Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Αμμόχωστος βασιλεύουσα, Μελίρρυτος σπονδή δακρύων.

Αμμόχωστος βασιλεύουσα

Ηλιογέννητη,εσύ,
που νύχτωσες….
πριν δύσει ο καιρός σου,
τα ακρόνυχά σου….  
λούζουν νυφιάτικους στήμονες,
με τον λυράρη να ξελογιάζεται
και να πλανιέται,
στων αφρών σου το μενεξεδί συναπάντημα.
Αρχόντισσά μου,
κυρά των κυράδων………
Νεκρή ραψωδία τώρα,
ζωσμένη φαντάσματα,
λεηλατείς τα όνειρά μου
και βάφεις τις μνήμες μου, στο χρώμα του θανάτου…
Οι νυχτερίδες φορτώθηκαν τις ψυχές
των αμαρτημάτων
και ξεψύχησαν
από το χέρι του δήμιου σφετεριστή.
Η δόξα σωριάστηκε στα πόδια
του γίγαντα των συμφερόντων,
με την ελπίδα να ψυχορραγεί …
Τώρα οι ανεμώνες,
ανθίζουν στο γέρμα,
φυλακισμένες, στα μνήματα της ντροπής,
με τις χορδές της κιθάρας ν’ ανεμίζουν μεσίστιες .
………………
Διπλοκλείδωσα  τα πέπλα της οδύνης
στο σεντούκι των υποχρεώσεων
και σπίτωσα  τις ευθύνες…….
………………………………….
Στις γενιές της ανοχής…
                                                  

                               





     Μελίρρυτος σπονδή δακρύων.



   Ο Θοδωρής,  κράτησε σφιχτά τον Πέτρο στην αγκαλιά του και έκλαιγε με λυγμούς, μικρού παιδιού.
   -Αδερφέ μου… μοναδικό μου σπλάχνο… ποια τύχη με έφερε στο δρόμο σου;       
   -Ποια μάνα, έχει την καρδιά, της μάνας μας;
   Γονάτισε στο μνήμα, με ευλάβεια και έκανε τον σταυρό του.
   Το μοναδικό, συνειδητό, σταυροκόπημα της ζωής του.


  Τα αεροπλάνα διαολεμένα έσπερναν τον θάνατο. Τα παραθύρια του τρόμου ορθάνοιχτα, μάζευαν σακατεμένες ζωές, να σημαδέψουν για άλλη μια φορά, την ιστορία. Σαν να αλυχτάνε σκυλιά, ακούγονταν τα αυτόματα, να γαζώνουν κορμιά.
  Ο καλοκαιριάτικος ήλιος, χανόταν στην μαυρίλα. Ντρεπόταν για την κατάντια των ισχυρών, να γλύφουν ματωμένες πληγές, για να στήσουν τρόπαια, νικημένης αξιοπρέπειας.   Καπνός και μπαρούτι. Οι φωνές και τα μοιρολόγια, έσκιαζαν και τα λιγοστά αγρίμια που ξεμύταγαν από τα λαγούμια τους..
   Ο κόσμος πανικόβλητος και χωρίς ενημέρωση, έτρεχε σαν τρελός, εδώ και εκεί.  Μάζευαν τα υπάρχοντά τους και αλαφιασμένοι, έψαχναν μια τρύπα, η μια σπηλιά να κρυφτούνε.
   Τέσσερες μέρες σφυροκοπούσαν την περιοχή, ανελέητα.
   Το αίμα πότιζε τον κάμπο και δρόσιζε τα ξερά χόρτα. Η μυρωδιά του, ανάκατη με την ερημιά της σιωπής, συνέθετε ένα τοπίο, βγαλμένο από την κόλαση του Δάντη. 

   -Θεός φυλάξει Άντρο μου. Είπε και σταυροκοπήθηκε, η Μαρούλα.
   -Ένα μωρό… Ένα γεννησαρούδι… Ένα πλασματάκι, κοίταξέ το, κλαίει αποκαμωμένο από την πείνα και τον ήλιο. Ματωμένο, το κρατούσε σφιχτά στον κόρφο της μια κοπελιά, κοντά στα τριάντα. Σκοτωμένη… δίχως πρόσωπο, η βαριόμοιρη.
   Ανάσκελα, λουσμένος στα αίματα, δίχως πόδια, ένας άντρας, γύρω στα τριανταπέντε, μαρτύραγε την θηριωδία των ημερών.
   Και γύρω σιωπή. Μόνο ένας κρατήρας στην γη, μαρτυρούσε, το τι είχε προηγηθεί.
   Σαν άγαλμα, έστεκαν ο Άντρος με την Μαρούλα.
   Το αίμα τους είχε παγώσει, η ανάσα τους βαριά.
   Τους γνώριζαν…  Τους ήξεραν… Κοντοχωριανοί ήτανε… Από την Ζόντια, μωρέ.  Ναι, από την Ζόντια ήταν… φίλοι τους. Ο Σμαήλης και η Εμινέ.
   Σκοτωμένοι, εκεί στο σταυροδρόμι, για τον Αστρομερίτη.
  
                                                              2

  Το τοπίο, μύριζε θάνατο και ντροπή. Πήραν το παιδί αγκαλιά και στάθηκαν να σκεφτούν, τι θα κάνουν με τους γονείς.
   Είναι άδικο να τους αφήσουμε εδώ, να τους φάνε τα όρνια. Τα φουκαριάρικα, κανένας δεν θα τα αναζητήσει, μέρες που είναι, να τα θάψει, κατά πως πρέπει. Είναι και το παιδί. Τι θα απογίνει;
  Η Μαρούλα, τύλιξε το παιδί στην ποδιά της και έφυγε με γοργό βήμα κατά το χωριό. Ακόμα τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα, έπρεπε να προσέχουν.   
  Έπρεπε να του πλύνουν το χάρο, που θρονιάστηκε στην ψυχή του, πριν ακόμα δει, τι είναι η ζωή.
   Ο Άντρος, αν και έτρεμε από φόβο, φώναξε δυο-τρεις γνωστούς, με ένα αγροτικό και μάζεψαν τα κορμιά τους, να τα πάνε στο χωριό.
   -Δεν ήταν μόνοι τους στο αγροτικό αυτοκίνητο. Η σοδειά του πόνου, αρκετή, να μαυροφορέσει ολάκερη πολιτεία.
   Βλέπεις τούτες τις μέρες, βάλθηκαν να αλλάξουν την ιστορία. Έπρεπε να γραφτεί για άλλη μια φορά, η μοίρα ενός βασανισμένου και πολύπαθου λαού, με αίμα.

   -Παπά Γιώργη, ο Θεός είναι ένας και μιας και πέσανε στο δρόμο μας, πρέπει να κάμουμε το χρέος μας.
   Στην εκκλησιά του Αγίου Αυξιβίου, κόσμος και κοσμάκης με τον φόβο στα μάτια, παρακαλιόνταν, για το αύριο.
   Ο παπά Γιώργης- άνθρωπος του Θεού- φόρεσε το πετραχήλι, κοίταξε κατάματα τον άγιο και έδωκε την εντολή.
   -Ετοιμάστε τους, μαζί με τους δικούς μας, δυο λόγια Θεού, να ακούσουν, κάποιος να τους κλάψει και ο Θεός ας με συγχωρέσει. Άνθρωποι είναι και τούτοι και μάλιστα δικοί μας άνθρωποι, κοντοχωριανοί μας. Τι κι αν είναι αλλόθρησκοι; Μπροστά στο θαύμα του θανάτου, τα ίδια δάκρυα κυλάνε στα μάγουλα, ανεξαρτήτως, ποιο είναι το χρώμα των ανθρώπων, η ράτσα τους, η την θρησκεία τους. Τα ίδια ορφανά γεννιούνται.
   Έτσι έκαμαν και έφτιαξαν και τάφο και έγραψαν και τα ονόματά τους και έβαλαν και ξύλινο σταυρό.
   -Κάποτε ο γιος τους θα μάθει, τι απέγιναν οι γονείς του; Θα βρει μια πλάκα να στρώσει τα δάκρυά του. Ας αποφασίσει ο ίδιος,  να βγάλει το σταυρό από το μνήμα. Εμείς θα κάμουμε το καθήκον μας. Ο δικός μας Θεός, είναι Θεός αγάπης και ποτέ δεν διώχνει, από την Χάρη του, έναν ξένο.
   -Θα τους διαβάσουμε με τους δικούς μας. Θα προσευχηθούμε γι’ αυτούς, κατά πως πρέπει, σε χριστιανούς.
  

   -Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, είπε και σήκωσε το παιδί ψηλά, λες και το έφτανε ίσαμε το χέρι του Χριστού.
   -Και το όνομα αυτού….. Θεόδωρος. 
   -Μαρούλα και Άντρο, είστε σίγουροι, για τούτο που πάτε να κάμετε; Είστε σίγουροι, ότι θέλετε αυτό το παιδί στο σπίτι σας; Ότι θα το μεγαλώσετε, σαν τον Πετράκη σας και δεν θα το εγκαταλείψετε ποτέ; Είναι μεγάλο φορτίο, για όλη σας την ζωή και δεν έχει πισωγυρίσματα.
   -Τι λες παπά μου; Μάρτυς μας ο Θεός. Μάρτυρες, όλο το χωριό. Τώρα έχουμε δυο παιδιά.
                                                    3

  -Δώρο Θεού, ο Θοδωρής μας. Είπαν και έκλεισαν με  στοργή, το ορφανό, στην αγκαλιά τους.
  Οι μέρες κύλησαν. Τα πράγματα καταλάγιασαν. Στη Ζόντια μπήκαν συρματοπλέγματα. Ο τόπος, οι παλιοί χωριανοί, χωρίστηκαν στα δύο. Ο Αστρομερίτης, στην δική μας πλευρά. Η Ζόντια…..
   Ο τόπος, μπήκε στον παλιό του ρυθμό. Τι να το κάνεις όμως. Ποτέ, δεν θα είναι τα πράγματα ίδια, ποτέ δεν θα είναι, όπως παλιά. Ο χωριανοί χωρίστηκαν και λοξοδρόμησαν. Έποικοι έφτασαν από το πουθενά και κατέλαβαν τα σπίτια, λεηλατώντας ιερά και όσια.
  
  Στο Λονδίνο, η ζωή, τράβαγε τον δικό της δρόμο. Όλα ήταν διαφορετικά. Οι ρυθμοί αλλιώτικοι, αλλά γνώριμοι. Οι Άγγλοι, ήταν για πολλά χρόνια συγκάτοικοί τους και όχι μόνον. Είχαν και αυτοί πολλές σελίδας ιστορίας στιγματίσει. Τα χρόνια είχαν περάσει. Οι μνήμες όμως; Τόσος θάνατος μαζεμένος, πώς ξεσπιτώνεται από την μνήμη; Πώς ξεχνιέται τόσος χαλασμός, για μια πατρίδα, που σαν αναμμένο κάρβουνο κατατρώει τα σωθικά, του ξεριζωμένου Κύπριου;
   Στα καλύτερα σχολειά, ο Πέτρος και ο Θοδωρής. Ολόκληροι άντρες πια, αλλά, στο μυαλό της Μαρούλας, πάντα η ίδια σκέψη. Τι πρέπει να κάνει, με το θέμα του Θοδωρή; Να του πει την αλήθεια, αλλά πώς; Πως θα το έπαιρνε, το θέμα; Πως θα δεχόταν, ότι τον βάφτισαν χριστιανό; Πώς θα αντιδρούσε, που τον πολιτογράφησαν Έλληνα; Κι αν τον έψαχνε κάποιος συγγενής του; Και αν τους μισούσε, όταν μάθαινε την αλήθεια;
   Είναι παιδί της πια. Βυζανιάρικο το βρήκε και το έκαμε άντρα. Σωστό παλληκάρι. Ποτέ δεν το ξεχώρισε από τον Πέτρο της, άσε που πολλές φορές έπιανε τον εαυτό της να τον νοιάζεται περισσότερο από το δικό της παιδί.
   -Να πας Άντρο μου στην Κύπρο. Τώρα που άνοιξε η Λύδρα, τώρα που μπορούμε να περάσουμε στα κατεχόμενα, να ψάξεις. Δεν θέλω να το έχω, βάρος στην ψυχή μου.
   -Μπορεί να υπάρχει κάποιος συγγενής του. Πρέπει να μάθουμε. Δεν θέλω να το έχω, κρίμα στο λαιμό μου.
   -Μεγάλωσε και κάποια στιγμή, πρέπει να μάθει την αλήθεια. Δεν έχουμε δικαίωμα, να κρατάμε άλλο, αυτό το μυστικό.
  

   Μνημείο πεσόντων Μορφιτών…
   Μνημείο Γεώργιου Κάρυου…
   Ήταν η πρώτη στάση, σαν έφτασε στον Αστρομερίτη. Καθήκον του το ένιωθε να αφήσει δυο δάκρυα, το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, για το αίμα, που χύθηκε σε τούτα τα χώματα.
   Γονάτισε και τα δάκρυα σφράγισαν την πεθυμιά του.
   Τούτος ο χιλιολαβωμένος τόπος, ήταν ο τόπος του, ήταν το χωριό του, ήταν οι μνήμες του… Ανάθεμα σας σκυλιά…
   Στάθηκε σε θέση προσοχής και μονολογούσε, όσα λόγια δεν άντεχαν, να βγούνε από τα χείλη του.
   Ανέβηκε στο ύψωμα του Αγίου Αυξιβίου, εκεί στο κέντρο του χωριού και αγνάντευε. Ερημιά στα κατεχόμενα, νεκρική αλαλία θα έλεγες και έτσι στα καλά του καθουμένου άρχισε να ψάλει το « Χριστός Ανέστη».
                                              4

   -Θα πάω στη Ζόντια…. Ναι θα πάω… έχω χρέος.
   Μετά τις απαραίτητες διατυπώσεις, έφτασε, στην αλλοτινή Ζόντια.    
    Yukari Bostanci, το καινούριο της όνομα. Έτσι από θυμό, έφτυσε καταγής και προχώρησε.
  Μπήκε στο χωριό και αναζήτησε το σπίτι του Σμαήλη και της Εμινέ.
  Μια νέα γυναίκα βγήκε στην αυλόπορτα.
  -Γυρεύετε κάτι; Ρώτησε στα Τούρκικα.
  -Κάποτε έμενε εδώ ένας φίλος μου, έχεις ακούσει κάτι, γι αυτόν;
  Σμαήλη τον λέγανε….
  -Ναι… ναι κάτι θυμάμαι. Σκοτώθηκε στο βομβαρδισμό, κάτω στο σταυροδρόμι. Ήταν με την γυναίκα του και το παιδί τους. Πάνε αυτοί. Οι γονείς τους σκοτώθηκαν εδώ στην αυλή. Κανένας τους δεν απόμεινε. Τα σκυλιά θα τους έφαγαν… Ποιος είχε μυαλό, εκείνες τις μέρες, να βγει να τους αναζητήσει και να τους μαζέψει; Κάτι χωριανοί, τους είδαν σκοτωμένους, εκεί κάτω. Εμάς μας χάρισε το σπίτι, ο θείος Ντενκτάς… χρόνια τώρα, μένουμε εδώ… Από τα Άδανα, ήρθαμε.
   -Να σε φιλέψω κάτι, μιας και ήρθες στο σπιτικό μου;
   -Ευχαριστώ βιάζομαι, έχω να δω κι άλλους στο χωριό. Ώρα σου καλή, κυρά μου…. Σ’ ευχαριστώ… με βοήθησες αρκετά…
   Έβαλε το κεφάλι κάτω και ξεμάκρυνε, βρίζοντας, μέσα από τα δόντια του.
   -Είδες ο θείος Ντενκτάς; Προίκιζε κιόλας… με ξένα κόλλυβα… Φτου…
   -Ποιος ξέρει, πού θα ήταν ο Θοδωρής μου, σήμερα; Το παιδάκι μου, θα είχε πεθάνει, ή στην καλύτερη, σε κανένα ορφανοτροφείο θα το είχαν.

   Είχε φίλους στη Λευκωσία. Εκεί εγκαταστάθηκε, σαν έφτασε στην Κύπρο.
   -Να πας στο χωριό, να βρεις το Γιάννο τον Αντρέου, τον ξάδερφό μου, να ανάψεις και ένα κερί στους δικούς μας, του είχε πει η Μαρούλα, φεύγοντας από το Λονδίνο.
    Το μυαλό του σταμάτησε στο τότε… όταν αντίκρισε το χωριό. Παντού ερείπια, θυμόταν. Ο θάνατος βομβάρδιζε τις ζωές και φύτευε ταφολίθια. Αίμα… Αίμα, παντού αίμα. Έπρεπε να φύγει το γρηγορότερο, από το χωριό.  Νύχτες πάλευε με τους εφιάλτες και έτρεμε από το φόβο… Δεν είχε άλλη ζωή, για ξόδεμα.

   Κάθισε στον υπολογιστή του και ξεκίνησε να γράφει. Δεν ήξερε αν ήταν χαρούμενος, ή λυπημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά σίγουρα ήταν ξαλαφρωμένος.
   -Θα μείνω λίγες μέρες ακόμα. Νοστάλγησα την πατρίδα… Πονάει το θέαμα… Πήγα στην Δερύνεια και αγνάντεψα με τα κιάλια την Αμμόχωστο… Νεκρή πόλη, μετά από τόσα χρόνια, Μαρούλα μου. Οι νυχτερίδες μοιρολογούν ακόμα τους αδικοχαμένους και στήνουν χορό θανάτου, ίσαμε με σήμερα. Η καρδιά μου ράγισε. Ξέρω ανυπομονείς να μάθεις, για τον Θοδωρή μας.  Κανείς δεν τον έψαξε, κανέναν δεν έχει. Όλοι σκοτώθηκαν στον χαλασμό. Ευτυχώς, που το μαζέψαμε το παιδάκι μας. Ποιος ξέρει, τι θα είχε απογίνει τότε; Ποιος ξέρει, αν θα ζούσε.
   Το ασθενοφόρο με την σειρήνα να σκίζει τον αέρα, έφτασε έγκαιρα στο νοσοκομείο.
  
                                                       5

   Έπρεπε να ειδοποιήσουν στο Λονδίνο. Η καρδιά του Άντρου, δεν είχε άλλους δυνατούς παλμούς, να σηκώνει χαρές και λύπες. Όμως έπρεπε να
κρατηθεί… Έπρεπε να περιμένει. Είχε χρέος να περιμένει τους γιούς του. Στην εντατική, ανήσυχος, ρώταγε και ξαναρώταγε.
   -Αργούνε να έρθουν;
   -Τι σας είπαν, αδερφή, θα έρθουν και τα δύο παιδιά μου;
   -Πρέπει να προλάβω και αυτό το τρένο. Πρέπει να τελειώσω το κεφάλαιο και ο Θεός ας με κρίνει.

   «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, συγγενείς και φίλοι». Με τρεμάμενη φωνή ο γέροντας πια, παπά Γιώργης, συνόδευε τον Άντρο. Λίγοι οι παλιοί γνώριμοι,   
μα πολλοί οι νέοι- αυτοί ήξεραν το μεγαλείο της ψυχής του- ακολουθούσαν την ανηφοριά της ζωής του.

                                                          
    Οι ελπίδες στρατοπέδευσαν στις ώρες. Οι συναστρίες γλύκαναν καρτερικά τις άνομες σκέψεις.
   Στον Αστρομερίτη……
   Εκεί θα γραφόταν ο επίλογος.
   Ο Θοδωρής, άφαντος.’
   Όλοι απορούσαν με την απουσία του.
   -Μα… να μην έρθει;
   -Τόσα έκανε, ο Άντρος και η Μαρούλα, γι’ αυτόν.
   Ό παπα Γιώργης, που οι σπουδές των χρόνων του, ήταν σοφές, επίτηδες αργούσε να τελειώσει την ακολουθία.
   Την ήξερε καλά, ο σεβάσμιος γέροντας, την αντίδραση αυτή.
   Ήταν φυσικό, να φύγει η γη, από τα πόδια του. Οι αποκαλύψεις ήταν συγκλονιστικές και έγιναν, σε έναν ψυχρό τόπο εντατικής.
   Πώς να διαχειριστεί ένα παιδί, τόσες αλλαγές ζωής, σε λίγα λεπτά;
   Που να χωρέσουν, τόσες χαρμολύπες;

   Μέρες πηγαινοερχόταν στην Ζόντια, στη σημερινή Yukari Bostanci και ρώταγε παλιούς-όσους μπορούσε να πλησιάσει- γιατί κάποιοι, ήταν καχύποπτοι, με τις ερωτήσεις του Εγγλέζου, όπως τον αποκαλούσαν.
   -Τι θέλει άραγε τούτος ο Εγγλέζος και ανασκαλεύει το παρελθόν;.
   Περπατούσε στο χωριό, που δεν είχε καμιά σχέση πολιτισμού και ανάπτυξης, με τον Αστρομερίτη και ζήταγε μια λέξη να πιαστεί. Ζήταγε έναν λόγο, να χολιάσει στον Άντρο και τη Μαρούλα, που τον απόκοψαν από την φυλή του. Κανένας δικός του, δεν ζούσε; Κανένας δεν τον αναζήτησε, τόσα χρόνια; Κανένας δεν νοιάστηκε, για την τύχη των γονιών του και την δική του;
   Σοκαρίστηκε όταν άκουσε από μια γριά, σε σπαστά Ελληνικά…
   -Τι τα γυρεύεις τώρα; Τούτοι σκοτώθηκαν το 74. Θα τους φάγανε τα αγρίμια και αυτούς και το παιδί τους. Ποιος θα ξεμύταγε να ψάξει για νεκρούς και ζωντανούς, σε έναν τέτοιο χαλασμό; Ο καθένας το κεφαλάκι του κοίταγε να σώσει. Αλλά τι καταλαβαίνεις εσύ από αυτά; Εσύ μεγάλωσες στην ασφάλεια της Ευρώπης. Δεν ρωτάς και εμάς!


                                                    6

   Η πομπή τον βρήκε πεσμένο μπρούμυτα πάνω σε ένα μνήμα. Ένα περιποιημένο μνήμα. Κατάλευκα μάρμαρα και δυο τριανταφυλλιές, μια, με
άσπρα και μια, με κόκκινα τριαντάφυλλα. Πεντακάθαρο, με ξύλινο σταυρό στο προσκεφάλι.
   Σμαήλης και Εμινέ, έγραφε, από την Ζόντια.
   Η Μαρούλα από όταν έφυγε, για το Λονδίνο, άφησε τα χωράφια της στον ξάδερφό της το Γιάννο.
   -Κράτησέ τα, καλλιέργησέ τα, δεν θέλω λεφτά, μόνο μια χάρη, θέλω. Να προσέχεις τους δικούς μας. Καντήλι σβηστό να μην μένει, τις μέρες γιορτής.


   -Σταθείτε… ακούστηκε μια φωνή, όταν σίμωνε η ακολουθία, του Παπα- Γιώργη.
   -Σταθείτε… είναι ο πατέρας μου… πού πάτε χωρίς να τον χαιρετήσω;
   -Είναι ο δικός μου πατέρας.
   Έτρεξε προς το μέρος τους και έπεσε στα γόνατα, μπροστά στην Μαρούλα, που έκλαιγε ασταμάτητα, για πολλούς λόγους. Πήρε στις χούφτες του τα χέρια της και τα φίλαγε.
   -Συγχώρεσέ με Μανούλα μου…
   -Συγνώμη αδερφέ μου…
   Επαναλάμβανε, με τα δάκρυα να αυλακώνουν το πρόσωπό του.
   Συγνώμη σε όλους σας, ξαναείπε και έκανε στον σταυρό του… Το μοναδικό, συνειδητό σταυροκόπημα.
                                     
                                                                                                      

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου