα από τα δυο δεν έχει  βιώσιμο αντίκρισμα; 

Β.Μεμου

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

ανυποτακτοι λογοι

Με τρομαγμενη τη σκια σου…
Κρατας την ανασα σου,
Σκυβεις το κεφαλι
Στο πατωμα..
Τα ξυλα τριζουν από την πολυκαιρία..
Η ηχω πια,
δεν σου προκαλει κανενα συναισθημα..
ειχες την επιλογη
να μετρησεις αναστρες νυχτες το καταχειμωνο…
όμως…καλε μου…
οι ορκοι…γραφτηκαν με το δικο σου μελανι…
Β.Μεμου


Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Ωδη στα της Βραυρωνας μυστηρια

Ωδή στα της Βραυρώνας μυστήρια 

Ω εσύ σπορά του Αγαμέμνονα,
αγλάισμα των Ατρειδών..
Κρίνον το αμάραντο.
Πρωθιέρεια και  άγουρων κορασίδων σκέπη.
Κλίνε το γόνυ στων κιόνων
τα ικριώματα
και απόθεσε το μεσοφόρι της ηλιογέννητης, σπονδή,
στη Δέσποινα των εριφίων.
Και συ Άκτιε Απόλλωνα,  με κέλευσμα λύρας
την Ειλείθυια στέψε κορυφαία του χορού,
να ευλογήσει των Άρκτων, τα σπλαχνικά στραγγίδια
και να  κάμει την δεσπόζουσα τελετή, Άνδρο ονομαστό.
Λύσε την πόρπη των ιματίων της
και κραύγασε ύμνους ασπόνδυλους,
πορφυροκέντητους, στις πτυχές του χιτώνα της…
Την χάρη της τύχης μην αποτρέψεις,
μαζεύοντας μοσχολούλουδα αγράμπελης,
νωχελικά πεσμένα, στην τροφό της σποράς.
Θα μείνω αταίριαστος εραστής των αρχαίων μύθων.
Θα αγναντέψω του Ηνίοχου τον θρίαμβο,
σε μια νύχτα αστείρευτων πόθων,
γραμμένων… στην γραμμική την ανέγγιχτο.
Θα στρατοπεδεύσω στις οπλές των σκανδάλων σου
να στείλω ιχνηλάτες στα πέρατα της οικουμένης.
Κοινή δελφύς, ομόαιμη θεά μου,
κράτα καθάρια τα κλινοσκεπάσματά σου,
μην στερέψουν οι ύμνοι, ανά τους αιώνες,
μην γίνουν κύκνειοι στρατιώτες
Οι γιορτές σου…


Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

4 γενιες

Ήταν το σύννεφο
Που τραβηξε την βροχή παράμερα…
Θεατής στο ανοιγμα των χρωματων…
Ηταν η ζωη σου
Που κραταγες, δικη σου ζωη…
Μα σαν σμιξουν τεσσερις γενιες…
Η ζωη δεν αντεχει στο πλανεμα
Και λογοδοτεί πεσκεσια

 αναμαρτητων χρησμων…

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

ποιητων ορκοι

Και συ ποιητη μου!!!!!
Που ξελογιαστηκες από το κοκινο της πανσελληνου
Που παραστρατησες τις κοπελουδες
Με τα ξεπλεκα μαλλια…
Λαμπρύνοντας τα ονειρα στο χρωμα το αρωματισμενο,
Ξεπλενοντας ασανδαλα ποδια,
στης αμμου τα νυχτοπερπατηματα….
κουρσεψες αμουστακα σχολιαρούδια,
 να γραφουν στιχακια στα δεντρα…
πες μου…
αλητεψες ποτε σε ηρεμες θάλασσες;
Ξαποστασες νύχτα σε ξεφωτο;
Σε ξερω καλα…
Σε συναντησα κάθιδρο
Να κλαις στο σκοτάδι…
Κι υστερα θελεις….
Να πιστεψω στο τραγούδι σου….

Β.Μεμου 

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

ανυποτακτοι λογοι

Λιμνάζοντα ύδατα,
Τελματικές καταστάσεις,
Η ζηση μας….
Κρατήσαμε τις στάσεις,
Μόνο και μόνο για να μην γραφτει το τέλος,
Σε άνισους όρους..
Από πάντα το έλεγες…
Το φινάλε ακούγεται σαν οδυρμός…
Μαζί το σκάσαμε από την πραγματικότητα,
Λες και κρυβόμαστε με το κλεισιμο των βλεφάρων μας…
Οι  πατημασιές μας
Στην άμμο νωπές ακόμα…
 δεν υπαρχουν χωρατά…
το δειλι δεν χωρανε υποσχεσεις…

Β. Μεμου