Τέσσερα μάτια κοιτάζονται
και στη γυαλάδα τους, σέρνεται όλος ο κόσμος.
Στη σμίξη τους,
αναδύεται ολοόμορφη η ποίηση.
Κάτω στο στενοσόκακο,
υπάρχουν ταχνάρια,
πάφησε το αμετανόητο περπάτημα,
της γλαυκωμάτας κόρης.
Βγήκε το σούρουπο απ τις γρίλιες των βλεφάρων μου,
τρύγησε με την πεθυμιά της ,
την ημερήσια αλλοίωση,
όταν μια πευκοβελόνα της έγνεψε « ΕΔΏ ».
[ δείχνοντας τη λεύτερη ρίζα.]
Τότε φωσφόρισε,
στον αποσπερίτη το κρυφοκοίταγμα.
Ταχνάρια δεν έσβησαν στο στενοσόκακο.
Αυτό είδε το θαύμα.
Δος μου λοιπόν φωτεινή γοητεία!!!
Τι άλλο να ποθούν οι ανθισμένες αγκαλιές μου;
Στο βλέμμα σου,
θα λικνιστούν οι καρποί,
που κρέμονται άπραγοι.
Ο ερχομός
σου θα φωτίσει τον ήλιο.
Μια αράχνη,
εμπόδισε τη φωνή…
κουκούλωσε την Ανατολή
και καταμεσής στη αδελφοσύνη,
βούλιαξε η καμπάνα του Εσπερινού.
Η καταιγίδα πήγε ναπαγκιάσει πίσω απ το βουνό.
Καθένας μπορεί να δει πίσω απ το βουνό του
Εαυτού του.
Θα δει, ξάστερη την πνοή του, στο είδωλο μιας
εσωτερικής του διάθλασης.
Στο είδωλο,
που κατοπτρίστηκε εδώ, εκεί, στα χείλη, στο
στήθος και βρίσκει την αγνοημένη του παρένθεση,
μέσα στην αφρούρητη ημισέληνο, της πιο γλυκιάς
του νοσταλγίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου