Τρίτη 28 Απριλίου 2015

παιχνίδι των κοραλλιών

Παιχνίδι των κοραλλιών.

Κρατήσαμε κάτι και για μας,
να στείλουμε τα χαιρετίσματά μας,
στα πολύπλοκα και αδιόρατα λογύδρια,
που γράφονται πάντα με οξείες γωνίες
και στρώνουν τις παράφρονες σκέψεις,
με χρωματιστά κλινοσκεπάσματα.
Μην κάνετε θόρυβο…
γλίστρησε η ανάποδη γραφή
στο κενό
και πεισμάτωσε τους γερανούς,
που φτερούγιζαν αμέριμνοι.
Έλα την ώρα, που χρεώναμε στέφανα αντοχής.
Ανάτρεψε όλη την όραση των αποδείξεων
 και γύρισε ανάστροφα τον κινούμενο στόχο.
Φορτίστηκε η στιγμή με αρνήσεις
 και άρχισε ο στόχος να τρίζει.
 Λογαριασμοί άηχων ήχων,
 κατρακύλησαν,
 ίσαμε την πίσω αυλή.
 Δική μας βουλή ήταν,
 να χτίσουμε ανοχύρωτες συνειδήσεις
 και δικός μας Θεός,
 προσκυνήθηκε στο πέρασμα του τυφώνα.
 Η ευγένεια,
 περίσσευε
 και καρπωνόταν το αγλάισμα,
 ΕΝΟΣ ανατρεπτικού ανθρώπου,
 που ζώστηκε το θεμέλιωμα της αστραπής.
 Και είσαι εσύ,  που βγήκες τρυγητής
 των άκαιρων δοσμένων απολαύσεων…
 κράτησες τις δεήσεις μυστικές,
 στο όνομα των απόρθητων ρήσεων…
 Στόλισες σύγκορμη την ανατολή των αισθήσεων
 και ως άλλος πορθητής,
 χώρεσες στων ματιών μου τους ωκεανούς…
 Μάρτυρες κλήθηκαν
 τιτάνες και αμαζόνες,
 στην μόνη εκείνη συνύπαρξη,
 που δεν χώραγε καμιά διόρθωση…
« Πού φεγγάρι να φωτίσει την ταραχή μου,
να περάσει το φράχτη της ανόθευτης,
 αλλά φτηνής μου ομολογίας,
 με δυο άχαρες και άχρηστες σήμερα λεξούλες;
 Πόση ψυχή να δώσω τόκο,
 για να μην κρεμάσεις το κλειδί,
 στην εξώπορτα που σαπίζει,
 σένα νεκροταφείο σιδερικών»;
 Η σιωπή πανικόβλητη,
 Ξεπρόβαλλε στων ματιών σου τους γαλαξίες…
 Αρμονία, θαρρώ την λέγανε και την στιγμάτισαν,
 σαν γαλήνη, στην δύνη μιας θύελλας…
 Ένας αντάρτης ήλιος,
 κρυφομιλούσε με τους ύφαλους
 των όρκων μου,
 σαν αλλοπρόσαλλες γεωμετρήσεις,
 της λογικής.
 Παιχνίδι των κοραλλιών, οι ματιές σου,
 αλήτευαν,
 στα ξέκλωνα όνειρά μου…
 Πλάγιασες τις ανυπότακτες γοργόνες
 στα μπράτσα σου,
- γυρολόγος ανομολόγητων πόθων-
 και κράτησες λίγο ουρανό,
 να στεγάζει,
 έστω για μια νύχτα….
 όλα τα αύριο, που δεν τόλμησα ακόμα να αντικρούσω…
 Με νοίκιασες, σε κείνο το παιδί,
 που δεν γέννησα ποτέ,
 την ώρα των άδυτων εσπερινών,
 όλων των προσευχών σου.
 Ξεδίψασα με μια φέτα αλμυρό ψωμί,
 που μούβαλες κοντά μου,
 σαν με ξαπόστειλες
 από το οριοθετημένο σου απόσκιο.
 Λυτρώθηκες με το δικό μου αντίδωρο και γεφύρωσες τη χαρά μας,               στις γεωμετρημένες κοσμοθεωρίες.
 Μόνο σε γυαλάδες σιωπής και πίσω από τις γρίλιες των βλεφάρων         σου, άφηνες χώρο ,
για μια λατρευτή αποδιοργάνωση των εντολών που   κατασκεύαζες, μόνο και μόνο,
 για να σκοτώνεις την ώρα σου….»  



 φωτο..Τουλα Σταυροπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου