Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


                               ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σκέπασε τα πόδια της με την μάλλινη κουβέρτα και μέριασε την κουνιστή πολυθρόνα,  δίπλα στο παραγώνι.
Γιορτινή η σάλα, του μεγάλου πετρόχτιστου σπιτιού και η θαλπωρή από το τζάκι, που έκαιγαν τα κούτσουρα, έφτιαχναν εικόνα, από το παλιό μας παραμύθι.
Περασμένα μεσάνυχτα, η ζωή της κυρίας Άννας, αράδιαζε στα χρόνια της όλες τις εμπειρίες και τη γλυκιά γοητεία, της τέχνης των γηρατειών. Περήφανη, αρχόντισσα σωστή, έρανε με εορταστικό άρωμα το σπίτι, αν και ήξερε ότι φέτος, θάταν ολομόναχη τις γιορτές.
Είχε η ίδια επιμεληθεί, για τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι, τυλιγμένα, σε κόκκινο σελοφάν.
Οι γιορτές, παιδιά μου, έλεγε στα γειτονόπουλα που της κράταγαν συντροφιά, πάντα επισκέπτονται το σπιτικό σου και πρέπει να τις φιλέψεις, ένα γλυκό.
 Μόνος δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει παρέα, μα αυτός, που δεν τον θέλει κανείς, για παρέα.
 Σοφές κουβέντες ξεστόμιζε, η γιαγιά πια, και ορμήνευε τα παιδιά, με κείνη τη γλυκύτητα στα μάτια και εκείνα κατάχαμα, γύρω-γύρω στα πόδια της, άρμεγαν τις ιστορίες της και καμιά φορά τάπαιρνε ο ύπνος, στο πάτωμα.
Παραμονή Χριστουγέννων απόψε και πώς φαινόταν με την πρώτη ματιά που έριχνες στο σπίτι της; Είχε καλοχτενίσει, τον κάτασπρο κότσο της και έβαλε και την καινούρια της ζακέτα. Η εγγονή της την έστειλε από την Αθήνα, με λεφτά από τον πρώτο της μισθό. Κοτζάμ γιατρός, έγινε η Αννούλα μας! Και πόσο το καμάρωνε!!!
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ήθελε απόψε να πάρει το δρόμο της προς τα πίσω και ναπαντήσει, εκείνη τη μακρινή παραμονή της Μεγάλης Γέννησης.

Τόστρωσε για τα καλά έξω. Ένα γόνα χιόνι, έριξε τη νύχτα! Τα ζωντανά, ήταν κλεισμένα στα χειμαδιά. Ποιος να ξεμυτίσει, με τούτον τον καιρό;
Χριστουγεννιάτικος καιρός, παιδιά μου, έλεγε ο παπά-δάσκαλος, σαν του παραπονιόσανται ότι κρύωναν, τα σχολιαρούδια του. Σάμπως είχανε τα καλοριφέρ; Μια ξυλόσομπα και εκείνη κάπνιζε του καλού καιρού, κάθε που έβανε βοριά. Όσο για ξύλα; Τα κουβαλάγανε, κάθε πρωί, από τα σπίτια τους. Αντί για τσάντα, παίρνανε ένα κουτσουράκι από το σπίτι, να ζεσταθούνε στο σχολείο.
Σε δυο μέρες κλείνουμε, για τις γιορτές. Εξάλλου βουνίσιοι είμαστε. Μην το ξεχνάτε και τον αντέχουμε το χιονιά. Είχανε ζεστά πανωφόρια, από γίδινο μαλλί, αλλά τα παπούτσια τους, φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιών, όλο και γίνονταν μούσκεμα.
Έτσι κύλαγε ο χειμώνας, έτσι ταλαιπωρούσαν την ανάγνωση και τη γραφή, όσο για τη φυσική, τη μάθαιναν από τα πειράματα της φύσης.
Γέρος πια και ο παπά-δάσκαλος, άλλωστε, ποιος θα πήγαινε σε κείνο το χωριό, που δεν το βρήκαν ούτε οι Γερμανοί, την κατοχή; Φιλάσθενος καθώς ήταν, με το πέσιμό του στο κρεβάτι, έκαναν και ένα μήνα να ψάξουν την πλάκα τους.
Πού τετράδια και μολύβια; Μεταπολεμική εποχή ήταν. Μια πλάκα και ένα κοντύλι, ήταν αρκετά για σύνεργα, στη μαθησιακή τους αναζήτηση.
Τέτοιες μέρες σαν γύριζαν σπίτια τους, ξεροστάλιαζαν γύρω από την ποδιά της μάνας, τρυγώντας με τα μάτια τους τα καλούδια των ημερών. Κουραμπιέδες, λουκουμάδες με φρέσκο πετιμέζι, μουσταλευριά και καρύδια σουτζούκι.
Έβρισκε, λέτε, άκρη για καλούδια, η  κυρία Άννα, μιας και τα δικά της καλούδια- ζωή νάχουνε- ήταν δεκατρία;  Μια θράκα παιδιά, έλεγε και καμάρωνε το βιός της.
Με τούτο το βιός, χόρταινε σαν βράδιαζε, τα μουδιασμένα της από την κούραση χέρια. 
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, σαν άκουσε τους ρεζέδες της ξυλόπορτας, να τρίζουν.
Γυναίκα, σας φέρνω μουσαφίρη. Πάντα γλυκιά και ήρεμη η φωνή του κυρ- Δημήτρη, που έφτανε κάθε βράδυ στο σπίτι, σφυρίζοντας.
Μικρόσωμος, κουρελής και ταλαίπωρος, ο μουσαφίρης.
Τίποτε δεν ρώτησε παρά συμπλήρωσε τα  πιάτα στο τραπέζι και τάκανε, δεκαοκτώ.[Είχανε βλέπεις και τα πεθερικά της, στο σπίτι τους]
Ο Γιώργης, γυναίκα, θα μείνει στο σπίτι μας. Θα γίνει οικογένειά μας. Μαγκούφης, ο κακομοίρης και ολομόναχος, τι θα μας κοστίσει; Ένα πιάτο φαΐ;
Ήταν βλέπετε, μικρή η φαμίλια του και ήθελε να την αυγατίσει και με το Γιώργη!!!!
Και έγινε ο Κοντόγιωργας, έτσι τον βάφτισαν τα παιδιά, άνθρωπος της οικογένειας. Και έμεινε μαζί τους μέχρι την τελευταία, της ζωής του ώρα.
Ήταν ένα βράδυ, σαν απόψε. Ακριβώς την παραμονή των Χριστουγέννων, του έτους… τι σημασία αλήθεια, έχει το έτος;
Τούτες οι σκέψεις στρογγυλοκάθισαν απόψε, στο άδειο, Χριστουγεννιάτικο σπιτικό της. Ποτέ δεν παραπονέθηκε και για τίποτα, η άγια τούτη γερόντισσα, μα ξημέρωνε και βράδιαζε, όλη της τη ζήση, με ένα: Νάχετε την Ευχή μου. Μοίραζε απλόχερα ευχές και ήταν τόσο από καρδιάς, που κάθε φορά και με κάθε ευχή που σκόρπιζε, φωτιζόταν το πρόσωπό της.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, τη συμμάζεψε από το ξεστράτισμα, στο χρόνο.
« Χρόνια Πολλά, γιαγιάκα ». Ήταν ο Δημητράκης, ο εγγονός της, ορφανό από τη Γκάνα, που υιοθέτησε, ο γιος της ο Γιάννης. Και τόλεγε, τούτο το γιαγιάκα, με μια γλύκα! Με το γιαγιάκα του Δημητράκη, ανάδευε τόσα όνειρα και ζέσταινε τόσες ελπίδες!!!
« Χρόνια Πολλά Μάνα Καλά Χριστούγεννα. Σε λίγο πετάμε. Αύριο θάμαστε εκεί Μόνη θαρρείς, θάκανες γιορτές, μετά από δεκατρία παιδιά; Θα γνωρίσεις και το Δημητράκη μου, Μάνα.».
Έκλεισε το τηλέφωνο και δακρυσμένη, ανακάτεψε, λίγο, τη θράκα.
Το σόι πάει βασίλειο!!
Νάχεται την ευχή μου!!!
Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα Γιάννη μου!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου