Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

παρακαταθηκη

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΙ  ΤΗΝ ΓΙΩΡΓΙΑ

Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ

«Το μάθατε τι έγινε σε τόπο ξακουσμένο;
Εκεί ήτανε και φώλιαζε θεριό καταραμένο.
Κι αν δεν του δίναν’ άνθρωπο να φάει πρωί και βράδυ,
Κανέναν δεν άφηνε νερό να πάει να πάρει.

Και τότε ρίξανε λαχνό ότινους θέλει πέσει,
Έστελνε το παιδάκι του στο δράκο σαν πεσκέσι.

Έπεσε και του βασιλιά για την βασιλοπούλα,
Για να την φάει ο δράκοντας την ό0μορφη κυρούλα.
Ο βασιλιάς αποκρίθηκε:
Όλο το βιός μου πάρτε και το παιδί μου αφήστε.
Ο κόσμος του απάντησαν όλοι με στόμα ένα:
Ή δος μας το κορίτσι σου, ή παίρνουμε εσένα.

Ο Άγιος Γεώργιος το άκουσε από την Καππαδοκία
Στο γρήγορό του άλογο ανέβηκε με βία.

Βίτσα βαρεί το άλογο στην βρύση κατεβαίνει
Βλέπει την κόρη και έστεκε σαν μήλο μαραμένη.
Ξεπέζεψε και κάθισε ολίγο νακουμπήσει
Όσο που νάβγει το θεριό απ’ τη μεγάλη βρύση.

Όταν ερίχθει για να βγει, όλα τα όρη τρέμαν
Και η κόρη απ’ το φόβο της έμεινε δίχως αίμα.
Ησύχασε κορίτσι μου και μην παραφοβάσαι
Και του Κυρίου τόνομα πάντα να το θυμάσαι.

Ευθύς πηδάει στάλογο  με το κοντάρι τρέχει…

Κόρη ας με φάει το θεριό
Πήγαινε στους δικούς σου
Για να χαρείς και να χαρούν οι φίλοι και οι γνωστοί σου.

Για πες μου λεβέντη μου, πες μου τόνομά σου,
Για να σου φτιάξω χάρισμα να στείλω στην αφεντιά σου.

Γεώργιο με κράζουνε εις την Καππαδοκία
Κι αν θές να στείλεις χάρισμα, φτιάξε μια εκκλησία.
Και μες τη μέση ζωγραφιά να έχει έναν καβαλάρη,
Να κονταρεύει το θεριό με ένα μακρύ κοντάρι.».

Γραμμένο σε πάπυρο και διπλωμένο προσεχτικά,  ήταν μαζί με μια στολισμένη μπουγάτσα, το έπαθλο για τον πρώτο νικητή.
 Μέρα του Αϊ Γιώργη  η σημερινή και το μικρό εκκλησάκι στη μέση του χωριού, λαμποκόπαγε.
Ασπρισμένα τα πεζούλια του και με τη Λαμπρινή φορεσιά του ο παπάς, έψελνε με κατάνυξη, την θεία λειτουργία.
Έθιμο παλιό που καλά κρατεί παρά τα χρόνια που πέρασαν – ούτε που θυμόνται από πότε ξεκίνησε- να παραβγαίνουν στο τρέξιμο τα παιδιά τούτη τη μέρα του Αγίου.
Παραμονή  πρωί - πρωί οι γυναίκες του χωριού ξεκίναγαν τις ετοιμασίες. Μια κεντημένη μπουγάτσα και στολισμένη με λουλούδια στο πιο όμορφο πανέρι που αγόραζαν για την περίσταση.
            Σε κάθε γειτονιά, μαζεύονταν, ζύμωναν μπουγάτσες και με πιρούνια, οδοντογλυφίδες και ότι άλλο είχαν στα σπίτια την κένταγαν. Ανήμερα πήγαιναν χάραμα στην εκκλησία και την άφηναν μπροστά στην εικόνα του Αϊ Γιώργη. Η καλύτερη δινόταν στον νικητή.
Μαζεμένα τα παιδιά, κορίτσια και αγόρια μπροστά στο εκκλησάκι, σαν δινόταν από τον παπά το σύνθημα, έτρεχαν μέχρι το δρόμο του νεκροταφείου και ξαναγύριζαν.
Όποιος έβγαινε πρώτος είχε την ευλογία του γέροντα παπά και έπαιρνε και την μπουγάτσα..
Όμως φέτος ο γεροντότερος του χωριού σκέφτηκε να χαράξουν σε πάπυρο τούτο το ποίημα που απάγγειλε με την βραχνή μεστωμένη του φωνή χρόνια τώρα.
Άγνωστος ο ποιητής και το θυμάται από τον παππού του .
«Ν α μην χαθεί μια τέτοια κληρονομιά σαν θα φύγω εγώ. Θα το δώσω στις  επόμενες γενιές να το λένε .» έλεγε ο Γέρο Γιώργης και χάιδευε τα γένια του.
 Ενενήντα τόσο χρονών πια και βάρυναν τα χρόνια τους ώμους του.
Ήταν η μόνη κληρονομιά που είχε ναφήσει τώρα σταπότρυγα. Είχε πληρώσει το χρέος του στο Αλβανικό δίνοντας το πόδι του και το μονάκριβο παιδί του.
Και η Κυρά του συγχωρέθηκε από το μαράζι της.
Ακούμπησε την περηφάνια του στην πατερίτσα του και με μάτια που έλαμπαν μοίρασε τους πάπυρους σε όλα τα παιδιά που έλαβαν μέρος στον αγώνα.
«Χρόνια πολλά και του χρόνου σαν ζω, νακούσω να λέτε το ποίημα και να το δώσετε κάποτε και στα παιδιά σας.».

Αυτά είπε γεμάτος περηφάνια,σαν να ήξερε ότι εκείνο το βράδυ στη γιορτή του…θα κίναγε για το στερνό και μεγάλο του ταξίδι.
φωτο....Τουλα Σταυροπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου