Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

η κατάντια

Κατάντια…

Ηλιοκαμένοι μεςκαμχίμηξαν  άοπλοι σταυροί,
Πληγιασμένες οι σκιές τράβηξαν κατά το βουνό.
Ο χορός ήταν τραγικός μάρτυρας
Αρχαίου δράματος.
Κυπαρίσσια ορθώθηκαν οι κυνηγοί του πεπρωμένου…
Ήταν η κατάντια των σκελετωμένων αμαρτημάτων,
Που τραύλιζαν για άφεση διωγμών,
Σε σκοπέλους μοναχικούς.
Άνυδροι, φαλιρισμένοι, δίχως του γλάρου το λευκό πανωφόρι,
Δίχως του φεγγαριού δρασκελιές.

Η κατάντια…
Είναι πάντοτε..
Άμοιρη ευθυνών…       

Φωτ. Τούλα Σταυροπούλου



Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ανησυχοι δρομοι

Λιμνάζοντα ύδατα,
Τελματικές καταστάσεις,
Η ζηση μας….
Κρατήσαμε τις στάσεις,
Μόνο και μόνο για να μην γραφτει το τέλος,
Σε άνισους όρους..
Από πάντα το έλεγες…
Το φινάλε ακούγεται σαν οδυρμός…
Μαζί το σκάσαμε από την πραγματικότητα,
Λες και κρυβόμαστε με το κλείσιμο των βλεφάρων μας…
Οι  πατημασιές μας
Στην άμμο νωπές ακόμα…
 δεν υπάρχουν χωρατά…

το δείλι δεν χωράνε υποσχέσεις…

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

στη μανα μου

Μανουλα μου ΣΕΥΧΑΡΙΣΤΩ….γιατι μου εδωσες κάθε περγαμηνη ακριβη……….
 «ΗΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΔΑΙΜΩΝ» λεγανε οι αρχαιοι…..
Για «τη γιορτή της μάνας» μου
         
Λογίκεψα τις σκέψεις μου και έστησα το γράφημα που θα έλεγα παιάνα ή καλύτερα διθύραμβο, απλά, κατάθεση ζωής και λόγια από στήθος κρατημένα, ένα τάμα που στήθηκε τη μέρα της γέννησής μου.
          Σου το χρώσταγα, σου το κράταγα σφιχτά μυστικό θέλοντας να αντλήσω των χρόνων που πέρασε τη σοφία και την πείρα, έτσι που οι  σκέψεις μου να ράνουν τους δρόμους που διάβηκες με πέταλα σπάνιων ρόδων.
          « Μανούλα μου, εσύ που έπλεξες με τα δάκρυά σου την προίκα μου, κράτα τον κότινο που έπλεκα από παιδί και σου τον  καταθέτω υποκλινόμενη μπροστά σου.
Κέντρωσες την ύπαρξή μου στα σπλάχνα σου και στίλβωσες της νιότης την ελπίδα σε μια ψυχή που στράτεψες με το πρώτο μου μπουσούλισμα.
Κράτησες ψηλά τον τίτλο που σου εμπιστεύτηκε η φύση σε κάτι αντίξοες συνθήκες του τότε.
Πώς να παραπονεθώ που σε συνάνταγα βράδυ, κάτω από τα νυσταγμένα μου βλέφαρα, σαν γύριζες από τα καταράχια με τα γίδια;
Πώς να κλαφτώ  για το κανάκεμα που δεν μου έκαμες;
Μια κουρελού της γειτόνισσας ήταν το άσπρο κεντημένο  μου κουβερτάκι. Εκεί μεγάλωνα, κάποτε – κάποτε άπλυτο και μυξιασμένο.  Θύμα και εγώ της φτώχιας, όχι το μοναδικό, μιας και στο ορεινό χωριό μας, περίσσευαν οι πολυτέλειες και μάλιστα δεν ήταν σίγουρα για μας.
Κουτσούνες από παλιά κουρέλια οι πρώτες μου κούκλες, αλλά φτιαγμένες με την στοργή  της ταλαιπωρημένης χωριάτισσας μάνας που έχανε το μεγάλωμα των παιδιών της μέσα στα χιόνια του χειμώνα και την ανέχεια που την στεφανώνει ηρωίδα και την κατατάσσει στους τιτάνες.
Νήστεψες του ήλιου το καρτέρι, της ομορφιάς  σου τα κάλλη και τράβαγες το δρόμο δίχως ποτέ να δειλιάσεις και να σκύψεις το κεφάλι.
Θυμάσαι τότε που πήγαμε να χάσουμε τον πατέρα από πνευμονία; Πόσες αντοχές επιστράτεψες για να  σηκώσεις το σταυρό που σήμερα και χθες και αύριο θα σου αναγνωρίζουμε;
Σίγουρα δεν θα ξεχάσεις τότε που το βραβείο της καλοπέρασής μου ήταν ένας υιός που σε κράτησε ξάγρυπνη νύχτες και νύχτες με δάκρυα να αυλακώνουν τα ηλιοκαμένα σου μάγουλα, μέχρι να μάθεις ότι το σπλάχνο σου θα γίνει καλά.
Θέριζες τη μέρα που έδινα εξετάσεις στο γυμνάσιο και περιφερόμουνα μόνη μου στο  προαύλιο, την ώρα που όλοι οι γονείς ήταν εκεί. Ναι ρε μάνα σε ήθελα κοντά μου. Ξενάκι και χαμένο ένιωθα, στην πόλη που δεν είχα πάει  ποτέ, μέχρι εκείνη την ημέρα. Τυραγνιόσουνα στο λιοπύρι και αγνάντευες το δρόμο μακριά να με δεις να έρχομαι με τα πόδια. Τι φταις και εσύ που το κριθάρι έπρεπε να θεριστεί και μάλιστα εκείνες τις μέρες;
Αλήθεια μανούλα μου πόσα σου χρωστάμε όλοι μας;
Ποια ζωή απόλαυσες εσύ και πότε αντάμωσες τα χρόνια πριν διαβούν;
Πήρες στις πλάτες σου της μοίρας σου τα τερτίπια και ξελόγιασες όλες τις πίκρες και τα βάσανα που περνοδιάβαιναν στη γειτονιά σου.
Και σάμπως όταν μεγαλώσαμε, έπαψες τις ταλαιπώριες;
Γεωγραφημένες στεναχώριες η αγωνία σου, τη μέρα, ή μάλλον την νύχτα που θα με πάντρευες με τη μητρότητα. Πόση αγωνία και πόσους πόνους δεν πέρασες και εσύ μαζί μου;
Πήρες το βλαστάρι μου στην αγκαλιά σου και για  πρώτη φορά είδα τα μάτια σου να λάμπουν. Τούτο το μικρό πλασματάκι διέγραψε για μια στιγμή όλες τις πίκρες που πέρασες.
Τώρα αξίζει να ζητήσω συγνώμη που δεν σε καταλάβαινα.
Τώρα μπορώ να λέω μανούλα μου και να εννοώ άγγελέ μου, ζωή μου.
Σευχαριστώ που υπάρχεις, γιατί αναπνέω τον αέρα σου και χτίζω τη ζωή μου, με ευθύνη, πάνω στα δικά σου θεμέλια. 

  

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017






Κρύφτηκες αστέρι μου
Πλανεύτηκες σε εκείνο το άνανδρο
Αντιφέγγισμα της νιότης
Και σε έψαξα…. ανάδεψα τα λιθάρια της ακροκοσμιάς
Σε ανάφλεξα σαν πύρινη ρομφαία,
 σε ονομάτισα
Και λησμονήθηκα σαν σε τσιγγάνου ορμήνευα
Να τραγουδήσεις,
 τσιγγάνες, 
τροπάρια
Και αλειτούργητους αγράμματους λόγους….

Ήθελα νύχτες, να φωνάξω τ’ όνομά σου,
Ήθελα μέρες, να γραφτώ στο περπάτημα σου,
Ήθελα ώρες, να πάμε στ’ αμπέλια,
Να  ναι, μέρα τρύγου.
Ήθελα χρόνια, να σε αγκαλιάσω και να σε λέω αγάπη,
Αγάπη, όπως αλήθεια,
Όπως αλλοτρίωση,
Η μήπως άφθαρτη αφέλεια;
Τούτο το Α πάντα 
λοξοδρομεί τις αισθήσεις μου,
 τις περιπλέκει, στα απομεινάρια του απόβραδου,
τις στιγματίζει, σαν μεθυσμένου βήμα…
και εγώ… που ξανοίχθηκα σε απατηλά χρώματα,
που τρύπησα ακόμα και τα σκισμένα μου όνειρα,
στην μόνη σχεδία που δανείστηκα,
ξεχάστηκα,
 φλυαρώντας στο αρχινισμένο σου παραμύθι…