Τρίτη 5 Μαΐου 2015

ΠΑ----ΤΕΡΑΣ

                                      ΠΑ------ΤΕΡΑΣ     




       Αποσβολωμένος κοίταγα τούτο το θέαμα. Έγινα και εγώ για μια φορά μάρτυρας του άδικου. Νάχατε τα μάτια μου πομπό, να πάρετε όλη την ντροπή που ένιωσα, εγώ που πάντα έχω τον άχαρο ρόλο, να γράφω για χελιδόνια, την ώρα που σωριάζονται στα πόδια μου, ανθρώπινες αξιοπρέπειες.
       Παραστρατήματα της χρονιάς, θα σκεφτείς.

       Κατακρημνίζονται από το σάπιο βράχο, άψυχες ελπίδες και θάβεται ένα αύριο πριν καλά-καλά γεννηθεί.
       Και κείνο το ανθρωπόμορφο κτήνος που οι τίτλοι σπουδών του περιορίζονται στη μια και μόνη λέξη «πατέρας», έμπηγε τα νύχια του, τα κοφτερά και αλιμάριστα, στην αμάλλιαγη σάρκα του μοναδικού του, δικού του, άγγελου.
       Προσποιούμαστε όλοι, ότι η άγνοια πρέπει να πάψει να είναι ποινικό αδίκημα και το μόνο που καταφέρνουμε, είναι να την κάνουμε συνειδησιακό μας νόμο, γιατί πάντα θεωρούσαμε άγνοια, την  κατασταλαγμένη μας σιωπή, που δεν θάλεγε αλλιώς ο ιστορικός του μέλλοντος, παρά συνενοχή και συναδίκημα.
       Και νάταν ο φόβος του νόμου, που αποφασίσαμε τη σιωπηλή αμέτοχη άρνηση;
       Και νάταν το τόσο φτηνό « ου μπλέξεις », που κλείναμε ταυτιά μας;
       Εμείς οι απαίδευτοι, εμείς οι αχρείοι, λέγαμε πάντα « σπίτι μας », τα λίγα τετραγωνικά του καγκελόφραχτου συνόρου μας.
       Κλειδώναμε καλά τα μυστικά της εξόντωσης, του μαρτυρικού και άνισου αγώνα, όταν προβάλλαμε σαν άλλοθι, ότι δεν είναι « σπίτι μας », εκείνοι… οι  άλλοι… αλλά μόνο το κλειστό μας εμείς.
       Αφήναμε όμως, το σταυρό της εκμηδένισης, να τον κουβαλήσει ένα μικρό μπουμπουκάκι, που έγινε το άγγιγμά του με την ύπαρξη, μια μισοπεθαμένη, σάπια κουπαστή. Δεν την θεωρήσαμε ποτέ συνενοχή μας, αυτή μας την στάση απάθειας και ανοχής και δεν κληθήκαμε ποτέ να λογοδοτήσουμε, σαν φτιάχναμε μια ιστορία μόνο και μόνο για να έχει τραγικό τέλος. Πλουτίσαμε το μάθημα της ιστορίας, με κεφάλαια για πυρηνικές κεφαλές και είπαμε μέγιστη υποχρέωσή μας, μια βαριά ατσαλένια καγκελόπορτα, να οριοθετήσουμε, το στενό κόσμο του σπιτιού μας.
       Σαστίσαμε και κάποιοι θερμόαιμοι- κούφιοι όμως –έβριζαν σαν έβλεπαν ένα αναμαλλιασμένο κορμάκι, σαν τρομαγμένο αγρίμι, να μην θέλει να το πλησιάζει κανείς μας….    
       Όλοι συμφωνήσαμε πως έπρεπε να ασχοληθούν, οι ειδικοί μαζί του. Ναι, βέβαια, σαυτό είμαστε κατηγορηματικοί. Να ασχοληθούν, οι ξένοι ειδικοί με το λεηλατημένο του κορμάκι και να φωτογραφίσουν με χιλιάδες συζητήσεις, τον βανδαλισμό και τον αφανισμό της αθωότητας, που στα ερείπιά της, το μόνο που θα φυτρώσει είναι παγερές πέτρες.
       Φοράγαμε το προσωπείο του καλού οικογενειάρχη και του ευυπόληπτου καθωσπρεπισμού μας και κάναμε τον μόνο αγώνα να είναι ακριβή η ατσαλένια μας εξώπορτα.
       Αφήσαμε αμανάτι ένα απερπάτητο ροδοπέταλο και το δώσαμε –μικρό καθώς ήταν- στα πειράματα της ανερχόμενης παιδοψυχιατρικής.
       Κάναμε μακρόβιες συζητήσεις, επί συζητήσεων, θάλεγα, έτσι για να αποδείξουμε την επιστημονική μας κατάρτιση.

       Η απομυθοποίηση ενός ρόλου, ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά πόσο μύθος μπορεί να λεχθεί ο ακρωτηριασμός, ενός παιδικού ψυχικού κόσμου;
       Προσφέραμε άπονα, το ανυπεράσπιστο τούτο πλασματάκι, στο εργαστήρι της έρευνας, για να κάνουν αξιόλογες και αξιόπιστες διατριβές… και βέβαια θάχαν έτοιμο και το υλικό, για την μελλοντική τους επιστημονική εργασία.    
       Περιφέραμε τον λεγόμενο ψυχικά διαταραγμένο – διεστραμμένο, « πατέρα », ίσα στα φλας των φωτογράφων και επιμέναμε να μας πει…. ΤΙ;
       Το είδος της ληστρικής επιδρομής;
       Το μέγεθος της αδιαντροπιάς του;
       Τον αιμοσταγή εφιάλτη, που παραφύλαγε τις νύχτες, να ζωντανέψει τους δράκους και τους βρικόλακες, στο ροζ παιδικό κρεβατάκι;
       Σε τούτα τα χεράκια, δεν πέταξαν περιστέρια τη μέρα της ειρήνης, μα σφίγγονταν γροθιές, όταν ο πόνος του φιμωμένου λυγμού, πνιγόταν από το αιμοβόρο ζώο, τις νύχτες του μαρτυρίου.
       Ποτέ το παιδικό φανελάκι δεν μύρισε λεβάντα. Η μόνη μυρωδιά… ο βρώμικος ιδρώτας του ζώου, που το λιγότερο που μπορείς να πεις ότι σου προκαλεί, είναι εμετός.
       Πού ανάγκη για πάνινες κουκλίτσες;
       Ποια αγκαλιά να γίνει παιδικό καταφύγιο;
       Πού ματάκια να λάμπουν, από υποσχέσεις τρυφερές;
       Ένα ανήλιαγο και στενό υπόγειο, ήθελε τούτο το πλασματάκι, γιατί τώρα πια, η παιδική του ντουλάπα, δεν ήταν κρυψώνα διαφυγής.
       Σταυρωνόταν καρτερικά, γιατί τα δάκρυα διαμαρτυρίας, ποτέ δεν πέρασαν το στενό οικογενειακό άσυλο και η λέξη « παιδί », ήταν πια χαραγμένη στη μεγάλη μαρμάρινη ταφόπλακα, που λάξεψε ο ένας καλλιτέχνης, που κατά τάλλα, έφερε τον τίτλο « πατέρας ».
       Ο πατέρας γεννάει, λένε οι γιατροί και κείνος ο βάρβαρος, σκέφτηκε πως έχει και το δικαίωμα να σκοτώνει, ότι γέννησε σε μια στιγμή, που δεν μπορεί να ήταν ηδονική ιεροτελεστία, αλλά τόπος μαρτυρίων.
       Δεν μπορείς να καρφώνεις σταυρούς, σε παιδικές σάρκες, αν δεν έχεις μάθει καλά, την τέχνη να αραδιάζεις μνήματα.
       Ποια αυθεντία χειρουργός, μπορεί να μεταμοσχεύσει, αιμορραγούσες πληγές, όταν αδυνατούν να τις καταγράψουν, τα πλέον σύγχρονα ηλεκτρονικά μηχανήματα;
       Το μόνο τελικά που καταφέραμε, ήταν να θεμελιώσουμε καινούριες φυλακές, για δολοφόνους, που δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς θα μεταφράσουν κάποτε, την έννοια « φρίκη ».
      
       Κι ύστερα είχα εγώ την ξεδιαντροπιά-και εσείς μου το επιτρέψατε- να λέω ότι θέλω να γράψω, εικαστική λογοτεχνία και να λέω εμένα, καλλιτέχνη.
       Με μεγάλη επιείκεια, γιατί πρόκειται για μένα, ότι αξίζω να με πείτε, είναι αναίσχυντο συμμέτοχο, στη μεγάλη συντεχνία των αδιάφορων.

       ΝΤΡΟΠΗ ΜΑΣ………..      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου