Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Γραμμα σε εναν δικο μου φιλο...

       
       ΓΡΑΜΜΑ ΣΕΝΑ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΦΙΛΟ

       Μια φορά και έναν καιρό….τώρα….ήταν ένα τραγούδι, δική της σύνθεση και ερμηνεία, που εγώ ο φτωχός γραφιάς θέλω να τραγουδήσω, στο όνομα του αετώματος της μικρής πετρόκτιστης κρήνης της.

       Ανατρίχιασε σύγκορμη την ώρα που δινόταν –παιδί άμαθο, θα μου πεις –αλλά έτσι γίνεται η μόνη διαφορά. Μια διαφορά, που στις συγκρίσεις, εκείνος που χάνει, είναι ο άσωτος ζυγιστής, του μεγαλείου, με τη φτήνια.
       Είχε επίτηδες φυλάξει εκείνη τη σελίδα, του Μεγάλου Βιβλίου κενή, για να χωρέσει τη μια και μόνη λέξη που κατάφερε ξαφνικά να σκαρώσει.
       Δυο χρόνια ψαχούλευε στο λεξικό του μυαλού της, να βρει μια λέξη για τούτη τη λευκή σελίδα. Δεν ήθελε να κλείσει το βιβλίο με μια άγραφη, κενή σελίδα. Δυο ζωές σε κατατρέχουν οι Ερινύες για τη μόνη σελίδα που άφησες κενή.
       Μούδιασαν μεμιάς οι πυρίμορφες χαρές σαν διάβασαν στο χρώμα των ματιών της,  τη μοναδική της ζωής της ώρα, σε μια συνάντηση.
       Είχε αγκυροβολήσει σε τούτη τη σελίδα, όλα τα κλικ –που έλεγαν κάποιοι- και εκείνη δεν κατάλαβε ποτέ.
       Είχε σταματήσει τα ρολόγια όλου του κόσμου, στις επτά το πρωί ακριβώς. Θέλει πολλά κότσια για να κλείσεις ένα επτά, σε μια άγραφη σελίδα και ναφήσεις τόργωμα όλου του Είναι σου, σε μια κοσμοώρα. Επτά. Δεν κελαηδούν ταηδόνια τούτη την ώρα και πέντε-δέκα κοτσύφια πούχαν βάλει σκοπό το πρωινό ξύπνημα, αραδιάστηκαν αποκαμωμένα και λευτερωμένα στο κλαδί της δική της εντολής.
       Ποιος δεν ξεστόμισε την ολοκλήρωσή του, σαν έζησε στο πετσί του, ένα « είσαι ο μοναδικός και το νιώθεις…. .άραγε πόσο θα το αντέξεις;» Ποιος σέμαθε, νάχεις τον ώμο, να σηκώσεις τη μοναδικότητά σου:
   
       Ποιος δεν άκουσε το λατρευτό πρωινό της, σαν η επανάληψη έμοιαζε με το τρακ του πρωτάρη:
       Ποιος δεν γιομάτισε από τούτο το νάμα που οι τέλειοι των καιρών το κατέγραψαν απλά σαν ένα λάθος:
       Ποιος άντεξε και δεν γονάτισε μπροστά στο Θείο μεγαλείο σαν μέτραγε τις ίντσες του κορμιού με κάτι ανείπωτες Ωδές που δεν είναι κανείς άξιος να δώσει μονάδα μέτρησης:
       Κατέγραψε μια καρέκλα και ένα γραφείο, σαν λάφυρα στις αποσκευές της, όχι γιατί η αξία τους ήταν μεγάλη, αλλά πάντα θα κρύβουνε το μυστικό, για το πώς μπόρεσε  να σταματήσει τα ρολόγια όλου του κόσμου. Θα το μαρτυράνε μόνο στο Αυγουστιάτικο φεγγάρι, που έτσι ολόγιομο που βγαίνει σου αδειάζει την ψυχή μια φορά στα χίλια χρόνια.
       Βούτα, τη μοναδική της ζωής σου Αυγουστιάτικη νύχτα, στα κανάλια της αναζήτησης και γίνε ο τυχερός που σου ανοίχτηκε ένα παράθυρο στο αιώνιο Αύριο.
       Σιγά τα λάφυρα! Θακούσεις. Μια καρέκλα και ένα γραφείο!
       Το πολύ – πολύ να σε πουν τρελό, όλοι αυτοί, που έκαμαν την τρέλα σου αυτή, επιστήμη και όποιος γλυτώσει Πόσο μακριά νυχτωμένοι είναι:
       Ανεμπόδιστη θάναι η πεθυμιά σου και μόνος σου θα λύσεις σε μια μαγική βραδιά με πανσέληνο το μυστήριο της αφθαρσίας. Αγουροξυπνημένα θα φαίνονται τα φώτα των ματιών όλου του κόσμου και απόκοσμη λάμψη θα καθρεφτίζει στα δικά σου μάτια, ένα απλό φεγγάρι.
       Τόζησε τούτο το ξύπνημα στις επτά ακριβώς και δειγμάτισε τα μόνα της λάφυρα μια καρέκλα –λίγο σπασμένη θα σκεφτείς- και ένα γραφείο. Όχι δεν ήταν παλιά η καρέκλα, απλά έσπασε κάτω από το βάρος δυο άναρθρων αναστεναγμών που θα πλήρωναν πολλά οι περίεργοι της εποχής για να ζήσουν έστω για μια φορά.
       Η γεωγραφία του κορμιού της έδειχνε εκείνο το ένα σημείο της διαφορετικότητας, σαν απαντήθηκε δέκα μόνο φορές –ναι ακριβώς, λόγω τιμής, τόσες ήταν- με τον Ισημερινό.
       Και είχε αξία αυτό το συναπάντημα γιατί για κείνη ήταν η μόνη της φορά.
       Πρώτη φορά διάλεξε δυο ίντσες κορμί ναποθέσει αυτό το θησαυρό που τόσες ανατομικές ασκήσεις, δεν θα διάλεγαν ποτέ. Χόρεψε πάνω σε κείνη την καρέκλα, το σπάνιο χορό των αγγέλων, που μυαλό ανθρώπου δεν θα χώραγε. Άψυχη θα μου πεις, η μαύρη μισοσπασμένη καρέκλα, που εσύ, που πάντα καμάρωνες, σαν σου λέγανε πως πέταγες στα σύννεφα, την έκαμες λάφυρο στις μικρές γηινες αποσκευές σου, μα για μένα, άνθρωπε αλλοτινών καιρών, έγινε το δικό μου άδυτο.
       Έγδυσε όλα τα κύτταρα μπροστά σένα γραφείο –ήταν και ένας καφές που άχνιζε ανατολίτικο άρωμα- και σε μια μαύρη καρέκλα, που έμελε να ξέρει τις αλήθειες, μόνο λευκές.
       Ξυπόλυτη με βρεγμένα τα πόδια, αντέγραφε κάθε φορά, σε μια μοκέτα, τα σημάδια που δεν είχαν για κανέναν σημασία, παρά για το στοίχειωμα ενός επτά, στη μία και μόνη δική της άσπρη σελίδα.

       Και έζησε εκείνη καλά….και εγώ ο μικρός τραγουδιστής της, πιο σοφός, με μόνο μου σκοπό, να αφήσω μια κενή σελίδα και να ψάχνω το δικό μου επτά ακριβώς…..  




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου