Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

ΧΑΙΡΕ…Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΧΑΙΡΕ…Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Χαλεποί καιροί …ακόμα και για τέτοιες μνήμες.
«Άγια μέρα η σημερινή…Λευτεριά ή θάνατος…»
Μια τέτοια Μαρτιάτικη μέρα ανασκουμπώθηκε η Ελλάδα να στήσει το μεγάλο γλέντι του ξεσηκωμού και απ’ άκρη σε άκρη να παιανίσουν της άνοιξης τα βόλια και της λεβεντιάς τ’ απομεινάρια, να αντρειωθούν και να γράψουν καινούρια γράμματα στο Πάνθεον των Αθανάτων.
« Εκεί ψηλά στο τρίκορφο, της Πάτρας ο Δεσπότης
Ζώστηκε άρματα ψυχής και Λαύρα αετίσια…
Μετάλαβε σαν χριστιανός, μια χούφτα παιδεμένους, άντρες, παιδιά αμούστακα, γέρους καπεταναίους και κίνησαν το χάραμα, πριν η αυγή στενάξει, στήσαν γλέντια τρικούβερτα, Πασχαλινά γιορτάσια και καρτερέσαν την Κυρά, Αρχοντοπούλα Κόρη….
Πήρε ένα λάβαρο ζωής απ’ την Ωραία Πύλη και ορκίστηκε… σάβανο τιμής και Λευτεριάς καντήλι, να γίνει τούτο το ιερό, σύμβολο των  προγόνων, μια τέτοια μέρα του Μαρτιού, στης Παναγιάς τη Χάρη.
Ρίχτηκαν όλοι στη γιορτή και στήσανε καρτέρια, που σαν το θέλει ο Θεός κι η Παναγιά προστάξει,  θανθίσει πάλι το δεντρί, θα βγάλει άνθη η πλάση και η μαραζωμένη Κοπελιά θα βγει στο παραθύρι.
Τη φορεσιά της την καλή, την μπαρουτοκαπνισμένη, απ’ το σεντούκι έβγαλε… αίμα ηρώων λούστηκε και κληρικών λαμπάδες, άναψε στ’ άθαφτα κορμιά που πέσαν  στις ραχούλες, ίσαμε νάρθει η ροδαυγή και η ευλογημένη ώρα, που σήμαντρα θα ζώσουνε τον Λέυτερο αέρα.»
Περήφανος ο δάσκαλος άκουγε τον μικρό μαθητή να απαγγέλει το ποίημα μπροστά στο μνημείο των πεσσόντων.
 Ο καλύτερος μαθητής της Έκτης τάξης, του μικρού πια δημοτικού σχολειού, που μάλιστα κράταγε και την σημαία στην παρέλαση, υποκλίθηκε και περήφανος κατέβηκε από το Ηρώον .
Ημέρα μνήμης και φόρος τιμής για τους ονειροπόλους και αιματοκυλισμένους παλιούς δικούς μας, που ύψωσαν το ανάστημά τους, τράβηξαν μπροστά- για του Χριστού την Πίστη την Αγία και για της Πατρίδας την Ελευθερία- και σφράγισαν καλά την ταφόπλακα του Ραγιά.
Και γνωρίσαμε την όψη της και την υποδεχτήκαμε άπειρες φορές, μιας και η μοίρα τούτου του τόπου μας, είναι γραμμένη να δίνει συνέχεια κορμιά στ’ όνομά της και την είπαμε δικό μας κεκτημένο, δικό μας-καταδικό μας προνόμιο… και;
Μπας και ξέραμε τι να την κάνουμε;
Πώς να φερθούμε… λεύτεροι πια;
Περάσαμε στην αντίπερα όχθη και αρχίσαμε να βασανίζουμε, την ίδια, την μέχρι χθες, άπιαστη θεά.
Τα δώσαμε όλα για να την κατακτήσουμε και να λέμε και εμείς ότι στο σβέρκο μας δεν ξεπεζεύουν αφεντάδες και προστάτες, θα είμαστε εμείς για μας και κύριοι του εαυτού μας και  εκεί χάσαμε τον μπούσουλα.
Τώρα δεν έχουμε κεχαγιάδες στο κεφάλι μας να παλέψουμε να τους διώξουμε και βαλθήκαμε να φαγωθούμε μεταξύ μας.
Πρώτη φορά θα με ρωτήσεις, απονήρευτε αναγνώστη;
Έτσι δεν κάναμε πάντα, σαν διώχναμε έναν κατακτητή;
Αρχίζαμε τις μεταξύ μας γκρίνιες.
Αλλά τώρα;
Διεκδικούμε ελευθερία από ποιόν;
Εν ονόματι ποιανού εχθρού πολεμάμε και κάνουμε την πατρίδα μας καμμένη γη;
Στρατολογούμε κάθε αξιόποινη πράξη, καταπατάμε την αξιοπρέπεια και την περιουσία του διπλανού μας στο βωμό ποιανού ξένου και σκοτεινού εχθρού;
Τι να γιορτάσουμε πια;
Τι να γράψουν οι  ποιητές μας, για ναπαγγείλουν τα παιδιά αύριο στις σχολικές εορτές;
Θα μείνουν λέτε αύριο γιορτές για μνήμες;

  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου