Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Η λήθη ο εχθρός του αύριο.


Η λήθη  ο εχθρός του αύριο.

Ανηφορίσαμε στο χωράφι του Καπή. Τώρα πια, δεν ήταν ένα χέρσο χωράφι, αλλά ένα μνημείο για θύμησες.
Το δικό μου χωράφι, μιας και ήταν χωράφι της δικής μου φύτρας. Παιδί τότε, μύριζαν οι ανεμώνες, εκείνο το κατακόκκινο χρώμα, ζωντανεύοντας τις μνήμες στον επισκέπτη, που άνοιγε με μιας, εκείνο το παραθύρι της ιστορίας, της σπουδής των ανατροπών. Ζωντάνευαν ξαφνικά οι ποιητάδες των παλιών καιρών και πώς να διώξεις από τα αυτιά σου εκείνο το στίχο;
Ηχήστε σάλπιγγες!!!
Κείνη τη μέρα ήχησαν οι σάλπιγγες, αντιλάλησαν σε όλες τις γύρω βουνοκορφές, μόνο που η γιορτή στήθηκε σε πένθιμα μυστήρια και το σάλπιγμα βροντερό από τα μυδράλια, έσκισαν ράχες και πλαγιές και γέμισαν πληγές, το μικρό ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, εκεί στο βράχο.
Στο σκολειό, είχαν στριμωχτεί, όλοι οι στήμονες των μικρών παιδιών και γυναικών, από κάποιους που κατέστρωναν δοκιμές, για ένα καινούριο Νταχάου.
Πώς να μην ξεστρατίσει ταστέρι, σαν λιγόστευαν οι νότες της καντάδας;
Πώς να μην σε προδώσει ο στίχος, σαν ο σκοπός είναι μονότονος;
Ψυχές στοιβαγμένες, σαν τα δεμάτια σταλώνια, καταπατήθηκαν στις τρύπιες συνειδήσεις και κλήθηκαν χωρίς αναστολές, να πληρώσουν για όλα ταμαρτήματα, που θα γινόσανται στο μέλλον. .
Το θέατρο του παραλογισμού και ζωώδους άνανδρου παραληρήματος, παιζόταν πια σε δύο σκηνές. Ορίστηκε αμφιθέατρο το χωράφι του Καπή, εκεί ψηλά στην πλαγιά. Ήθελαν, βλέπεις, να στοχεύσουν στην μοναδικότητα του τοπίου, έτσι ψηλά, ώστε να βλέπουν και να ακούνε όλοι. Η ακουστική και το φως, είναι τα μεγάλα πλεονεκτήματα μιας παράστασης.
Επίδειξη ισχύος, το ανέβασμα, εκεί στο θεατράκι του χωριού. Μια λεπτομέρεια, που θα σκεφτόταν, μόνο ο αρχιτέκτονας της ιδιοτέλειας, ή ένας παράφρονας, που άγγιζε το αιματοβαμμένο του άστρο στη στολή του, με καμάρι για το ξεκλήρισμα της μεγάλης αδούλωτης αξιοπρέπειας.
Οι ρόλοι μοιράστηκαν και αποστηθίστηκαν.
Καταμεσήμερο, βγήκαν για βοσκή, ίσα στο απόσκιο, μελετώντας τον αυριανό ανδριάντα στο χρώμα το κόκκινο.
Πώς να νυχτοκαρτερέσεις το αγρίμι, που κρύφτηκε από το χαλασμό και ποια ψαλμωδία νεκρική, άκουσε ποτέ ζωντανός και μάλιστα στόνομά του;
Τούτη η τραγωδία σκαρφίστηκε από νέους γύπες, γιαυτό άφησαν το χορό να μοιρολογάει από την απέναντι ράχη.
Πείσμωσε η γραφίδα της μνήμης, τούτη τη μεσημεριανή ώρα και άφησε ξάστερη τη μνήμη, σαν έδωσε αναστολή, στον ομαδικό τάφο του σχολείου, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εξευτελισμού, στη μάνα να ξεριζώσει τις μακριές πλεξούδες της, μπροστά σε χίλιες τριακόσιες κατακόκκινες παπαρούνες, που στοίχειωσαν το καταχείμωνο.
Γείτονες ήταν, φίλοι, οικογένειες ολάκερες, συγχωριανοί ρε αδερφέ. Πώς να τολμήσεις να τους χωρίσεις, τούτη την ύστατη ώρα, αφού η επιτυχία της πανάκριβης αυτής υπερπαραγωγής, βασιζόταν μόνο και μόνο στην ομαδικότητα;
Κραταιός πολιτισμός και Αρεία φυλή, συνταξίδευαν και το περίσσευμα, δινόταν τροφή στον ιστορικό του μέλλοντος, που ποτέ δεν αντέχει να είναι αντικειμενικός.
Κάποτε θα έρχονταν και οι αποζημιώσεις. Ο επίλογος, των άρτιων λογαριασμών Θα πλήρωναν, για να κάνουν το έργο φτηνό και ξεπερασμένο. Θα αντάλλασαν τη λήθη, με έργα και μαραθώνιους θυσίας.
Και τούτοι οι προδομένοι πατριώτες μου, δέχτηκαν τις συνδρομές και τη συγνώμη, λες και αλάφρυνε ο τάφος και ξέβαψε το χωράφι από το αίμα.
Στήσανε και μεγάλο σταυρό, ψηλό, μέτρα ολάκερα, να φαίνεται από μακριά.
Λάξεψαν και την κουλουριασμένη μάνα στο βράχο, σύμβολο αντοχής και αναγέννησης στα μακρινά ερείπια των κατακρεουργημένων αντιλήψεων.
Ημέρα μνήμης ορίστηκε, η Δεκεμβριανή σφαγή, μόνο που η μνήμη στιγμάτισε το τότε και δεν έγινε ποτέ παράδειγμα στο τώρα.
Φίλοι ήμαστε όλοι, συμμαθητές και βγήκαμε ναγναντέψουμε την ιστορία από ψηλά. Πήραμε την ανηφόρα για το χωράφι του Καπή, σκορπίζοντας σε κάθε βήμα μας αθώες υποσχέσεις, αληθινές όμως, ότι το δικό μας λιθαράκι στο τείχος του μέλλοντος, δεν θα έχει ποτέ το χρώμα της ντροπής.
Κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, φτάσαμε στον τόπο της θυσίας.
Ύψωσε το χέρι ψηλά, με την παλάμη ανοιχτή και αναφώνησε εκεί πάνω στις δικές μας πληγές:
Χάι Χίτλερ…
Γουρλώσαμε τα μάτια και μια κραυγή ακούστηκε, σαν από χορωδία, γιατί νιώσαμε χίλια νύχια να μας ξεσκίζουν το φιλότιμο και να δουλεύουν μεθοδικά για την δικιά μας αναξιοπιστία.
Κατεβάσαμε τα κεφάλια, πώς να κάμεις έτσι προσκύνημα, στη μάνα του βράχου, όταν το τείχος της αμνησίας υψώθηκε με την δική μας ανοχή;
Πώς να παραλάβουμε τα λάβαρα, τα ματωβαμμένα και να δώσουμε όρκους ανθρωπιάς και πίστης, στα ιερά και τα όσια μας, τη στιγμή που η ανάγνωση τόσων ονομάτων, δεν μας βάρυνε καθόλου το στήθος;
Πώς να περπατήσουν με το κεφάλι ψηλά, οι πατεράδες μας, την ώρα που η απουσία του δικού μας παππού και μεγαλύτερου θείου, δεν σήμαινε κάτι για μας;
Άδειες καρέκλες, στο μεγάλο τραπέζι της γιορτής, ήταν μόνο, η δική τους ορφάνια.
Δεν χτίστηκαν οι Θερμοπύλες, με κραυγές και γουρλωμένα μάτια.
Η προδοσία, ήταν μέσα από την παρέα μας… Ήταν ένας φίλος… Ήταν ένας από εμάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου