Κίνησες τα νήματα σαν από μαριονέτες πάνινες, λέγοντας τη
λάβα ζωή και την ιστόρισες με το χρώμα της αυγής, παραμερίζοντας τον ένα
απόρθητο αυτόχθονα γίγαντα που υψώθηκε μπροστά σου και σου στύλωσε τα πόδια.
Τον αναγνώρισες από την κραταιά του αντίφαση και τον
συνόδεψες ίσα στο μικρολίμανο που κερνάει την μοίρα μπρούσκο και σαφήνει
αμανάτι στο έρημο κάστρο, νατενίζεις τις νίκες που δεν θα σου δοθούν ποτέ ως
λιόκλαρο των παραβολών που αντέγραψες, με πολλά ορθογραφικά λάθη.
Έλεγες θέλω και εννοούσες
ζω.
Έλεγες είμαι και θαρρούσες ποίηση το υπάρχω.
Νύσταξες όλα τακρογιάλια και στα λιβάδια της πανσέληνου, μας
μύησες στις πατρίδες των αόρατων χρωμάτων σαν αντικρίσαμε για πρώτη φορά την
παράλληλη γραμμή του ορίζοντα.
Άνθισε με μιας η αμυγδαλιά στο περβάζι σου, λέγοντας την
άνοιξη καταγεγραμμένη οντότητα και αρίθμησες με μαθηματικές πράξεις, τα σύννεφα
που έστεκαν απόμερα και μετρούσαν την θύελλα που ανοίχτηκε στο διάβα μιας και
μόνο καταγεγραμμένης ιστορίας, δικής σου έμπνευσης και δικής σου
δαφνοστεφανομένης κατάκτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου