Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


                               ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σκέπασε τα πόδια της με την μάλλινη κουβέρτα και μέριασε την κουνιστή πολυθρόνα,  δίπλα στο παραγώνι.
Γιορτινή η σάλα, του μεγάλου πετρόχτιστου σπιτιού και η θαλπωρή από το τζάκι, που έκαιγαν τα κούτσουρα, έφτιαχναν εικόνα, από το παλιό μας παραμύθι.
Περασμένα μεσάνυχτα, η ζωή της κυρίας Άννας, αράδιαζε στα χρόνια της όλες τις εμπειρίες και τη γλυκιά γοητεία, της τέχνης των γηρατειών. Περήφανη, αρχόντισσα σωστή, έρανε με εορταστικό άρωμα το σπίτι, αν και ήξερε ότι φέτος, θάταν ολομόναχη τις γιορτές.
Είχε η ίδια επιμεληθεί, για τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι, τυλιγμένα, σε κόκκινο σελοφάν.
Οι γιορτές, παιδιά μου, έλεγε στα γειτονόπουλα που της κράταγαν συντροφιά, πάντα επισκέπτονται το σπιτικό σου και πρέπει να τις φιλέψεις, ένα γλυκό.
 Μόνος δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει παρέα, μα αυτός, που δεν τον θέλει κανείς, για παρέα.
 Σοφές κουβέντες ξεστόμιζε, η γιαγιά πια, και ορμήνευε τα παιδιά, με κείνη τη γλυκύτητα στα μάτια και εκείνα κατάχαμα, γύρω-γύρω στα πόδια της, άρμεγαν τις ιστορίες της και καμιά φορά τάπαιρνε ο ύπνος, στο πάτωμα.
Παραμονή Χριστουγέννων απόψε και πώς φαινόταν με την πρώτη ματιά που έριχνες στο σπίτι της; Είχε καλοχτενίσει, τον κάτασπρο κότσο της και έβαλε και την καινούρια της ζακέτα. Η εγγονή της την έστειλε από την Αθήνα, με λεφτά από τον πρώτο της μισθό. Κοτζάμ γιατρός, έγινε η Αννούλα μας! Και πόσο το καμάρωνε!!!
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ήθελε απόψε να πάρει το δρόμο της προς τα πίσω και ναπαντήσει, εκείνη τη μακρινή παραμονή της Μεγάλης Γέννησης.

Τόστρωσε για τα καλά έξω. Ένα γόνα χιόνι, έριξε τη νύχτα! Τα ζωντανά, ήταν κλεισμένα στα χειμαδιά. Ποιος να ξεμυτίσει, με τούτον τον καιρό;
Χριστουγεννιάτικος καιρός, παιδιά μου, έλεγε ο παπά-δάσκαλος, σαν του παραπονιόσανται ότι κρύωναν, τα σχολιαρούδια του. Σάμπως είχανε τα καλοριφέρ; Μια ξυλόσομπα και εκείνη κάπνιζε του καλού καιρού, κάθε που έβανε βοριά. Όσο για ξύλα; Τα κουβαλάγανε, κάθε πρωί, από τα σπίτια τους. Αντί για τσάντα, παίρνανε ένα κουτσουράκι από το σπίτι, να ζεσταθούνε στο σχολείο.
Σε δυο μέρες κλείνουμε, για τις γιορτές. Εξάλλου βουνίσιοι είμαστε. Μην το ξεχνάτε και τον αντέχουμε το χιονιά. Είχανε ζεστά πανωφόρια, από γίδινο μαλλί, αλλά τα παπούτσια τους, φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιών, όλο και γίνονταν μούσκεμα.
Έτσι κύλαγε ο χειμώνας, έτσι ταλαιπωρούσαν την ανάγνωση και τη γραφή, όσο για τη φυσική, τη μάθαιναν από τα πειράματα της φύσης.
Γέρος πια και ο παπά-δάσκαλος, άλλωστε, ποιος θα πήγαινε σε κείνο το χωριό, που δεν το βρήκαν ούτε οι Γερμανοί, την κατοχή; Φιλάσθενος καθώς ήταν, με το πέσιμό του στο κρεβάτι, έκαναν και ένα μήνα να ψάξουν την πλάκα τους.
Πού τετράδια και μολύβια; Μεταπολεμική εποχή ήταν. Μια πλάκα και ένα κοντύλι, ήταν αρκετά για σύνεργα, στη μαθησιακή τους αναζήτηση.
Τέτοιες μέρες σαν γύριζαν σπίτια τους, ξεροστάλιαζαν γύρω από την ποδιά της μάνας, τρυγώντας με τα μάτια τους τα καλούδια των ημερών. Κουραμπιέδες, λουκουμάδες με φρέσκο πετιμέζι, μουσταλευριά και καρύδια σουτζούκι.
Έβρισκε, λέτε, άκρη για καλούδια, η  κυρία Άννα, μιας και τα δικά της καλούδια- ζωή νάχουνε- ήταν δεκατρία;  Μια θράκα παιδιά, έλεγε και καμάρωνε το βιός της.
Με τούτο το βιός, χόρταινε σαν βράδιαζε, τα μουδιασμένα της από την κούραση χέρια. 
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, σαν άκουσε τους ρεζέδες της ξυλόπορτας, να τρίζουν.
Γυναίκα, σας φέρνω μουσαφίρη. Πάντα γλυκιά και ήρεμη η φωνή του κυρ- Δημήτρη, που έφτανε κάθε βράδυ στο σπίτι, σφυρίζοντας.
Μικρόσωμος, κουρελής και ταλαίπωρος, ο μουσαφίρης.
Τίποτε δεν ρώτησε παρά συμπλήρωσε τα  πιάτα στο τραπέζι και τάκανε, δεκαοκτώ.[Είχανε βλέπεις και τα πεθερικά της, στο σπίτι τους]
Ο Γιώργης, γυναίκα, θα μείνει στο σπίτι μας. Θα γίνει οικογένειά μας. Μαγκούφης, ο κακομοίρης και ολομόναχος, τι θα μας κοστίσει; Ένα πιάτο φαΐ;
Ήταν βλέπετε, μικρή η φαμίλια του και ήθελε να την αυγατίσει και με το Γιώργη!!!!
Και έγινε ο Κοντόγιωργας, έτσι τον βάφτισαν τα παιδιά, άνθρωπος της οικογένειας. Και έμεινε μαζί τους μέχρι την τελευταία, της ζωής του ώρα.
Ήταν ένα βράδυ, σαν απόψε. Ακριβώς την παραμονή των Χριστουγέννων, του έτους… τι σημασία αλήθεια, έχει το έτος;
Τούτες οι σκέψεις στρογγυλοκάθισαν απόψε, στο άδειο, Χριστουγεννιάτικο σπιτικό της. Ποτέ δεν παραπονέθηκε και για τίποτα, η άγια τούτη γερόντισσα, μα ξημέρωνε και βράδιαζε, όλη της τη ζήση, με ένα: Νάχετε την Ευχή μου. Μοίραζε απλόχερα ευχές και ήταν τόσο από καρδιάς, που κάθε φορά και με κάθε ευχή που σκόρπιζε, φωτιζόταν το πρόσωπό της.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, τη συμμάζεψε από το ξεστράτισμα, στο χρόνο.
« Χρόνια Πολλά, γιαγιάκα ». Ήταν ο Δημητράκης, ο εγγονός της, ορφανό από τη Γκάνα, που υιοθέτησε, ο γιος της ο Γιάννης. Και τόλεγε, τούτο το γιαγιάκα, με μια γλύκα! Με το γιαγιάκα του Δημητράκη, ανάδευε τόσα όνειρα και ζέσταινε τόσες ελπίδες!!!
« Χρόνια Πολλά Μάνα Καλά Χριστούγεννα. Σε λίγο πετάμε. Αύριο θάμαστε εκεί Μόνη θαρρείς, θάκανες γιορτές, μετά από δεκατρία παιδιά; Θα γνωρίσεις και το Δημητράκη μου, Μάνα.».
Έκλεισε το τηλέφωνο και δακρυσμένη, ανακάτεψε, λίγο, τη θράκα.
Το σόι πάει βασίλειο!!
Νάχεται την ευχή μου!!!
Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα Γιάννη μου!!!!

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Η λήθη ο εχθρός του αύριο.


Η λήθη  ο εχθρός του αύριο.

Ανηφορίσαμε στο χωράφι του Καπή. Τώρα πια, δεν ήταν ένα χέρσο χωράφι, αλλά ένα μνημείο για θύμησες.
Το δικό μου χωράφι, μιας και ήταν χωράφι της δικής μου φύτρας. Παιδί τότε, μύριζαν οι ανεμώνες, εκείνο το κατακόκκινο χρώμα, ζωντανεύοντας τις μνήμες στον επισκέπτη, που άνοιγε με μιας, εκείνο το παραθύρι της ιστορίας, της σπουδής των ανατροπών. Ζωντάνευαν ξαφνικά οι ποιητάδες των παλιών καιρών και πώς να διώξεις από τα αυτιά σου εκείνο το στίχο;
Ηχήστε σάλπιγγες!!!
Κείνη τη μέρα ήχησαν οι σάλπιγγες, αντιλάλησαν σε όλες τις γύρω βουνοκορφές, μόνο που η γιορτή στήθηκε σε πένθιμα μυστήρια και το σάλπιγμα βροντερό από τα μυδράλια, έσκισαν ράχες και πλαγιές και γέμισαν πληγές, το μικρό ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, εκεί στο βράχο.
Στο σκολειό, είχαν στριμωχτεί, όλοι οι στήμονες των μικρών παιδιών και γυναικών, από κάποιους που κατέστρωναν δοκιμές, για ένα καινούριο Νταχάου.
Πώς να μην ξεστρατίσει ταστέρι, σαν λιγόστευαν οι νότες της καντάδας;
Πώς να μην σε προδώσει ο στίχος, σαν ο σκοπός είναι μονότονος;
Ψυχές στοιβαγμένες, σαν τα δεμάτια σταλώνια, καταπατήθηκαν στις τρύπιες συνειδήσεις και κλήθηκαν χωρίς αναστολές, να πληρώσουν για όλα ταμαρτήματα, που θα γινόσανται στο μέλλον. .
Το θέατρο του παραλογισμού και ζωώδους άνανδρου παραληρήματος, παιζόταν πια σε δύο σκηνές. Ορίστηκε αμφιθέατρο το χωράφι του Καπή, εκεί ψηλά στην πλαγιά. Ήθελαν, βλέπεις, να στοχεύσουν στην μοναδικότητα του τοπίου, έτσι ψηλά, ώστε να βλέπουν και να ακούνε όλοι. Η ακουστική και το φως, είναι τα μεγάλα πλεονεκτήματα μιας παράστασης.
Επίδειξη ισχύος, το ανέβασμα, εκεί στο θεατράκι του χωριού. Μια λεπτομέρεια, που θα σκεφτόταν, μόνο ο αρχιτέκτονας της ιδιοτέλειας, ή ένας παράφρονας, που άγγιζε το αιματοβαμμένο του άστρο στη στολή του, με καμάρι για το ξεκλήρισμα της μεγάλης αδούλωτης αξιοπρέπειας.
Οι ρόλοι μοιράστηκαν και αποστηθίστηκαν.
Καταμεσήμερο, βγήκαν για βοσκή, ίσα στο απόσκιο, μελετώντας τον αυριανό ανδριάντα στο χρώμα το κόκκινο.
Πώς να νυχτοκαρτερέσεις το αγρίμι, που κρύφτηκε από το χαλασμό και ποια ψαλμωδία νεκρική, άκουσε ποτέ ζωντανός και μάλιστα στόνομά του;
Τούτη η τραγωδία σκαρφίστηκε από νέους γύπες, γιαυτό άφησαν το χορό να μοιρολογάει από την απέναντι ράχη.
Πείσμωσε η γραφίδα της μνήμης, τούτη τη μεσημεριανή ώρα και άφησε ξάστερη τη μνήμη, σαν έδωσε αναστολή, στον ομαδικό τάφο του σχολείου, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εξευτελισμού, στη μάνα να ξεριζώσει τις μακριές πλεξούδες της, μπροστά σε χίλιες τριακόσιες κατακόκκινες παπαρούνες, που στοίχειωσαν το καταχείμωνο.
Γείτονες ήταν, φίλοι, οικογένειες ολάκερες, συγχωριανοί ρε αδερφέ. Πώς να τολμήσεις να τους χωρίσεις, τούτη την ύστατη ώρα, αφού η επιτυχία της πανάκριβης αυτής υπερπαραγωγής, βασιζόταν μόνο και μόνο στην ομαδικότητα;
Κραταιός πολιτισμός και Αρεία φυλή, συνταξίδευαν και το περίσσευμα, δινόταν τροφή στον ιστορικό του μέλλοντος, που ποτέ δεν αντέχει να είναι αντικειμενικός.
Κάποτε θα έρχονταν και οι αποζημιώσεις. Ο επίλογος, των άρτιων λογαριασμών Θα πλήρωναν, για να κάνουν το έργο φτηνό και ξεπερασμένο. Θα αντάλλασαν τη λήθη, με έργα και μαραθώνιους θυσίας.
Και τούτοι οι προδομένοι πατριώτες μου, δέχτηκαν τις συνδρομές και τη συγνώμη, λες και αλάφρυνε ο τάφος και ξέβαψε το χωράφι από το αίμα.
Στήσανε και μεγάλο σταυρό, ψηλό, μέτρα ολάκερα, να φαίνεται από μακριά.
Λάξεψαν και την κουλουριασμένη μάνα στο βράχο, σύμβολο αντοχής και αναγέννησης στα μακρινά ερείπια των κατακρεουργημένων αντιλήψεων.
Ημέρα μνήμης ορίστηκε, η Δεκεμβριανή σφαγή, μόνο που η μνήμη στιγμάτισε το τότε και δεν έγινε ποτέ παράδειγμα στο τώρα.
Φίλοι ήμαστε όλοι, συμμαθητές και βγήκαμε ναγναντέψουμε την ιστορία από ψηλά. Πήραμε την ανηφόρα για το χωράφι του Καπή, σκορπίζοντας σε κάθε βήμα μας αθώες υποσχέσεις, αληθινές όμως, ότι το δικό μας λιθαράκι στο τείχος του μέλλοντος, δεν θα έχει ποτέ το χρώμα της ντροπής.
Κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, φτάσαμε στον τόπο της θυσίας.
Ύψωσε το χέρι ψηλά, με την παλάμη ανοιχτή και αναφώνησε εκεί πάνω στις δικές μας πληγές:
Χάι Χίτλερ…
Γουρλώσαμε τα μάτια και μια κραυγή ακούστηκε, σαν από χορωδία, γιατί νιώσαμε χίλια νύχια να μας ξεσκίζουν το φιλότιμο και να δουλεύουν μεθοδικά για την δικιά μας αναξιοπιστία.
Κατεβάσαμε τα κεφάλια, πώς να κάμεις έτσι προσκύνημα, στη μάνα του βράχου, όταν το τείχος της αμνησίας υψώθηκε με την δική μας ανοχή;
Πώς να παραλάβουμε τα λάβαρα, τα ματωβαμμένα και να δώσουμε όρκους ανθρωπιάς και πίστης, στα ιερά και τα όσια μας, τη στιγμή που η ανάγνωση τόσων ονομάτων, δεν μας βάρυνε καθόλου το στήθος;
Πώς να περπατήσουν με το κεφάλι ψηλά, οι πατεράδες μας, την ώρα που η απουσία του δικού μας παππού και μεγαλύτερου θείου, δεν σήμαινε κάτι για μας;
Άδειες καρέκλες, στο μεγάλο τραπέζι της γιορτής, ήταν μόνο, η δική τους ορφάνια.
Δεν χτίστηκαν οι Θερμοπύλες, με κραυγές και γουρλωμένα μάτια.
Η προδοσία, ήταν μέσα από την παρέα μας… Ήταν ένας φίλος… Ήταν ένας από εμάς.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Ένας οικείος …ξένος


Ένας οικείος …ξένος

Ξημέρωσε για τα καλά .Ο ήλιος είχε ανέβει δυο οργιές πια και η Άννα εκεί καθισμένη στο πεζούλι της εκκλησίας. Ο χρόνος είχε σταματήσει στο προηγούμενο βράδυ.
Τα ρολόγια όλης της πλάσης έδειχναν εννιά.
Κάτι περαστικοί την κοίταζαν με απορία.
Αννούλα μου τί κάνεις εδώ; Ακούστηκε η γνώριμη φωνή του κυρ- Κώστα του φαρμακοποιού.
Πρωί- πρωί …και τί είναι όλη αυτή η στίβα τα αποτσίγαρα;
Τί σου συμβαίνει κορίτσι μου; Ο Σπύρος γύρισε;
Χωρίς να απαντήσει έφυγε τρέχοντας. Τώρα συνειδητοποίησε ότι ήταν με τα ρούχα του σπιτιού.
Όχι δεν πήγε στο σπίτι. Τράβηξε κατά το σταθμό του τρένου. 
Γνώριμος χώρος, μιας και όταν είχε ψυχοπλακώματα, περπάταγε στις ράγες και σιγοτραγουδούσε, ένα  τραγούδι που άρεσε στη  μάνας της.
Κιότεψε πια, βάρυναν οι ώμοι, από τα χρόνια, αλλά και από τα βάσανα.
Σήμερα δεν είχε τίποτα να κατευοδώσει και κάθισε σταυροπόδι στις γραμμές του τρένου. Όλη της η ζωή, σκεφτόταν, ήταν ένας λαθρεπιβάτης της ευτυχίας και της χαράς.  Και τώρα;
Αργά το βράδυ γύρισε στο σπίτι.
Το σπίτι της, απόψε της φαινόταν τόσο άγνωστο, τόσο αφιλόξενο, σαν φτηνό πανδοχείο,  δεν είχε πουθενά το στίγμα της οικογένειας. Κουλουριάστηκε στην κουνιστή καρέκλα και την πήρε ο ύπνος κλαίγοντας.
Για μήνες έμεινε κλεισμένη στο σπίτι, περιμένοντας τον Σπύρο να κάνει την εμφάνισή του, αλλά μάταια.
Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Πού την γνώρισε; Πότε την συναντούσε; Πόσο διπρόσωπος ήταν;
Έπρεπε να μάθει. Ήταν για κείνη ένας λόγος τιμής..  Είκοσι τόσα χρόνια, ζούσε με έναν ξένο, με κάποιον που γνώρισε ένα βράδυ Σαββάτου, τώρα σταπότρυγα.
Βάλθηκε να θυμηθεί όλη την κοινή τους ζωή, λεπτό προς λεπτό. Το είχε ανάγκη .Έψαχνε απαντήσεις, έψαχνε έναν λόγο  να μην γκρεμίσει και το τελευταίο κάστρο ανθρωπιάς που είχε μέσα της.
Ότι είχε να θυμηθεί ήταν δουλειά, νοσοκομεία- χιλιάδες τα προβλήματα υγείας του Σπύρου-απιστία και ρουτίνα..
Άρχισε να περιφέρει το μυαλό της στους διαδρόμους των νοσοκομείων που έτρεχε το Σπύρο, μέχρι που σαν να άναψε ένα φως, σταμάτησε στην πρώτη του  επέμβαση, είκοσι τόσα χρόνια πίσω.
Κιρσοκήλη την είπε ο γιατρός και …… αναπήδησε από την πολυθρόνα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα, που είχε τόσο καιρό να επισκεφτεί..
Έψαξε τα αρχεία της και Ω! ναι μα ναι το βρήκε…
Η Άννα άρχισε να χορεύει σαν δαιμονισμένη, πέταξε τα ρούχα όλα έξω από την ντουλάπα, στο πάτωμα και άρχισε να γελάει.
‘Άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα και έβαλε μουσική.
Το πρώτο τηλεφώνημα ήταν στην κομώτριά της ..
Μαιρούλα θέλω κούρεμα, χτένισμα, νύχια.
Έκλεισε  ραντεβού στο spa, για περιποίηση και βγήκε για ψώνια. Τόσα λεφτά είχε και να η ώρα, να ξοδέψει μερικά.
Κοκέτα και όμορφη όσο ποτέ, πέρασε μπροστά από το μαγαζί τους.
Τα πόδια της έτρεμαν , αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις της να μην περάσει. Ήταν περίεργη. ‘Ήθελε να δει ποιος κάνει κουμάντο και ποιος δουλεύει πια στον Ιδρώτα της.
Στον κεντρικό δρόμο το μαγαζί τους και γνώριμη στην γειτονιά. Τόσους μήνες δεν είχε μιλήσει με κανέναν . Δεν έβγαινε στην αγορά, απέφευγε τους γνωστούς, μόνο δυο-τρεις φίλοι τράβηξαν μαζί της το Γολγοθά της.
Ντρεπόταν πολύ τους γείτονες, όσο για το χωριό της δεν πάτησε το πόδι της.
 Τι να πει; Τώρα στα μεγάλα της, να την βρει τέτοιο ρεζιλίκι;
Όσο κοντοζύγωνε στο μαγαζί, τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν, αλλά ήταν πεισματάρα η Άννα.
Δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Ένα πέρασμα θα έκανε, αλλά η εικόνα που είδε την έκανε να γουρλώσει τα μάτια και να μείνει στήλη άλατος και μάλιστα στην πόρτα.
Στο ταμείο, η Λουκία, η παλιά της υπηρέτρια, ο Τάσος στο μεγάλο γραφείο και ο Σπύρος σε μια καρέκλα παράμερα.
Μνήμες ξύπνησαν και πετάχτηκαν από τα συρτάρια του μυαλού της και το αίμα της ανέβηκε στο κεφάλι.
Πάνε χρόνια που πήρε την Λουκία στο σπίτι να βοηθάει στις δουλειές, αλλά η καλοβαλμένη τσαπερδόνα άρχισε να προσφέρει υπηρεσίες στο Σπύρο με ανταλλάγματα. Ο κόσμος άρχισε τα σχόλια και η Άννα την πέταξε από το σπίτι με τις κλωτσιές.
Θα σε εκδικηθώ της είπε φεύγοντας, αλλά δεν το πήρε με το μέσα μυαλό τότε.
Τι εκδίκηση μπορεί να πάρει;  Σκέφτηκε.
Όταν συνήρθε από το Σοκ, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και σαν το μόνο αφεντικό αυτού του μαγαζιού μπήκε μέσα.
Χαιρετώ την αγία οικογένεια, είπε με ειρωνεία.
Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν αμήχανα και ο Σπύρος σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της.
Τέλειωσε Άννα παραδέξου, μην γίνουμε θέαμα στην γειτονιά…
Η Άννα έβαλε τα γέλια, τον κοίταξε κάτω από τα μαύρα γυαλιά της,  με ύφος εκατό καρδιναλίων…
Όχι καλέ μου, δεν έχω σκοπό να χαλάσω αυτήν την όμορφη ατμόσφαιρα, απλά θα ήθελα να σας κάνω ένα δώρο..  Δεν ήξερα ότι είστε όλοι μαζί και δεν το κρατάω μαζί μου…
Πάω στο σπίτι μου, είπε σαν να ήθελε να ακουστεί καλά, αυτό το … Στο σπίτι μου… και επιστρέφω..
Γύρισε κρατώντας ένα χαρτί τυλιγμένο και δεμένο με μια κατακόκκινη κορδέλα.
Σπύρο μου… Τα δώρα τα δίνουν στον αρχηγό της οικογένειας, είπε και του έδωσε το χαρτί…
Όταν το διάβασε , κοίταξε την Λουκία και σωριάστηκε καταγής…
Η Άννα ατάραχη τον δρασκέλησε και πήγε το χαρτί στην Λουκία…
Τα κλειδιά παρακαλώ του μαγαζιού μου… δεν χρειάζομαι άλλο τις υπηρεσίες σας… Όσο για σας νεαρέ μου… έπρεπε να ξέρετε… ότι η κιρσοκήλη κάνει έναν άντρα στείρο.
Βρες άλλο κορόιδο για πατέρα…


ΦΩΤΟ ΤΟΥΛΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ