Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Και ύστερα λέμε… κοινωνική μέριμνα-της Βούλας Μέμου

http://www.filodimos.gr/data/index.php/all-issues/-modid129-group1-/2011-05-02-21-47-06-sp-1328213496/53130-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%B5%E2%80%A6-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B9%CE%BC%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%AD%CE%BC%CE%BF%CF%85
Γράφτηκε από τον/την Βούλα Μέμου στις . Κατηγορία Ενδιαφέροντα άρθρα
Άγγιγμα ψυχής ήχησαν σταυτιά μας τα σοφά λόγια της γερόντισσας. Ακούσματα σπουδασμένων, ανατάραξαν το είναι μας και βαλθήκαμε να στοχεύσουμε  στο απόλυτο, τα ρητορικά της λόγια. Λόγια ανθρώπου που δεν αφουγκράζεται το σήμερα ρηχά και ανούσια, μα πλάθει σοφές γραφές και πλανεύει τις άναρθρες διαμαρτυρίες μας, λέγοντάς τις άπνοες πνοές και άλογες ρήσεις σαστίζοντας μας με την διαύγεια των ογδόντα τόσων χρόνων της.
Σκυφτή κοιτάζοντας το πάτωμα του ξεσπιτωμένου της παραδείσου, με την βοήθεια ενός πι, δείγμα φορτισμένης ζωής και ταλαιπωρημένης υπόστασης, μετράει το χρόνο και ανατρέπει τους αριθμούς με καρτερία και φλογοβόλο ματιά.
Κρητικιά μάνα, περήφανη, σύμβολο ζωής και ανεξάρτητης σκέψης, δέχτηκε να μετακομίσει στου γαμπρού της το σπίτι, δυο σοκάκια πιο κάτω από το δικό της, αγνοώντας τα χωριάτικα σχόλια, ίσα-ίσα για να κάνει διατριβή την θεωρία της για την αιώνια περηφάνια που τράβαγε στα ογδόντα  τόσα της χρόνια.
Κάλιο στην κάτω γειτονιά και ανεξάρτητη, παρά στο σπιτικό της που τα σκαλοπάτια δεν την βόλευαν, να ζητιανεύει τον οίκτο των άλλων, η να κρέμεται από τα παιδιά της.
Ποιος δεν θα ζήλευε το κουράγιο της και την περηφάνια της;
Την συναντήσαμε απομεσήμερο, ντάλα ο ήλιος, καθισμένη στην καρέκλα δίπλα στο τραπέζι του καθιστικού. Ασπροκέντι, δικό της τωρινό έργο, το λινό τραπεζομάντιλο σε μια κάμαρα γεμάτη ομορφιά, γραμμένη με ανεξίτηλη Κρητικιά λεβεντιά, της μάνας, που λυγίζω τα γόνατα, δεν γράφτηκε ποτέ στο λεξιλόγιό της.
Άστραφτε η ματιά της, αετίσια θωριά, καλοσυνάτη και Θεέ μου αυτό το χαμόγελο, αφόπλιζε και τις πιο απαισιόδοξες σκέψεις.
Άνοιξε το σπιτικό της και η φιλοξενία που ήταν η κουλτούρα αυτού του λαού, γράφτηκε σαν ορισμός στην συνάντησή μας και καταστρώσαμε σχέδια να αρμέξουμε τις σπουδές της και να τις κάνουμε αυριανά μας μονοπάτια, μιας και η πείρα γράφει του χρόνου τα σκαλίσματα.
Μας έψησε καφέ και κάθισε σιμά μας  με κείνο το περίσσιο  χαμόγελο, αφήνοντας να κουρσέψουμε τα εσώψυχά της.
Σε ποια εσώψυχα άραγε να θελήσουμε να εισβάλουμε, όταν ένας δικός της κόσμος ήταν ριγμένος στα πόδια μας και καταμαρτυρούσε αξίες που τα τεφτέρια μας δεν ανέφεραν ποτέ και στις σπουδές μας δεν ανακαλύψαμε μέχρι τώρα;
Στοίβα δίπλα της οι εφημερίδες, τοπικές και μη, έκαναν την παρουσία της στο κοινωνικό γίγνεστε αισθητή και μάλιστα με καθάρια σκέψη, γνώση και άποψη που δεν καταμαρτυρούσαν τα χρόνια που κουβάλαγε πάνω της.
Ενεργός πολίτης η γιαγιά, παρότι η καθήλωσή της σε λίγα τετραγωνικά ήταν η μόνη της επιλογή, συμμετείχε στα κοινωνικά πράγματα, έστω και μόνο με την απόλυτη γνώση, που της διαμόρφωνε μια γνώμη καθόλου αισιόδοξη.
Άρχισε την κουβέντα της ζητώντας να μάθει τα νέα από την Αθήνα, χωρίς να κρύψει την αγωνία της για το αύριο;
Μια συνταξούλα όλη κι όλη και μάλιστα τα παιδιά της τράβαγαν τα πολλά έξοδα. Απορούσε πως βρέθηκαν τόσα λεφτά να στηριχτούν οι τράπεζες, τη στιγμή που όλοι κλαίγονται ότι λεφτά δεν υπάρχουν για μια αξιοπρεπή σύνταξη;
Το σκεφτόταν και το ξανασκεφτόταν και γελώντας το έλεγε σαν να ειρωνευόταν η ίδια τα γεράματα, που σαν σε βρούνε, παίρνεις αδιαμαρτύρητα το ξεροκόμματο που σου πετάνε και ας σε ξεζουμίσανε μια ζωή με φόρους, κρατήσεις και κόντρα κρατήσεις.
Είδαμε τη γερόντισσα προβληματισμένη τώρα στα ογδόντα και βάλε χρόνια της, αυτή που δεν λογάριασε την Κατοχή, που ανάθρεψε και σπούδασε παιδιά με βάσανα και με το μεροκάματο, να λυγίζει τώρα.
Ένα κομποδεματάκι έχω για το Ταξίδι μου, να μην φορτώσω τα παιδιά μου, έλεγε, και να κινδυνέψω να το χάσω;
Καλά δεν μου δίνουν μια στάλα αξιοπρέπεια με μια καλή σύνταξη, μα και τούτα που μάζεψα με τόσο κόπο να τα χάσω;
Τόλεγε και το ξανάλεγε αλλά με σαρκασμό και γελώντας, θέλοντας να παραδώσει μαθήματα σε μας που δεν μπαίνουμε ποτέ στον κόπο να υψώσουμε το ανάστημά μας στους Κραταιούς για το αυτονόητο χρέος προς τους γονείς μας.
Κανείς δεν θα ασχοληθεί με τις αγωνίες της γερόντισσας, ούτε κανείς θα την καθησυχάσει. Στη μεγάλη σκακιέρα, οι απόμαχοι της ζωής, δεν έχουν καμιά θέση.
Τα μεγάλα παιχνίδια, έχουν το καλύτερο κέρδος.
Πού χρόνος να αφουγκραστούν την αγωνία μιας γιαγιάς που περπατάει με πι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου