Γραμμα στο παιδι μου!!
Αγαπητό μου παιδί
Ξεμάκρυναν οι
χρόνοι μου και ώρα να ξαποστάσω. Χιόνισε στη στράτα μου και το μαρτυράνε
ξεκάθαρα τα κοντινά μου ηλιογέρματα. Μα
Βασιλικέ μου, ανέγγιχτο φύτρο της ύπαρξής μου, ζωντανεύω της αλλοτινής μου
νιότης την περήσια λεβεντιά, να σου καταθέσω τις παρακαταθήκες που στοχεύουν
στο υπέρ – υπάρχω, η άνω- διαλέγομαι.
Στήθηκε του
χρόνου το αντίστροφο μέτρημα, αναγκαίο θα πεις και θα το καταλάβω, παιδί μου.
Μιας και οι χρόνοι γράφουν την τροχιά τους μια φορά για τον καθένα και την
ζεις, την υπάρχεις, την Είσαι και όλα εσύ και για σένα, κοντένει το υφάδι και
αρχίζεις τους παιάνες μόνο για τους αυριανούς.
Θα γεράσω και
εγώ σαν κάθε τι που γεννιέται και τραβάει της γύρης την υπόσταση.
Βλαστάρι μου,
Μην κρίνεις τα πόδια μου που βαριά θα ξεπροβάλλουν στη στράτα, περίμενέ με και
πιάσε μου κουβέντα να μην νιώσω την ανηφόρα που δεν μπορώ να ανέβω. Θυμάσαι μια
φωτογραφία που μπουσούλαγες και προσπαθούσα να σε μάθω να περπατάς; Κράταγα το
χεράκι σου και σου έλεγα : «έλα.. ένα βηματάκι ακόμα ουρανέ μου». «Ένα
σκαλοπατάκι ακόμα υπαρξή μου». Και άνοιξες τα φτεράκια σου ξεπεταρόνι μου και
ανέβηκες τη σκάλα και έφτασες στο ψηλότερο σκαλί και με κοίταζες με τα ματάκια
να λάμπουν.
Έτσι
με την ίδια υπομονή περίμενέ με στην γωνία να σε φτάσω και μην μεγαλώνεις το
βήμα και μου φεύγεις. Δεν θα είναι βαριεστιμάρα μου τα βαριά μου βήματα, θα
είναι το φορτίο, που με κάνει να ανασαίνω βαριά .
Μην επιτρέπεις να κρυφογελάνε, αν στο τραπέζι με
τους φίλους σου γλαρώσω και κλείσουν τα μάτια μου. Δεν θα είναι παιδί μου
ένδειξη περιφρόνησης στη συζήτησή σας, αλλά θυμήσου εκείνο το μακρινό παραμύθι
που σου έλεγα και κούρνιαζες στα πόδια μου αποκαμωμένο από το παιχνίδι μας. Το
ίδιο παιχνίδι έπαιζα μαζί σου σαν τρύγαγα τους καρπούς σου στα γεμάτα κελάρια της νιότης σου και
κούρνιαζα στην φάτνη του βάρους των χρόνων μου, που ανελέητα μου θυμίζουν
ταπότρυγα.
Μα τράβα την
κουβέντα παρακάτω άμα νιώσεις ότι ξέχασα τι λέγαμε και χάθηκα στο χωροντούλαπο
των καιρών. Μην βιαστείς να μιλήσεις, για αλτσχάιμερ, το ξέρω, δικό μας
κατάντημα και αυτό, αλλά παιδί μου… δεν το λέμε κατάμουτρα.
Λερώθηκε το σακάκι
μου αφού μια σταγόνα γλυκό κατρακύλησε από το κουτάλι. Και λοιπόν; Είναι λόγος
να μου μιλήσεις για άνοια; Να με κρύψεις στο δωμάτιο των ξένων; Να πεις ότι
λείπω προκειμένου να μην δούνε οι φίλοι σου, το λερωμένο μου πουκάμισο, από μια
σταγόνα γλυκό; Καθάριζα τα χεράκια σου, σαν τα βούταγες μέσα στις κρέμες για να
παίξεις και σε στόλιζα αρχοντόπουλο, να βγούμε στην παιδική χαρά.
Όλα αυτά θα σε
φορτώσω καμάρι μου και ακόμα πάρα πολλά. Θα θέλεις πάνες μωρού παιδιού και
μωρομάντιλα να με κανακέψεις, αλλά, σπουργιτάκι μου, ποιος λαχτάρησε το όνειρο
μετά από μένα;
Ποιος σε
φίλαγε στο κορμάκι σου και μοσχοβόλαγες σαν λεβάντα;
Ποιος στέριωσε
στα πούπουλα, το αγγιγμά σου;
Δεν σπούδασα
γονιός για να σε φτάσω ψηλά. Δεν διάβασα σπάνιες περγαμηνές, για να σου στήσω
μαρμάρινες κρήνες.
Έβαλα τους
θυρεούς της σοφίας του γονιού και λάξεψα τα μονοπάτια που γέμισαν ανθοπέταλα.
Δεν έχω προίκα
πια να μοιράσω , δεν έχω πόδια νανεβούνε τα υψώματα, δεν έχω μυαλό νακολουθήσει
τους ειρμούς σου, μα έχω την πείρα, να σου στρώσω τα μελλούμενα.
Έμαθα τα
ωραιότερα παραμύθια, για να γίνω καλή γιαγιά. Διάβασα ιστορίες με χρώματα.
Πολλά χρώματα να σου κρατάω συντροφιά.
Ξέρω, θησαυρέ
μου, έχεις πολλά να περάσεις στα
γεράματά μου. Δυσβάσταχτο φορτίο μα θυμήσου την σοφία.
Κράτα μου το
χέρι που θα τρέμει από τα χρόνια, χτένισε μου τα μαλλιά και βρες μια γωνίτσα να
σου σιγοτραγουδάω.
Έτσι θα δεις
ότι υπάρχει σχολείο τελικά για να γίνεις και εσύ κάποια μέρα καλή μάνα και καλή
γιαγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου