Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

ΙΔΕ..Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ....


Ι
μάτιο παράτολμων αντιλήψεων, τον ονομάτιζαν οι παράγραφοι των ανατριχιαστικών περιφορών, την ανείδωτη δική του Αναστάσιμη εποχή. Χρόνια πάλευε με το άδικο, που του δειγματιζόταν στην κάθε στροφή του δρόμου του.

Δ
ιαδρομές για άνομβρα πειράματα, που αναγράφονται στα κατάστιχα των καταρρακωμένων σχέσεων, καταστάλαξαν στο δικό του καλντερίμι και άκουγαν πάντα στο όνομα των  κατασπαταλημένων χρόνων του. Κίνησε μόνος, με το φόρτωμα του άχαρου ρόλου της εγκατάλειψης και έκαμε τις περιφορές των εικόνων, δικές του μοναδικές ικεσίες στον ωροδείκτη που ακινητοποιείται ζητωκραυγάζοντας τις μεγάλες του νίκες.

Έ
ταξε τη ζωή του στα μεγάλα καθήκοντα της ζήσης και αναρριχήθηκε στους ουρανοξύστες του πόνου, λες και το μαγκάλι της χαράς, άναβε μόνο για να ζεσταίνει τους άλλους. Πήρε στο κατόπι μια οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία και την περίφερε ανά τον κόσμο, στοχεύοντας να την νικήσει, μιας και είχε καλά γαντζωθεί στον ώμο ενός παιδιού, μόλις δέκα χρόνων. Ανομολόγητες στοές περιδιάβηκε, μέχρι νακουστεί το ύστατο και μεγαλειώδες «αποτυγχάνω». Θρονιάστηκε έτσι αδιάντροπα στην ψυχή του, θέλοντας να ανεβάσει τον πήχη του πόνου, σαν να έπαιρνε bonus από τον μεγάλο κερματοδέκτη της ανικανοποίητης τάφρου.



Ό
ταν έφτανε η Μεγάλη Εβδομάδα, όταν το πένθιμο των ήχων, γινόταν το δικό του στρωσίδι των αμαρτιών, που στρογγυλοκάθονται και αναθεματίζουν τις μεγάλες αντιξοότητες, τότε ο θρήνος γινόταν μακρόσυρτος γιατί ο άνθρωπος τούτος είχε απαντήσει άπειρες φορές τα καρφώματα και μάλιστα πάντα στο χρώμα του άδικου. Τον συναντούσαμε πολλές φορές να παραμιλάει στους δρόμους και με το κεφάλι σκυφτό αναμάσαγε τις μέρες, δίνοντας λάφυρα στη μοίρα του, τα μισόγυμνα πόδια του.




Ά
νθρωπος καλλιεργημένος και περήφανος. Είχε ταλέντο στη ζωγραφική μόνο που τα χρώματά του ήταν πάντα μουντά και άχρωμα. Αράδιαζε τους πίνακες του στο μικρό ανήλιαγο καμαράκι του και τους καμάρωνε μόνος του, μιας και κανείς δεν καταδεχόταν να κάμει ένα σταμάτημα στο φτωχικό του. Ήταν εκ πεποιθήσεως αδάμαστος στα πρέπει και δεν πρέπει, μα την μοναξιά, του τη φόρτωσαν λόγω της διαφορετικότητάς του. Χαλάλιζε όλες του τις οικονομίες, μέχρι και το τσιγάρο στερήθηκε κάποιες φορές, αρκεί να κατάφερνε να σπείρει ένα χαμόγελο στον άγνωστο διπλανό του.

Ν
όθες λέξεις συνέλλεγε πάντα και για ευχαριστώ ότι άκουγε ήταν η περιφρόνηση και η λήθη. Δεν τα είχε σίγουρα ανάγκη τα ευχαριστώ κανενός, μα πάντα παραπονιόταν για μια καλημέρα που ανθρώπινα του στερούσαν. Ναι μόνο αυτό ζήταγε. Μια ξημερωμένη καλημέρα. Τίποτα παραπάνω.


Θ
αρρείς και θα τον καταβρόχθιζαν για όλα τα όμορφα που έσπερνε, την ώρα που ο κόσμος ήταν γεμάτος από την αδιαφορία και το πισωπλάτισμα σε κάθε σπάνιο που φυτρώνει και μάλιστα χωρίς καμιά περιποίηση, χορταράκι. Όμως τούτο το κοντόημερο οι αντοχές του τον πρόδωσαν και έπεσε του θανατά. Δεν έβρισκε κανένα λόγο να περάσει το στενογιόφυρο και δεν είχε καμιά ελπίδα να προστατεύσει.

Ρ
άγισε πολλές φορές η καρδιά του με τις στεναχώριες των άλλων , παζάρεψε χίλιες φορές τα δικά του θέλω και έκαμε άλλες τόσες φορές μεγάλη απουσία στη ζωή του τον δικό του εαυτό. Λογάριαζε να πάει κάποτε στο Περού. Εκεί στα μεγάλα περπατήματα των Ίνκας. Στα υψώματα του macchu picchu. Εκεί ήθελε να γράψει έναν επίλογο για μικρούς ασκητές και σαν απόκληρος των εικοστών πρώτων εορτών, να ζωγραφίσει το γέρμα στα χρώματα της Ανατολής.

Ω
ραίες εικόνες για σπάταλα μυαλά και κατασταλαγμένες αντιλήψεις. Πόσο μακριά νυχτωμένοι είμαστε και πόσο πιαστήκαμε στο ύπνο, δείχνοντάς  του το δικό μας εδώ και κάνοντας την πλάνη μας, πράξη Μια. Έτσι έγειρε αποκαμωμένος και δώρισε την εικοστή του ώρα, παράδειγμα στα ανέκφραστα πάθη μας.

Π
ού θακουμπήσουμε τα αναστάσιμα λόγια μας και πού θα κρύψουμε την γδύμνια της απροσωπίας μας, σαν βάλαμε εμείς οι αναμάρτητοι πρώτη τον λίθο της εγκατάλειψης «ενί τούτων των αδελφών μας των ελαχίστων»; Πού ακριβότερη πλάνη να βουτηχτούμε από το να κρατάμε ακόμα την σφραγίδα του ανθρώπου;

Ό
μορφα τα καταφέραμε, ας πλαγιάσουμε ήσυχοι απόψε. Έτσι κι αλλιώς ο Άνθρωπος σταυρώθηκε να σώσει τις δικές μας αμαρτίες. Είμαστε πλήρως καλυμμένοι. Θα βάλουμε τα καλά μας και θα ακολουθήσουμε τον Επιτάφιο. Στο ίδιο έργο κάθε χρόνο θεατές και πρωταγωνιστές.

Σ
ύρατε λοιπόν τον Λαμπριάτικο χορό θριαμβευτές. Βάλτε τραγούδια όμορφα πάνω σε τάφους απανθρωπιάς που καταφέραμε να στήσουμε και ανασκουμπωθείτε για τα αυριανά μας κατορθώματα. Κανείς δεν θα μας κατηγορήσει, γιατί η πάστα τους είναι ίδια με την δική μας. Κανείς μας δεν θαναζητήσει το φίλο μας που ψυχορραγεί γιατί απλά επέλεξε να είναι διαφορετικός από τη φτήνια μας. Ξεχάστε τον, μέσα από την ξεχασμένη ζωή του και αφήστε τον μονάχο να ψάλει τον Επιτάφιο Θρήνο και φέτος.



Αλήθεια πώς αντέχει ο ήλιος και με ζεσταίνει ακόμα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου