Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ανυποτακτοι....λογοι.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ανυποτακτοι....λογοι.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Ο ίδιος…. Άλλος


 

Ο ίδιος…. Άλλος

 

Ως άλλος Πιλάτος,

Θήρευσες λαίμαργες ενοχές,

Στάζοντας νάματα πρωινής πάχνης,

Σε στήμονες όρκων,

Καταδικάζοντας την ομορφιά της ώρας,

Ως ντροπή της ηδονής.

Σκαρφίστηκες καμώματα ανομολόγητα,

ίδιος… οικείος… ξένος συνάμα.

Δραπέτης…. Λαθρεπιβάτης …. Άστοργων φόρων,

στο όνομα της μόνης ανιδιοτελούς συλλαβής,

που γράφεται με ιδρώτα και γιατρεύεται με σοφίσματα,

σε αμόλυντο κορμί εύσαρκα.

Κούρσεψες τα σάβανα του θανάτου,

μέσα από αναστεναγμούς άηχων ψαλμών

και λύτρωσες την αφάνειά σου,

σε αναστροφές και αντανακλάσεις.

Ίδιος…. Άλλος…

Εσύ…. Και συνάμα….  Εκείνος…

Μη φεύγεις…

Η απάτη…

Ήταν μόνο…. Παιχνίδι του μυαλού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Yourself…someone else

 

As another Pilate

you preyed on voracious guilts,

dripping elixirs of morning dew

on vows’ stamens,

condemning the beauty of the moment

as pleasure’s shame.

You conceived unconfessed antics,

yourself… familiar… yet, a stranger.

Stowaway…fugitive… of unloving debts,

in the name of the only selfless syllable,

written in sweat and cured with fallacies,

on the flesh of an immaculate body.

You pillagedthe shroud of death

through the sighs of silent psalms

and redeemed your obscurity

with inversions and reflections.

Yourself… someone else

You…while also… him…

Don’t go…

The deception…

Was only… a mind game.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Σίμωσε η ώρα.


Σίμωσε η ώρα.
Τα καρφιά καλοβελονισμένα
υποβαστάζουν
την αναστήλωση της απιστίας μας.
Ατροφικά τα νέφη
αποστρέφονται την  θυγατέρα του ήλιου
και καλπάζουν τρομαγμένα και ανήμπορα.
Σίμωσε η ώρα.
Το φιλί ήταν προδοσία.
Η άρνηση κεραυνοχτύπημα.
« Ω Γλυκύ μου Έαρ».
Η ύψωση και μετάσταση της μάνας.
Ναι Κύριε,
Σίμωσε η ώρα.
Μίκρυναν οι αμαρτίες μας
Κύριέ μου
στις μέρες που οι αθώοι σταυρωμένοι
είναι μόνο αριθμοί σε τάφρους .
Η μάνα σκίζει τα στήθη της
και μοιρολογεί.
Μόνη και άξια να σηκώνει το Σταυρό σου.
Σίμωσε η ώρα.
Εδώ είμαι
Κύριέ μου.
Με τα ανάξια δάκρυά μου
προσκυνώ την θυσία σου.
Σίμωσε η ώρα.

Η προσμονή της Ανάστασης
σίμωσε Θεέ μου.

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Υπό κράτηση


Υπό κράτηση

Αναγεννήθηκα στης υπομονής το κελί
με ομολογίες  ομηρικών ταλαντώσεων,
και την γνώση
της γραμμικής
αποκρυπτογραφημένη.
Μετράω τις ώρες
με του χελιδονιού τις τσακισμένες φτερούγες
σε λιβάδι που καθρεφτίζεται η πανσέληνος
δέσμια.
Της Περσεφόνης τα μυστήρια αποστήθισα
και κατηφόρισα στην απραξία
που πλάθει σταυρούς αποκαθήλωσης.
Έρημοι οι δρόμοι,
λες και είναι ακρωτηριασμένοι αιχμάλωτοι,
ενός αόρατου πολιορκητή.
Πανούργα εκτέλεση
λυμαίνεται της σιωπής το στέρνο ανελέητα,
θάβοντάς μας στα σπλάχνα της μάνας μας
θωρακισμένους και ίσως…
λυτρωμένους.
Τα δεδομένα,
φανέρωσαν την ελλειπτικής τους υπόσταση
ιππεύοντας σε κύματα τυφώνα,
δίχως οι δύσμοιροι
να μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα μαθηματικά μοντέλα
της γεωγραφικής κατάταξης.
Η πολιορκητική μηχανή
τιθασεύει την γνώση μας
σε τέσσερεις τοίχους
που μυρίζουν Λαμπρή
αιώνιας αθανασίας σπορά.



Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

καληνυχτίζοντας



καληνυχτίζοντας...
Μιλάω για τα βήματα
που σε δίδαξα
πώς να με σκοτώσεις.
Το βουητό της μέλισσας
με καθηλώνει .
Η σκιά κραδαίνει
απόηχους σπατάλης.
Για τα βήματα τα άυλα
που τρεμουλιάζουν τις αισθήσεις
και στροβιλίζονται σε αρχαϊκές κολώνες
σαν πέπλα της θύμησης,
μιλάω.
Οι ώρες,
άβουλα σκευάσματα
τιθασεύουν τον φόβο
και παγιδεύουν
της μνήμης τις αντιξοότητες,
σε λήθαργο αναπόλησης.
Το φλάουτο
ανέλαβε δράση ελπίδας,
τις νύχτες
που κρύβεται ο θάνατος
σε κενοτάφια απόγνωσης.
Εκλιπαρώ
για το χτες που δεν εκτίμησα,
για το ελπιδόμορφο αύριο
που ζωγραφίζω σε αναπνευστήρες .
Χρώματα, χρώματα, χρώματα
και η άνοιξη θ’ αντέξει την σταύρωση.
Β.Μ
ΦΩΤΟ Τούλα Σταυροπούλου

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ...ΑΛΛΑ ΛΕΥΤΕΡΟΙ



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ 
ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ ΑΛΛΑ ΛΕΥΤΕΡΟΙ..
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ


Χαλεποί καιροί …ακόμα και για τέτοιες μνήμες.
«Άγια μέρα η σημερινή…Λευτεριά ή θάνατος…»
Μια τέτοια Μαρτιάτικη μέρα ανασκουμπώθηκε η Ελλάδα να στήσει το μεγάλο γλέντι του ξεσηκωμού και απ’ άκρη σε άκρη να παιανίσουν της άνοιξης τα βόλια και της λεβεντιάς τ’ απομεινάρια, να αντρειωθούν και να γράψουν καινούρια γράμματα στο Πάνθεον των Αθανάτων.
« Εκεί ψηλά στο τρίκορφο, της Πάτρας ο Δεσπότης
Ζώστηκε άρματα ψυχής και Λαύρα αετίσια…
Μετάλαβε σαν χριστιανός, μια χούφτα παιδεμένους, άντρες, παιδιά αμούστακα, γέρους καπεταναίους και κίνησαν το χάραμα, πριν η αυγή στενάξει, στήσαν γλέντια τρικούβερτα, Πασχαλινά γιορτάσια και καρτερέσαν την Κυρά, Αρχοντοπούλα Κόρη….
Πήρε ένα λάβαρο ζωής απ’ την Ωραία Πύλη και ορκίστηκε… σάβανο τιμής και Λευτεριάς καντήλι, να γίνει τούτο το ιερό, σύμβολο των  προγόνων, μια τέτοια μέρα του Μαρτιού, στης Παναγιάς τη Χάρη.
Ρίχτηκαν όλοι στη γιορτή και στήσανε καρτέρια, που σαν το θέλει ο Θεός κι η Παναγιά προστάξει,  θανθίσει πάλι το δεντρί, θα βγάλει άνθη η πλάση και η μαραζωμένη Κοπελιά θα βγει στο παραθύρι.
Τη φορεσιά της την καλή, την μπαρουτοκαπνισμένη, απ’ το σεντούκι έβγαλε… αίμα ηρώων λούστηκε και κληρικών λαμπάδες, άναψε στ’ άθαφτα κορμιά που πέσαν  στις ραχούλες, ίσαμε νάρθει η ροδαυγή και η ευλογημένη ώρα, που σήμαντρα θα ζώσουνε τον Λέυτερο αέρα.»

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ανυποτακτοι....λογοι...,



Εκείνος ο δρόμος που σε κιότεψε,
εκείνος ο παράδεισος,
που παράφρονας λησμόνησε τις αμφισβητήσεις,
θεμελίωσε παραπεταμένα όνειρα.
Ηδονοβλεψίες σκιών
κατάντησαν
τα εφήμερα κρούσματα υπολογισμών,
σε άμαθα δάχτυλα
με τον καρπό τεταμένο.
Ούτε που σπάραξε η ψυχή
μπροστά στο θαμπό καθρέφτη.


Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Ώρα υπάρχω.


Ώρα υπάρχω.
Των θνητών και άναρχων χρονικών καταμετρήσεων,
στην πύλη
των ανασκευασμένων τρωκτικών
της απλουστευμένης αντιύλης,
στο παρθεναγωγείο των λαξεμένων στοών.
Μια παπαρούνα ψέλλισε δειλά τ’ όνομά της
το ίδιο χάραμα
που λήστεψαν τις αφαιρετικές μονομαχίες
μιας πάλης που δεν έμελε να γίνει, ποτέ.
Τα σεντόνια , είχαν μύρα αειπάρθενης νύμφης,
το μάνταλο μισάνοιχτο,
τραγούδαγε λυρισμούς ιδρώτα.
Το χάραμα άναψε δαυλούς έρωτα.
Στη Δήλο το λιοντάρι βρυχάται
και κλαίει την ανηδονία της Φρύνης.
Στο δασύ σου στήθος,
βρήκαν καταφύγιο οι κοσμοναύτες του ωραίου…
Ένα καντήλι τρεμοπαίζει
σαν λεπρός αποστάτης.
Έφτασε η μέρα των μυστηρίων.
Βιάσου.
Θα χάσουμε πάλι του Διόνυσου τα συμπόσια.


Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

ανυποτακτοι....λογοι...,


Μέτρησα τα παράλληλα σύμπαντα,
τις τροχιές των αδικοκαθηλώσεων,
όταν νεκροί αστερισμοί
καρφώθηκαν σε πασσάλους του γαλαξία.
Η ομορφιά πλέον,
ήταν θέμα αποστειρωμένων θαλάμων.
Μητρικοί λυγμοί
τερμάτισαν τα αποκαλυπτήρια
στοιχειωμένων κρατήρων ηδονής.
Απόκοσμοι θεματοφύλακες
των αστρικών σχηματισμών
το alter ego μου,
έγινε γυαλένια στα χαμίνια της αλάνας.
Τα χέρια μου μπλέχτηκαν στα μαλλιά της μέδουσας.
Η σάρκα μου
πέρασε στο απυρόβλητο του αποθνήσκω.
Ένας σταυρός έγραφε τ’ όνομά μου.
Τον κοίταζα χλευαστικά
μέσα από τα δικά σου ανύπαρκτα μάτια.
Εννέα η ώρα…
Καιρός να γυρίσω.


Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

ανυπότακτοι λόγοι

Περπατάς σε τεντωμένο σχοινί, 
δίχως εσένα. 
Τραυματίζεις το αύριο 
δίχως ενοχές και σπόρους λογικής .
Γλιστράς σε εικονικές πραγματικότητες,
πλευρίζοντας ύφαλους
και λες το ανύπαρκτο υποθέτω,
σαν να ήταν το άλογο μετέχω
σε μυστήρια ανυπαρξίας,
έτσι για να δικαιολογήσεις την αποσπερνής τόλμης σου.
Λογαριάζεις
την έναστρη ραψωδία του ανέγγιχτου θέλω σου,
όταν οι μοίρες
χτυπάνε τύμπανα νίκης.
Και σαν φέξει…
η ανάστροφη δέηση του απολογισμού...
το τίμημα σε θέλει
μόνο και αλυσοδεμένο.....
Β.Μ.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Έτσι γεννήθηκα


Έτσι γεννήθηκα

Έτσι γεννήθηκα.
Με μια σφραγίδα κυνοκέφαλου
στο κούτελο.
Σταγόνες ιδρώτα Βεδουίνας μάνας
μεταγγίστηκαν στις φλέβες μου,
αργανασταίνοντας την ωχρά κηλίδα
τσιγγάνικων βιολιών.
Έτσι γεννήθηκα.
Καταμεσής στη θάλασσα.
Αλμύρα βύζαξα
και κοράλλια έβαλαν για αρμούς
στων χεριών μου τα παρθενόπλαστα αλάβαστρα.
Έτσι γεννήθηκα…
Στο χάραμα της καταιγίδας
λευτέρωσα την ανάσα μου.
Για σπάργανα
είχαν από πάντα υφάνει δίχτυ ανεμότρατας,
να θολώνει την λαίμαργη μοίρα της αποκοτιάς μου.
Έτσι γεννήθηκα.
Στο αμπάρι
της κατάρας του Μίδα
στέριωσα την ζωή μου.
Έτσι γεννήθηκα.
Μέχρι χθες, γεννήθηκα έτσι.
Αχ θάλασσά μου
Με κυοφορείς…
Και θα υπάρχω.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Η Ελληνική γλώσσα στην Ακαδημία Συγγραφέων στο Κίεβο της Ουκρανίας.













Η Ελληνική γλώσσα στην Ακαδημία Συγγραφέων στο Κίεβο της Ουκρανίας.
Θερμή υποδοχή επεφύλαξαν στους Έλληνες ποιητές άνθρωποι των γραμμάτων , ποιητές και δημοσιογράφοι [πρόσκληση παρουσίας μας στην Ουκρανική τηλεόραση], σε εκδήλωση που έγινε το Σάββατο 29 του Ιούνη στην Ακαδημία Συγγραφέων της Ουκρανίας.
Η Ελληνική γλώσσα μάγεψε τους Ουκρανούς ομότεχνους και δώσαμε τα χέρια να ταξιδέψουμε την ποίηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γής.
Στις αποσκευές μας ένα κλαδί ελιάς σύμβολο του λαού μας και την ποίηση με μηνύματα Ειρήνης Αγάπης και Αδελφοσύνης.
Συγκινητικά ήταν τα λόγια του καθηγητή φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ.Φώτη Χρήστου..
« Εσείς οι νέοι Έλληνες ποιητές πήρατε την σκυτάλη από τους μεγάλους ποιητές μας και άξια την ταξιδεύετε….»
Όλη αυτήν την εκδήλωση την επιμελήθηκε ο αντιπρόεδρος της ΠΕΛ Ηλίας Παπακωνσταντίνου και η Oksana Tereshchenko, η οποία ακούραστα μας ξενάγησε, ανάδειξε το έργο μας και την γλώσσα μας και μας πρόσφερε κάθε βοήθεια, ώστε η διαμονή μας στο Κίεβο να μοιάζει με παραμύθι.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

ανυποτακτοι....λογοι...,

Κι ύστερα…
Με ο,τι απόμεινε χλωρό,
από το κομπόδεμα της αντοχής,
φίλεψε τον χρονοφύλακα,
τον μόνιμο επαίτη της αφάνειας
και τράβηξε άφραγκη
για το ζυγό της στέρησης,
στο όνομα
των Θεών…
άραγε… ποιών Θεών;
Η επαιτεία,
η στέρηση
και η αντοχή,
μόνο σε βωμούς θυσίας προσκυνάνε.
Β.Μ

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

ανυποτακτοι....λογοι...


Στο σταυροδρόμι του αναπόδεικτου «αποθνήσκω»
μην εξαϋλώσεις τις κουρασμένες σου παραγγελιές.
Θα στερέψεις με δάκρυα, τις εξαπατημένες μοναξιές,
που σαλεύουν αλαφροΐσκιωτες,
σε κισσού φυλλωσιές,
σε κουρνιαχτό από λάγνες αναπολήσεις,
σε πυρακτωμένες μονοπωλήσεις,
σε όλα τα Ω που στρογγύλεψαν
και κρύφτηκαν σε απομεινάρια του μηδενός.


Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Ήμαρτον Κύριε


Κύριε !
Ανάμεσα σε ληστές,
σαν κοινός εγκληματίας,
σήκωσες το Σταυρό των σπαραγμών,
από το φιλί του αγαπημένου σου φίλου.
Η  κραυγή του πόνου σου,
τάραξε συθέμελα την γη και έδυσε τον Ήλιο.
Ναι Κύριε !
Κέντησες με τις αμαρτίες μας,
την χλαμύδα του εξευτελισμού σου
και ατσάλωσες τα καρφιά
με την άθλια ψυχή μας.
Τον Θεάνθρωπο,
έκανες Άνθρωπο,
 να σταυρώσεις τις αντοχές σου,
ξεπλένοντας με το αθώο σου αίμα,
όλες τις αθώες θυσίες.
Ήμαρτον Κύριε!
Γιατί κρατήσαμε την λόγχη ως λάφυρο.
Ήμαρτον Κύριε!
Γιατί ανάξια μεταλάβαμε στο μαρτύριό σου.
Ήμαρτον Κύριε!
Γιατί στερέψαμε τα δάκρυα της Αειπάρθενου
ικετεύοντας  για την σωτηρία μας.
Ήμαρτον Κύριε!
Θυμήσου μας
και
δείξε έλεος
στην Ανάστασή Σου.

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

ΣΥΓΝΩΜΗ

Ακροστιχίδα
Σύρθηκες, με κουρελιασμένη την υπόληψή σου,
στα μονοπάτια που αδικοέσκαψες.
Απάντησες τις ποδοστριφωμένες ψυχές που λεηλάτησες
όταν φόρεσες την χλαμύδα που αιματοκύλησες,
πριν σαλπίσουν την περιφορά της Μετάληψης.
Ύστατη ώρα καρτέρεσες
να ξεψυχήσεις τα μπουμπούκια της άνοιξης,
σαν από άλλοτε
παρασημοφορημένος καταδότης
άζυμων άρτων.
Γνωστός, γνώριμος
στα κολαστήρια των παθών,
στηλίτευες όλες τις πεθυμιές των ημίθεων
και αθανάτων θνητών.
Νωρίς κατευόδωσες τις αναρίθμητες ομορφιές,
γνέφοντας στους σταλαγμίτες του ηλιοσκέπαστου νάρθηκα,
να διαβούν μακριά δίχως επιστροφές.
Ω! Άμοιρε άνθρωπε των καιρών μας!
Προσκυνητή των νοθευμένων νηστειών
και της πληγιασμένης προσευχής!
Μόλυνες τον λόγο της γέννησης,
την φλόγα των σεπτών αγιασμάτων,
ροκανίζοντας πλάνες ηδονές,
δίχως μελετημένες αναστολές.
Ήμαρτον Κύριε!
Σύραμε αδιάντροπα,
τη συγνώμη
στα πεζοδρόμια,
εκδιδόμενη πόρνη!
Β.Μ.

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Έρωτα,

Έρωτα,
πάνγυμνε ικέτη της ομίχλης,
της Σειρήνας ανέπαφο ντέφι
της Τροίας ελαφοκέντητε μύστη,
έρωτά μου, εσύ!
Πού δοξαριά να στιλβώσω την τύχη
και σε ποιο γαλαξία να γεννήσω ανεμοδάρτους ψαλμούς;
Θα ντυθώ τον απόσπερο ήλιο
και θα περάσω τα στίφη των στίχων
πανηγυρικά,
μέχρι να δοξαστεί η μέρα η δωδεκάτη σου..
Β.Μ

ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ... 15 του Φλεβάρη

ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ...
15 του Φλεβάρη
Υποκλίνομαι στον αγώνα και προσεύχομαι ...
Έταξε τη ζωή του,
στα μεγάλα καθήκοντα της ζήσης
και αναρριχήθηκε στους ουρανοξύστες του πόνου,
λες και το μαγκάλι της χαράς,
άναβε μόνο για να ζεσταίνει τους άλλους.
Πήρε στο κατόπι μια γνωμάτευση καταδίκης
και την περίφερε ανά τον κόσμο,
στοχεύοντας να την νικήσει, μιας και είχε καλά γαντζωθεί στον ώμο ενός παιδιού, μόλις δέκα χρόνων.
Ανομολόγητες στοές περιδιάβηκε,
μέχρι να’ ακουστεί το ύστατο και μεγαλειώδες «αποτυγχάνω». Θρονιάστηκε έτσι αδιάντροπα στην ψυχή του,
θέλοντας να ανεβάσει τον πήχη του πόνου,
σαν να έπαιρνε bonus,
από τον μεγάλο κερματοδέκτη της ανικανοποίητης τάφρου.
Β.Μ
Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο μου

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


                               ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σκέπασε τα πόδια της με την μάλλινη κουβέρτα και μέριασε την κουνιστή πολυθρόνα,  δίπλα στο παραγώνι.
Γιορτινή η σάλα, του μεγάλου πετρόχτιστου σπιτιού και η θαλπωρή από το τζάκι, που έκαιγαν τα κούτσουρα, έφτιαχναν εικόνα, από το παλιό μας παραμύθι.
Περασμένα μεσάνυχτα, η ζωή της κυρίας Άννας, αράδιαζε στα χρόνια της όλες τις εμπειρίες και τη γλυκιά γοητεία, της τέχνης των γηρατειών. Περήφανη, αρχόντισσα σωστή, έρανε με εορταστικό άρωμα το σπίτι, αν και ήξερε ότι φέτος, θάταν ολομόναχη τις γιορτές.
Είχε η ίδια επιμεληθεί, για τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι, τυλιγμένα, σε κόκκινο σελοφάν.
Οι γιορτές, παιδιά μου, έλεγε στα γειτονόπουλα που της κράταγαν συντροφιά, πάντα επισκέπτονται το σπιτικό σου και πρέπει να τις φιλέψεις, ένα γλυκό.
 Μόνος δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει παρέα, μα αυτός, που δεν τον θέλει κανείς, για παρέα.
 Σοφές κουβέντες ξεστόμιζε, η γιαγιά πια, και ορμήνευε τα παιδιά, με κείνη τη γλυκύτητα στα μάτια και εκείνα κατάχαμα, γύρω-γύρω στα πόδια της, άρμεγαν τις ιστορίες της και καμιά φορά τάπαιρνε ο ύπνος, στο πάτωμα.
Παραμονή Χριστουγέννων απόψε και πώς φαινόταν με την πρώτη ματιά που έριχνες στο σπίτι της; Είχε καλοχτενίσει, τον κάτασπρο κότσο της και έβαλε και την καινούρια της ζακέτα. Η εγγονή της την έστειλε από την Αθήνα, με λεφτά από τον πρώτο της μισθό. Κοτζάμ γιατρός, έγινε η Αννούλα μας! Και πόσο το καμάρωνε!!!
Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ήθελε απόψε να πάρει το δρόμο της προς τα πίσω και ναπαντήσει, εκείνη τη μακρινή παραμονή της Μεγάλης Γέννησης.

Τόστρωσε για τα καλά έξω. Ένα γόνα χιόνι, έριξε τη νύχτα! Τα ζωντανά, ήταν κλεισμένα στα χειμαδιά. Ποιος να ξεμυτίσει, με τούτον τον καιρό;
Χριστουγεννιάτικος καιρός, παιδιά μου, έλεγε ο παπά-δάσκαλος, σαν του παραπονιόσανται ότι κρύωναν, τα σχολιαρούδια του. Σάμπως είχανε τα καλοριφέρ; Μια ξυλόσομπα και εκείνη κάπνιζε του καλού καιρού, κάθε που έβανε βοριά. Όσο για ξύλα; Τα κουβαλάγανε, κάθε πρωί, από τα σπίτια τους. Αντί για τσάντα, παίρνανε ένα κουτσουράκι από το σπίτι, να ζεσταθούνε στο σχολείο.
Σε δυο μέρες κλείνουμε, για τις γιορτές. Εξάλλου βουνίσιοι είμαστε. Μην το ξεχνάτε και τον αντέχουμε το χιονιά. Είχανε ζεστά πανωφόρια, από γίδινο μαλλί, αλλά τα παπούτσια τους, φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιών, όλο και γίνονταν μούσκεμα.
Έτσι κύλαγε ο χειμώνας, έτσι ταλαιπωρούσαν την ανάγνωση και τη γραφή, όσο για τη φυσική, τη μάθαιναν από τα πειράματα της φύσης.
Γέρος πια και ο παπά-δάσκαλος, άλλωστε, ποιος θα πήγαινε σε κείνο το χωριό, που δεν το βρήκαν ούτε οι Γερμανοί, την κατοχή; Φιλάσθενος καθώς ήταν, με το πέσιμό του στο κρεβάτι, έκαναν και ένα μήνα να ψάξουν την πλάκα τους.
Πού τετράδια και μολύβια; Μεταπολεμική εποχή ήταν. Μια πλάκα και ένα κοντύλι, ήταν αρκετά για σύνεργα, στη μαθησιακή τους αναζήτηση.
Τέτοιες μέρες σαν γύριζαν σπίτια τους, ξεροστάλιαζαν γύρω από την ποδιά της μάνας, τρυγώντας με τα μάτια τους τα καλούδια των ημερών. Κουραμπιέδες, λουκουμάδες με φρέσκο πετιμέζι, μουσταλευριά και καρύδια σουτζούκι.
Έβρισκε, λέτε, άκρη για καλούδια, η  κυρία Άννα, μιας και τα δικά της καλούδια- ζωή νάχουνε- ήταν δεκατρία;  Μια θράκα παιδιά, έλεγε και καμάρωνε το βιός της.
Με τούτο το βιός, χόρταινε σαν βράδιαζε, τα μουδιασμένα της από την κούραση χέρια. 
Είχε σουρουπώσει για τα καλά, σαν άκουσε τους ρεζέδες της ξυλόπορτας, να τρίζουν.
Γυναίκα, σας φέρνω μουσαφίρη. Πάντα γλυκιά και ήρεμη η φωνή του κυρ- Δημήτρη, που έφτανε κάθε βράδυ στο σπίτι, σφυρίζοντας.
Μικρόσωμος, κουρελής και ταλαίπωρος, ο μουσαφίρης.
Τίποτε δεν ρώτησε παρά συμπλήρωσε τα  πιάτα στο τραπέζι και τάκανε, δεκαοκτώ.[Είχανε βλέπεις και τα πεθερικά της, στο σπίτι τους]
Ο Γιώργης, γυναίκα, θα μείνει στο σπίτι μας. Θα γίνει οικογένειά μας. Μαγκούφης, ο κακομοίρης και ολομόναχος, τι θα μας κοστίσει; Ένα πιάτο φαΐ;
Ήταν βλέπετε, μικρή η φαμίλια του και ήθελε να την αυγατίσει και με το Γιώργη!!!!
Και έγινε ο Κοντόγιωργας, έτσι τον βάφτισαν τα παιδιά, άνθρωπος της οικογένειας. Και έμεινε μαζί τους μέχρι την τελευταία, της ζωής του ώρα.
Ήταν ένα βράδυ, σαν απόψε. Ακριβώς την παραμονή των Χριστουγέννων, του έτους… τι σημασία αλήθεια, έχει το έτος;
Τούτες οι σκέψεις στρογγυλοκάθισαν απόψε, στο άδειο, Χριστουγεννιάτικο σπιτικό της. Ποτέ δεν παραπονέθηκε και για τίποτα, η άγια τούτη γερόντισσα, μα ξημέρωνε και βράδιαζε, όλη της τη ζήση, με ένα: Νάχετε την Ευχή μου. Μοίραζε απλόχερα ευχές και ήταν τόσο από καρδιάς, που κάθε φορά και με κάθε ευχή που σκόρπιζε, φωτιζόταν το πρόσωπό της.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, τη συμμάζεψε από το ξεστράτισμα, στο χρόνο.
« Χρόνια Πολλά, γιαγιάκα ». Ήταν ο Δημητράκης, ο εγγονός της, ορφανό από τη Γκάνα, που υιοθέτησε, ο γιος της ο Γιάννης. Και τόλεγε, τούτο το γιαγιάκα, με μια γλύκα! Με το γιαγιάκα του Δημητράκη, ανάδευε τόσα όνειρα και ζέσταινε τόσες ελπίδες!!!
« Χρόνια Πολλά Μάνα Καλά Χριστούγεννα. Σε λίγο πετάμε. Αύριο θάμαστε εκεί Μόνη θαρρείς, θάκανες γιορτές, μετά από δεκατρία παιδιά; Θα γνωρίσεις και το Δημητράκη μου, Μάνα.».
Έκλεισε το τηλέφωνο και δακρυσμένη, ανακάτεψε, λίγο, τη θράκα.
Το σόι πάει βασίλειο!!
Νάχεται την ευχή μου!!!
Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα Γιάννη μου!!!!

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Η λήθη ο εχθρός του αύριο.


Η λήθη  ο εχθρός του αύριο.

Ανηφορίσαμε στο χωράφι του Καπή. Τώρα πια, δεν ήταν ένα χέρσο χωράφι, αλλά ένα μνημείο για θύμησες.
Το δικό μου χωράφι, μιας και ήταν χωράφι της δικής μου φύτρας. Παιδί τότε, μύριζαν οι ανεμώνες, εκείνο το κατακόκκινο χρώμα, ζωντανεύοντας τις μνήμες στον επισκέπτη, που άνοιγε με μιας, εκείνο το παραθύρι της ιστορίας, της σπουδής των ανατροπών. Ζωντάνευαν ξαφνικά οι ποιητάδες των παλιών καιρών και πώς να διώξεις από τα αυτιά σου εκείνο το στίχο;
Ηχήστε σάλπιγγες!!!
Κείνη τη μέρα ήχησαν οι σάλπιγγες, αντιλάλησαν σε όλες τις γύρω βουνοκορφές, μόνο που η γιορτή στήθηκε σε πένθιμα μυστήρια και το σάλπιγμα βροντερό από τα μυδράλια, έσκισαν ράχες και πλαγιές και γέμισαν πληγές, το μικρό ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, εκεί στο βράχο.
Στο σκολειό, είχαν στριμωχτεί, όλοι οι στήμονες των μικρών παιδιών και γυναικών, από κάποιους που κατέστρωναν δοκιμές, για ένα καινούριο Νταχάου.
Πώς να μην ξεστρατίσει ταστέρι, σαν λιγόστευαν οι νότες της καντάδας;
Πώς να μην σε προδώσει ο στίχος, σαν ο σκοπός είναι μονότονος;
Ψυχές στοιβαγμένες, σαν τα δεμάτια σταλώνια, καταπατήθηκαν στις τρύπιες συνειδήσεις και κλήθηκαν χωρίς αναστολές, να πληρώσουν για όλα ταμαρτήματα, που θα γινόσανται στο μέλλον. .
Το θέατρο του παραλογισμού και ζωώδους άνανδρου παραληρήματος, παιζόταν πια σε δύο σκηνές. Ορίστηκε αμφιθέατρο το χωράφι του Καπή, εκεί ψηλά στην πλαγιά. Ήθελαν, βλέπεις, να στοχεύσουν στην μοναδικότητα του τοπίου, έτσι ψηλά, ώστε να βλέπουν και να ακούνε όλοι. Η ακουστική και το φως, είναι τα μεγάλα πλεονεκτήματα μιας παράστασης.
Επίδειξη ισχύος, το ανέβασμα, εκεί στο θεατράκι του χωριού. Μια λεπτομέρεια, που θα σκεφτόταν, μόνο ο αρχιτέκτονας της ιδιοτέλειας, ή ένας παράφρονας, που άγγιζε το αιματοβαμμένο του άστρο στη στολή του, με καμάρι για το ξεκλήρισμα της μεγάλης αδούλωτης αξιοπρέπειας.
Οι ρόλοι μοιράστηκαν και αποστηθίστηκαν.
Καταμεσήμερο, βγήκαν για βοσκή, ίσα στο απόσκιο, μελετώντας τον αυριανό ανδριάντα στο χρώμα το κόκκινο.
Πώς να νυχτοκαρτερέσεις το αγρίμι, που κρύφτηκε από το χαλασμό και ποια ψαλμωδία νεκρική, άκουσε ποτέ ζωντανός και μάλιστα στόνομά του;
Τούτη η τραγωδία σκαρφίστηκε από νέους γύπες, γιαυτό άφησαν το χορό να μοιρολογάει από την απέναντι ράχη.
Πείσμωσε η γραφίδα της μνήμης, τούτη τη μεσημεριανή ώρα και άφησε ξάστερη τη μνήμη, σαν έδωσε αναστολή, στον ομαδικό τάφο του σχολείου, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εξευτελισμού, στη μάνα να ξεριζώσει τις μακριές πλεξούδες της, μπροστά σε χίλιες τριακόσιες κατακόκκινες παπαρούνες, που στοίχειωσαν το καταχείμωνο.
Γείτονες ήταν, φίλοι, οικογένειες ολάκερες, συγχωριανοί ρε αδερφέ. Πώς να τολμήσεις να τους χωρίσεις, τούτη την ύστατη ώρα, αφού η επιτυχία της πανάκριβης αυτής υπερπαραγωγής, βασιζόταν μόνο και μόνο στην ομαδικότητα;
Κραταιός πολιτισμός και Αρεία φυλή, συνταξίδευαν και το περίσσευμα, δινόταν τροφή στον ιστορικό του μέλλοντος, που ποτέ δεν αντέχει να είναι αντικειμενικός.
Κάποτε θα έρχονταν και οι αποζημιώσεις. Ο επίλογος, των άρτιων λογαριασμών Θα πλήρωναν, για να κάνουν το έργο φτηνό και ξεπερασμένο. Θα αντάλλασαν τη λήθη, με έργα και μαραθώνιους θυσίας.
Και τούτοι οι προδομένοι πατριώτες μου, δέχτηκαν τις συνδρομές και τη συγνώμη, λες και αλάφρυνε ο τάφος και ξέβαψε το χωράφι από το αίμα.
Στήσανε και μεγάλο σταυρό, ψηλό, μέτρα ολάκερα, να φαίνεται από μακριά.
Λάξεψαν και την κουλουριασμένη μάνα στο βράχο, σύμβολο αντοχής και αναγέννησης στα μακρινά ερείπια των κατακρεουργημένων αντιλήψεων.
Ημέρα μνήμης ορίστηκε, η Δεκεμβριανή σφαγή, μόνο που η μνήμη στιγμάτισε το τότε και δεν έγινε ποτέ παράδειγμα στο τώρα.
Φίλοι ήμαστε όλοι, συμμαθητές και βγήκαμε ναγναντέψουμε την ιστορία από ψηλά. Πήραμε την ανηφόρα για το χωράφι του Καπή, σκορπίζοντας σε κάθε βήμα μας αθώες υποσχέσεις, αληθινές όμως, ότι το δικό μας λιθαράκι στο τείχος του μέλλοντος, δεν θα έχει ποτέ το χρώμα της ντροπής.
Κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, φτάσαμε στον τόπο της θυσίας.
Ύψωσε το χέρι ψηλά, με την παλάμη ανοιχτή και αναφώνησε εκεί πάνω στις δικές μας πληγές:
Χάι Χίτλερ…
Γουρλώσαμε τα μάτια και μια κραυγή ακούστηκε, σαν από χορωδία, γιατί νιώσαμε χίλια νύχια να μας ξεσκίζουν το φιλότιμο και να δουλεύουν μεθοδικά για την δικιά μας αναξιοπιστία.
Κατεβάσαμε τα κεφάλια, πώς να κάμεις έτσι προσκύνημα, στη μάνα του βράχου, όταν το τείχος της αμνησίας υψώθηκε με την δική μας ανοχή;
Πώς να παραλάβουμε τα λάβαρα, τα ματωβαμμένα και να δώσουμε όρκους ανθρωπιάς και πίστης, στα ιερά και τα όσια μας, τη στιγμή που η ανάγνωση τόσων ονομάτων, δεν μας βάρυνε καθόλου το στήθος;
Πώς να περπατήσουν με το κεφάλι ψηλά, οι πατεράδες μας, την ώρα που η απουσία του δικού μας παππού και μεγαλύτερου θείου, δεν σήμαινε κάτι για μας;
Άδειες καρέκλες, στο μεγάλο τραπέζι της γιορτής, ήταν μόνο, η δική τους ορφάνια.
Δεν χτίστηκαν οι Θερμοπύλες, με κραυγές και γουρλωμένα μάτια.
Η προδοσία, ήταν μέσα από την παρέα μας… Ήταν ένας φίλος… Ήταν ένας από εμάς.