Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Θυμίαμα…ένα

Θυμίαμα…ένα

   Ήταν πανσέληνος πια και στο δικό σου το νησί. Θρόιζαν ανέμελα ταστέρια, σαν σε κάμπο με ανεμώνες. Κλυδωνισμός κατάσπαρτων λόγων σάλευες και μούδιαζαν οι συννεφούλες. Ήθελες τούτο το γιόμα να βαλθείς στη σχεδία του χθες, κατάμονος.
  Την ξετρύπωσες από το κελάρι της αλλοτινής καταχνιάς και είπες το ξέρω το μονοπάτι το χορταριασμένο. Πρέπει να το διαβώ, καταηλιού και ξυπόλυτος. Δίχως να κάμω την παρουσία μου αισθητή στα κυκλάμινα του φθινοπώρου.
- Έχουμε και εμείς βλέπεις πανσέληνο φέτος. Ζούμε και μεις δυο αστέρια που ερωτοτροπούν. Δεν είναι της νύχτας το πείσμα και του χρόνου τσαλίμια. Είναι που βρήκα τη βάρκα ανάστροφη και τα πουλιά φευγάτα. Είναι που χλόμιασε ο καιρός και άστραψε στους βράχους,  μουρμούρισες.
  Τρεκλίζοντας η μνήμη σου αραδιάζει τα γιατί και σου γυρεύει το παιδάκι που σου δάνεισε.
  Με ορθάνοιχτα μάτια σκαλίζει τα σεντούκια του νου σου και κείνο το παιδάκι άφαντο.
  Πότε σου ξεπόρτισε άραγε;
  Πού τρυγάει αλατισμένα δάκρια να φτάσει το κουβάρι στο τέλος;
Αϊ ανάξιε  και ανελέητε ληστή του βυθού! Πήρες αφρόψαρα στο κατόπι και αρμένισες λες και όλα είναι απύθμενα. Και σου διάβηκε ο αποσπερίτης, δίχως να στείλεις μια γραφή, παρακαταθήκη. Και βγαίνεις νύχτες ολάκερες και στήνεις ξόβεργες λαθροκυνηγόντας ουσία που το «συν», έμπαινε μόνο για γραμμένους όρκους στο μεγάλο ζυγό που θέλησαν απλά για να τελειώσεις το όργωμα. Και έφτιαξες θεωρία , ή φιλοσοφία καλύτερα γιαυτό το συν-ζυγών και ρήμαξες τις ανεμώνες που ικέτευαν έλεος.
  Και τώρα;
  Τώρα αποκαμωμένος από το βάρος της ανάβασης γύρισες το κεφάλι πίσω. Και;
  Πού μάτια να δεις πια;
  Πού χώρος να στεριώσει εκείνο το παν;
  Πού ζωή να περισσεύει;
  Την μοίρασες αντίδωρα στο διάβα σου και έκλεισες έξω , εκεί μακριά στο ξυλογιόφυρο το φτερωτό παιδάκι των αθωοτήτων  και μιλάς!!!!!
  Μιλάς!!!!! {Δηλαδή λες γραμματικούς κανόνες, σάμπως και ζεις ανάμεσα σε μορφωμένους.}
  Και συ;
  Και η παλέτα με τις νερομπογιές; Πού την ξέχασες;
  Θυμάσαι τα χρώματα;
  Θυμάσαι τι γράφει εκείνο το παλιό σου αλφαβητάρι;
  Ζωούλα μου πιάσε μια νότα που σου δόθηκε για χαλινάρι και βγες στο ξέφωτο. Σέλωσε Πήγασου περπατησιά και άρμεξε ατρύγητα αμπέλια.
  Ρίξε στη νύχτα μπαλωθιά για νακουστεί στο παραμιλητό της και ξεκλώνισε  τα στήθη του τυφώνα.
  Κόψε κλωνάρι σιγαλιάς και λάμπρυνε την κόψη της ματιάς σου, να κουρνιάσει το πουλί που ξεστράτισε και γράψε αράδες. Σελίδες.   Τόμους με αρχινισμένα γράμματα, σαν να είναι το παραμύθι πια δικό σου.
  Πάρε την ακριβή σου πένα και αράδιασε στιχάκια, έτσι βλακώδη και μαδημένα. Τα  περιμένει ραβασάκια το παιδάκι που έχρισες ήρωα, σάμπως και ήξερες ότι έχει γερούς ώμους να τα σηκώσει. Ρούφα την γύρη πριν σαλέψει το σμήνος και ράντισε ανθοπέταλα την αυγή που κρατάει τον θόλο.
  Νιώσε την υγράδα του βράχου και ξεδίψασε με μια άναρθρη κραυγή. Έτσι μόνο και μόνο για να λευτερώσεις τις μνήμες, για να ακρωτηριάσεις την πεθυμιά  των παλιών σου υποσχέσεων και δώσε το χέρι σου στο κορίτσι που κρυφοκοιτάζει σταγνάντιο.
  Κοίταξε το κατάστηθα, να βγάλεις το δρόμο πέρα.
  Σκούπισε τα μάτια σου από την αμμοθύελλα, τίναξε λίγο το σκονισμένο σου άσπρο πουκάμισο και βγες στου κοριτσιού την θωριά έτσι με την γδύμνια της ψυχής σου, να πάτε παράμερα να ρωτήσετε το φεγγάρι, πώς έσπειρε απόψε τα μάγια του;
  Ζήτα να φορέσεις το δικό της υφάδι και δος της το χώρο να κλέψει από σένα σταγόνες πάχνης.
  Οι κρουνοί θανοίξουν και τα φώτα θα γίνουν αόρατα στην ένωση παράφορων στίξεων.
  Δεν είναι που θα πεις σαγαπώ και σου δίνομαι, είναι που θα ρίξεις ανάθεμα στο άχαρο ρέλι που σου κάθεται στο σβέρκο. Είναι που θακούσεις μυσταγωγίες και τον Ορφέα να παιανίζει θεότητες. Είναι που θα βρεις την μοναδικότητα των άσπορων γαλάζιων αστεριών.
  Έλαβε τούτο γράμμα σένα κλειστό μπουκάλι στην θάλασσα. Το πήρε για δικό του σωσμένο στημόνι, δικό του λατρεμένο άκουσμα.
  Άνοιξε τα πανιά στο τρικάταρτο σκαρί και ξεμάκρυνε με τούτο το ραβασάκι στον κόρφο νανοιχτεί στα βαθιά, να σκαρώσει τα θεμέλια.
  Πέταξε το λάσο στην ακροκοσμιά των άβατων χώρων και κίνησε για τα μυστήρια της σπηλιάς, κρατώντας το  σαν κότινο που θα λάξευε, σε μια θαλασσινή κάτασπρη πέτρα.

  Η ρότα είναι πάντα δικό μας κατόρθωμα. Οι αστρολάβοι ξέρουν πάντα να σκοτώνουν τον χρόνο.




 φωτο Τούλα Σταυροπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου