Χρονια
πολλα Δασκαλε….
Είχαν
σαλπάρει τα βαπόρια του χρόνου, στοχεύοντας, την απογραφή των απόκρυφων της
συνείδησης κοσμημάτων.
Καταγράψαμε
με όλες τις λεπτομέρειες τη ρότα τους, μιας και καπετάνιος, ήταν ένας καταδικός
μας, ονειροπόλος περιηγητής.
Είχε
στοχεύσει από την ανατολή του διάβα του, στο κοσμογονικό απειθές και
λουστράρισε το ψηφιδωτό, αλλοτινών αντιλήψεων, με στροφές και συστροφές,
καταξιωμένων σήμερα λόγων.
Κίνησε
το χωμάτινο στενοσόκακο, που οδηγούσε στο σχολειό του και έκαμε, χρόνους οχτώ,
να φτάσει στη καγκελόπορτά του. Στο πρώτο κιόλας αγνάντεμά της μέρας
του-παιδάκι εφτά χρόνων- το λεξικό έγραφε πόλεμος. Με νύχια και με δόντια, κατείχε
την κάθε δρασκελιά του, ίσαμε κείνη την πόρτα. Η πόρτα θεόκλειστη. Ο δάσκαλος
άφαντος, κάπου στα βουνά της Αλβανίας και το χωριό θεόστραβο στα γράμματα.
Σαν
πέρασαν οι πρώτες αντάρες, εμφανίστηκε ένας νέος, δάσκαλος έλεγε ήτανε, μα μετά
από χρόνια τους εκμυστηρεύτηκε, ότι ήταν απλώς φοιτητής. Βρέθηκε στο
χωριό-κάπου στα Σφακιά, αν λέω σωστά-και μάζεψε τα πέντε- έξι παιδιά με τη μια
λάμπα του ήλιου και βάλθηκε να τα μυήσει, στα μυστικά και νιόσπορα μονοπάτια
της ορθογραφίας και της ανάγνωσης.
Έτσι
τράβαγαν τα χρόνια μπροστά-οκτώ τον αριθμό-μέχρι να φτάσει στο πρώτο άγγιγμα του
φτερουγίσματος της πολύχρωμης πεταλούδας, που είχε το αλφαβητάρι του.
Το
καΐκι, τώρα ήταν πια δικό του απόκτημα-περήφανος Κρητικός, βλέπετε- και το
ταξίδι, σίγουρο και αδιαμφισβήτητα πετυχημένο.
Ποια
ειμαρμένη να επικαλεστείς, απονήρευτε αναγνώστη και πόσο μικρός φαντάζω στα μάτια
σου, όταν σκοντάφτουμε και οι δυο μας, πάνω σε τέτοια θηρία της θέλησης και της
επιμονής;
Πώς
να λογαριαστούμε, εμείς με το χρόνο και το φεγγαρόφωτο, την ώρα που φυτρώνουν
τα κυκλάμινα στους βράχους;
Σκύβουμε
το κεφάλι, χαρτογραφούμε τα στοιχεία της ταυτότητάς μας και σβήνουμε το
τελευταίο αποτσίγαρο, πάνω στο κάτασπρο βιβλίο των λόγων, που δεν είχαμε ποτέ
μελάνι να γράψουμε.
Μας
μάζεψε, λοιπόν, και μας μια μέρα –αληθινός τώρα δάσκαλος και με πτυχίο –και
σάρωσε τις ψυχές μας, να σπείρει τα
αδούλωτα και μελετημένα εικονίδια, που θα φώτιζαν τους ορίζοντές μας, ίσαμε το
σήμερα, ίσαμε το αύριο και ίσαμε το πάντα. Αυτά τα σποράκια ρίζωσαν και
χρωματίσαμε το μποστάνι του ήθους, νάχουν καρπούς, να τρυγήσουν τα παιδιά μας.
Τον
ξανασυναντήσαμε στις θύμησες, το περασμένο καλοκαίρι, μετά από είκοσι οκτώ
χρόνια, στην αυλή του παλιού μας σχολειού, σαν ανταμώσαμε, οι τότε συμμαθητές.
Σήμερα στο καταμεσήμερο της ζωής μας, έδωκα την υπόσχεση στον εαυτό μου, να τον
ψάξω. Δεν ήταν ένας τυχαίος δάσκαλος, ο δάσκαλός μας αυτός, παρά ο φωτοδότης
των παιδικών μας οραμάτων και ότι λιγότερο ήταν : Να « κλίνω το γόνυ » και να
εναποθέσω στην αγκαλιά του όλα μας τα « ευχαριστώ », αγκαλιάσματα της τότε
δικής μας σχολικής φουρνιάς.
Όλοι
τον θυμόμαστε, γιατί ήταν ο χαρισματικός, ξεχωριστός δάσκαλός μας. Δεν
λογάριαζε στην αυστηρότητα των δικαιωμάτων του, μα έβαλε στόχο να σμιλέψει
ψυχές. Τι κι αν ξεχάσαμε, με το κλείσιμο
του σχολειού, τον αόριστο δεύτερο του ρήματος λέγω; Τι κι αν δεν χώρεσαν ποτέ
στο κεφάλι μας οι υποθετικοί λόγοι; Κρατήσαμε το λίπασμα του « ευ διάγειν » και
« ευ ζην », που πρωτοστάτησαν στα κατοπινά μας χρόνια και σήμερα κουβαλάμε
επάξια τη φορεσιά του έντιμου πολίτη και επιτυχημένου γονέα.
Ο
αριθμός τηλεφώνου του ο ίδιος. Σήκωσε το ακουστικό… και ναι!!! Τον αναγνώρισα
αμέσως κι ας είχαν στραγγίσει, τα είκοσι οκτώ χρόνια. Η γλώσσα μου δέθηκε
κόμπο. Δεν ήξερα τι να αρθρώσω;
Πού
να θυμηθώ τους τρόπους ευγένειας, που επέμενε να κουβαλάμε, προς του
μεγαλύτερους; Σκούριασαν με μιας οι μνήμες και άλαλη έμεινα για λίγα λεπτά. Σαν
συνήρθα, επιστράτευσα, ό,τι ανορθόγραφο μου κατέβηκε στο κεφάλι και έκρυψα
επιμελώς, ένα δάκρυ, που βάλθηκε να στιγματίσει, την πιο όμορφη στιγμή της ζωής
μου.
«
Είμαι γέρος, τώρα », ξεστόμισε στην πολύωρη κουβέντα μας. Δεν έσπασε τη δέση
των ειρμών του, μα διέκρινα, έστω μέσα από το σύρμα, την αετίσια ματιά του και
τη λάβρα της νιότης, που του καταχράστηκαν, τα εβδομήντα πέντε του χρόνια.
Εκείνος μνημόνεψε τα χρόνια του, μόνο που απέφευγε νακούσει τα δικά μας,
γραφόμενα χρόνια. Το διάκοσμο της στολής, της δικής μας ψυχής. Πρωτομάστορας
στο λάξεμά της, με τόση αγάπη για την τότε τρυφερή ηλικία μας, φτάνοντας σήμερα
να του χρωστάμε, έστω το να συνταξιδεύσουμε, στην αδιόρατη ενσωμάτωση, του «
κοσμώ » και « ηλιοπερπατάω ».
Διάφανη,
ανομολόγητη και ονειροπαρμένη, η στράτα μπροστά μας και σίγουρα του πρέπει το
μουράγιο της αναγνώρισης, νάναι το δικό μας οικοδόμημα, για έναν δάσκαλο που
τύπωνε πάντα τα γραφτά του, σε πανάκριβες παιδικές περγαμηνές. Το λιγότερο που
μπορούμε να του ανταποδώσουμε, για το τότε, μέσα από τον καθρέφτη του τώρα.
Δεν
διαλέξαμε τυχαία τούτη τη μέρα, της παραμονής της Πρωτοχρονιάς! Θαρρώ πως αυτές
τις μέρες, ξεκλειδώνει το παλιό τεφτέρι γενεθλίων και η πρώτη του σελίδα γράφει
εσένα δάσκαλε.
Σαν δύει, η τελευταία μέρα του χρόνου, πρέπει
να ξεπληρώνεις όλα τα χρέη σου και κλείνεις όλους τους απλήρωτους λογαριασμούς,
που σαν τυχαίνει να είναι και δώρα καρδιάς, τότε η ανατολή θα σε απαντήσει, πιο
όμορφο και καταλαγιασμένο στην ψυχή.
Και
εγώ θέλω απόψε, νανάψω το φάρο της καινούριας χρονιάς, με ένα εσώψυχο, παλιό
πιστωτικό μου σημείωμα:
«
Τιμή και υποχρέωσή μου να φιλήσω το χέρι σου Δάσκαλε ».Εκ μέρους όλων των τότε
μαθητών σου.
Χρόνια
Πολλά.
Βουλα
Μεμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου