Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

ο θανατος του ποιητη

                                     Ο θάνατος του ποιητή

       Παρέδωσε τα χειρόγραφα, κλείδωσε την πένα του και μετακόμισε για αλαργινούς τόπους φορτωμένος μια ποινή, που ζυγιάστηκε και κατοχυρώθηκε πάνω του.
       Στοιχημάτισαν όλοι στο μοναχικό του δρόμο και στόχευαν μαζί του το όμορφο, δηλαδή το δικό τους ωραίο, το άνω, το ένα, ή το εμείς, καθώς έλεγε τότε.
       Μέσα σε ένα στίχο, έδινε τη δραματουργηκότητα για μια ζωή ανθισμένες ώρες, που συνέθεταν το όριο των ωρών και καιρών που δεν θα λησμονηθούν ποτέ.
       Φυλάκισαν τον ποιητή μας, για παραβάσεις οδικού κώδικα-πλημμέλημα θα πεις- αλλά δεν αρνήθηκε την καγκελόφραχτη νύχτα, που λαχτάρησε στο ξεκίνημά του.
       Αδούλωτη αντιστάθηκε μόνο η ψυχή του, ότι δεν λογαριάζεται από κανέναν, σαν το σκοτάδι μελανιάζει τις αντιλήψεις και γράφει το προσπέρασμα των αναλογιών στο Μεγάλο Βιβλίο.
       Θέριευε μέσα του σαν μανιασμένο κύμα, η άλογη θεώρηση των τάσεων και τοποθετούσε προσεκτικά τα πράγματα, το ένα δίπλα στο άλλο, με μόνο γνώμονα, την δοτική και μάλιστα πάντα γένους θηλυκού.
       Μοναχικός, μοναδικός, ανυπεράσπιστος στους καιρούς, τράβαγε ίσα στο μονοπάτι που διάλεξε, σαν πρωτοέμαθε μια αράδα νοσταλγίες και συντρόφευε, κάθε που βράδιαζε, τη θάλασσα-μεγάλη του αγάπη-με το σκοπό της άρπας του, που οι συγχορδίες των στίχων, αποκάλυπταν την γνωστή του παραίνεση για χοές στον ένα δικό του θεό.
       Φορτωνόταν την ζωντάνια των νεκραναστημένων λέξεων και τις έραβε στήμονες κυοφόρησης, στη μεγάλη διαδρομή για το αξημέρωτο όνειρο.
       Μεγάλη του ερωμένη η πρώτη στροφή που σκάρωσε στον καμβά των συναισθημάτων και αγγελόσταλτο φυλαχτό η ανεμπόδιστη πεθυμιά του, για λατρεμένες ζωγραφιές γραφής.
       Τον συνάντησα πολλές φορές και συνταξιδέψαμε στα κανάλια της τέχνης του-μικρός εγώ θαυμαστής της ρίμας του-και σε θέση σταυροπόδι στην άμμο, μεταλάμβανα των αχράντων σπονδών, στην μεγάλη των άδοξων στεφανωμάτων πηγή.
       Πώς να τολμήσω να προτείνω το χέρι μου, για το άγγιγμα των λόγων του, σαν ξεροστάλιαζα και λαγοκοιμόμουν μέσα στις γραμμές, που οι εικόνες με αποστόμωναν;  
       Κάποτε θυμάμαι γευματίσαμε, με κάτι μαδημένες κίτρινες μαργαρίτες, σαν τις σκόρπισε στο γυμνό κορμί της ποίησης και λησμονήσαμε με μιας, τι λέγεται ή γράφεται ή νοιώθεται ή υπάρχει.
       Μικρού παιδιού ψυχή σπαρτάραγε στο στήθος του και έτσι του βγήκε αυθόρμητα να  αρχίσει να γράψει ένα παιδικό παραμύθι. Θαλασσινό ήθελε να είναι. Έτσι για το λεύτερο του γαλάζιου. Έτσι για το λεύτερο που δεν έμαθε ποτέ τη σημασία του. Μα και το παραμύθι του αντιστεκόταν. Δεν ήθελε να πάει παρακάτω. Κλείστηκε δέσμιο στο σκοτεινό θάλαμο του μυαλού του και πεισματικά αρνιόταν να ακουστεί ολάκερο.
       Αϊ, γέρασες ποιητή, ακούστηκε η φωνή των αντιρρήσεων και λογομάχησε με το χτεσινό συνοφρύωμα των ματιών, σαν κατρακύλησαν οι λέξεις, σε ανορθόγραφες και στιγματισμένες μελανοσειρές.
       Το απόρθητο μέχρι χτες κάστρο, παραδόθηκε αμαχητί, και όλες οι δόξες τον προσπέρασαν και τον έταξαν μάρτυρα, σε μια παλιά κατάρα, που δεν έλεγε να ξεφορτωθεί. Δεν τόλμησε να τα βάλει με το παλιό ρολόι του τοίχου που σταμάτησε εκεί στο παλιό υπάρχω του και έτσι έμεινε με το φορτίο στην πλάτη νακούει, τα τραγούδια των άλλων και να ψιθυρίζει μόνος του:
       Πειράζει που κλαίω Μήτσο;
       Τι χρώμα νάχει άραγε, το δάκρυ ενός ποιητή και πόσες ρωγμές αυλάκωσαν το μέτωπό του, σαν ο ιδρώτας βγήκε να λογοδοτήσει, σε κείνο το γέρασες;
       Άνοιγαν πότε-πότε τούτες οι ρουνιές και μούσκευαν το προσκέφαλό του, σαν έγερνε μόνος και αδικοζαλισμένος, να καταγράφει τις χαρές που του νύχτωσαν και έβλεπε και κείνο το αστέρι να λοξοδρομίζει κάθε που νύχτωνε.
       Γύρευε μάταια, τη λευκή σελίδα που χρώσταγε στο θέλω του και την άκουγε να ξεμακραίνει ολοένα και πιο πολύ.
       Κανείς δεν του διάβηκε το κατώφλι της χαράς, που λαίμαργα κρυφοκαμάρωνε και οραματιζόταν, σαν στέριωνε το ένα γραφτό του-τότε , όμως, τόσο μακριά-που δεν έχει φακούς η όρασή του, να διακρίνει με ευκρίνεια. Χιλιοειπωμένες οι υποσχέσεις που του δόθηκαν και ανήμπορος πια να δώσει όρκους, καταδικάστηκε στο δικό του αφανές και αχανές μισοσκόταδο, που σαν το αντικρίζεις, σου ραγίζει η καρδιά σου.
       Πού να ψάξεις τον περήφανο καβαλάρη της τέχνης, που δεν άφηνε δύσβατο, απερπάτητο;     
        Τούτος, ο λόγιος μετανάστης της τέχνης, ο ποιητής του χτες, έμενε πια ακίνητος και μαρμαρωμένος, να ανακατεύει θυμιάματα-έτσι τάβλεπε τώρα-και να αραδιάζει διαδρομές, που είχαν αξία μόνο τις καλοκαιρινές διακοπές.
       Σαν ανταμώσετε κάποτε, τον παλιό εκείνο εραστή της τέχνης, πέστε του, πως τον ψάχνω, ναρχίσουμε ένα στίχο μαζί.
       Τα παιδιά περιμένουν το παραμύθι του.
       Σαν άξαφνα, ώρα γιορτής
             Ξυπνήσεις χάραμα,
       Πάρε ένα στίχο-μικρού παιδιού τραγούδι-
            Και πες με άθλιο
                  Και ακαμάτη γέρο
       Που στέρεψε τη βρύση
              Που ξαπόσταινε….
                    Ο λιοκαμένος… στρατηλάτης…
                             Αδερφός μου.


           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου