Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΣΑΠΙΕΣ ΚΟΥΠΑΣΤΕΣ

ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΣΑΠΙΕΣ ΚΟΥΠΑΣΤΕΣ


Η Άννα με τσακισμένη την καρδιά, άρχισε να περιφέρεται στους δρόμους, της μικρής επαρχιακής πόλης.
Το μυαλό της σκαρφάλωνε πότε στην καμινάδα του παλιού εργοστασίου και πότε σαν προνύμφη κλεινόταν στο μικρό κουζινάκι της.
Απόψε δεν ήθελε κανέναν και τίποτα..
Σαν μεθυσμένη τρίκλιζε στα σοκάκια και άφηνε τα δάκρυά της να αυλακώνουν τα μάγουλά της, δίχως να νοιάζεται ποιος την βλέπει.
Είχε υποθηκεύσει τα όνειρά της στο Σπύρο, είχε δώσει όλα της τα νιάτα και τώρα στα εξήντα φεύγα της, βολοδέρνει μόνη με έναν άχαρο ρόλο που δεν της πήγαινε καθόλου.
Λογάριαζε να ξεκουραστεί μετά από τόσους αγώνες, ήθελε λέει να ταξιδέψει, να νοιώσει άνθρωπος ρε αδερφέ.
Ώρες προσπαθούσε να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη, να απολογηθεί στον εαυτό της, να κάνει το ταμείο της ζωής της, αλλά μάταια.
Ένα γιγάντιο Γιατί, της έκλεινε το δρόμο και δίχως έλεος της άνοιγε τους κρουνούς των δακρύων της.
Αποκαμωμένη εκεί κοντά στο λυκαυγές, κάθισε στο πεζούλι της εκκλησίας και άναψε ένα τσιγάρο. Έβλεπε τα δαχτυλίδια του καπνού να χάνονται, σαν τις χαρές που εξατμίστηκαν έτσι ξαφνικά και δίχως λόγο.
Το τέταρτο παιδί του κυρ-Ανέστη, από τα δέκα της φαμίλια του, η Άννα μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, στο ορεινό χωριό της.
Από τα δέκα της συντρόφευε τη μάνα της στα χωράφια και σαν παιδί δεν θυμάται ποτέ μια ξένοιαστη μέρα. Παπούτσια μόνο τη Λαμπρή από το πανηγύρι και ρούχα τα αποφόρια, κάτι συγγενών από την Αθήνα.
Όμως είχε τόση αγάπη τούτο το μελίσσι του σπιτιού της και κάθε που βράδιαζε παρά την κούρασή τους έστηναν το τραγούδι.
Οι μακριές πλεξούδες της στόλιζαν το λαμπαδένιο κορμί της και έτσι καμαρωτή έκανε τον κυριακάτικο περίπατο, μαζί με τις άλλες κοπέλες στην πλατεία του χωριού τους.
Η μοναδική παρεχόμενη διασκέδαση. Για γράμματα ούτε λόγος, μιας και η φτώχεια τέτοιες πολυτέλειες δεν τις συγχωρεί.
Κοντά στα δεκαοχτώ της τη γύρεψε ο ανιψιός της κυρά Ματίνας από την πόλη. Καλό παιδί ο Σπύρος και δουλευταράς.
Για το ότι ήταν γυναικάς, κανείς δεν της το είπε.
Είπε το ναι, χωρίς να το πολυσκεφτεί.
-Δεν μας γύρεψε τίποτα, κόρη μου, είπε ο κυρ-Ανέστης.
-Να πάρουν και οι άλλες σειρά. Και πού ξέρεις μπορεί να δώσουμε και τις άλλες στην πόλη.
Σαν να ήταν ζώα τις παζάρευαν τότε…. σκέφτηκε τώρα στα εξήντα της.
Άκου να δώσουν και τις άλλες.
Πραμάτεια ήταν;.
Έτσι άφησε την ψυχή της και τα όνειρά της αμανάτι στο Σπύρο και κάποτε θα τα εξαργύρωνε. Έτσι σκεφτόταν.
 Δύσκολη η προσαρμογή στην πόλη , τρόπους δεν ήξερε, ντυνόταν σαν χωριατοπούλα, αλλά ο Σπύρος κράταγε αυτόν τον θησαυρό στο σεντούκι του και σε λιγότερο από χρόνο, έγινε μια σικάτη κοπελιά, πανέμορφη.
Ρίχτηκε στη δουλειά, Μαγαζί με σιδερικά είχε ο Σπύρος, άρχισε το νυχτερινό σχολείο και έγινε μια πρώτης τάξης ταμίας.
Είδε λεφτά στα χέρια της και άρχισε να κάνει ένα κομπόδεμα.
Δούλευε όλο και πιο πολύ, αφού δεν τους αξίωσε η μοίρα να κάνουν παιδιά και ο λογαριασμός της όλο και μεγάλωνε.
Οι απιστίες του Σπύρου, την στεναχωρούσαν, αλλά πού αλλού είχε να πάει;  Θες η συνήθεια, θες η αγάπη , η συντροφικότητα. Έτσι το μόνο που σκεφτόταν, το χρήμα και πώς να το αυξήσει. Παραμελούσε το Σπύρο, δουλεύοντας ασταμάτητα, αλλά είχε ένα σκοπό…Να μαζέψει λεφτά.
Ήθελε κάποτε να  πάρει πίσω την αθωότητα, και τα όνειρα, που είχε αφήσει ενέχυρο στο Σπύρο, γιατί με τον καιρό κατάλαβε ότι ο Σπύρος, μια όμορφη δούλα έψαχνε.
Εμμονή της έγινε, να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη και κάποτε να ζήσει όπως της πρέπει.
Και τα χρόνια κυλούσαν, σαν το νερό και τα μαλλιά άσπρισαν και  η αρρώστια της για το χρήμα μεγάλωνε.
Έτσι και χωρίς να το καταλάβει έπιασε τα εξήντα .
Τον τελευταίο καιρό ο Σπύρος έλειπε συχνά από το σπίτι και γα μέρες.
Την μια πήγαινε σε μια έκθεση στην Αθήνα, την άλλη στη Θεσσαλονίκη, η στο εξωτερικό. Πολλά είχαν φτάσει στ’ αυτιά της, αλλά δεν έδινε σημασία .
Είχε να φανεί πέντε μέρες, αλλά στο τηλέφωνο ήταν καθησυχαστικός.
Κάτι πελάτες, με κρατάνε μακριά. Είναι μεγάλη δουλειά… Και η δούλα εκεί. Κάθε πρωί στο πόστο της.
Ήταν Κυριακή, λίγο μετά της εννέα το βράδυ, όταν η πόρτα χτύπησε και ένας νεαρός έκανε την εμφάνισή του.
Ψηλός, ίδιος ο Σπύρος στα νιάτα του.
-Καλησπέρα, της είπε ξερά και πέρασε μέσα, σαν να ήταν του σπιτιού.
Πριν προλάβει να ρωτήσει ποιος είναι και τι θέλει, ο νεαρός με ύφος της είπε.
-Έρχομαι από τον πατέρα μου. Θέλω τα κλειδιά του μαγαζιού. Δεν χρειάζομαι άλλο τις υπηρεσίες σας. Από αύριο αναλαμβάνω εγώ.
Ξέχασα να συστηθώ. Είμαι ο Τάσος, ο γιος του Σπύρου. Ζούσα με την μητέρα μου στην Αθήνα. Πριν ένα μήνα γυρίσαμε εδώ..
Ο κόσμος της γκρεμίστηκε, σαν τραπουλόχαρτα. Έμεινε αποσβολωμένη.
Έφυγε τρέχοντας στο δρόμο, χωρίς να κλείσει την πόρτα, η να βγάλει τον νεαρό έξω.
-Ο Σπύρος, είχε γιο. Πότε; πώς; εκείνη πού ήταν;
Η δουλειά… η δούλα δηλαδή του Σπύρου και του χρήματος…
Και τώρα το ενεχυροδανειστήριο της ελπίδας της έκλεισε.  Φαλίρισε, μαζί με τα χρώματα της παλέτας της.
Σε  ποιόν θα εξαργυρώσει  όλα τα τιμαλφή της ζήσης της;
Άρχισε να χαράζει.. το τσιγάρο, το τέταρτο δηλαδή, σωριάστηκε στις πλάκες…
Τώρα …τίποτα… όλα ένα τίποτα

Β.Μ
ΦΩΤΟ...ΤΟΥΛΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου