Καταμεσής το Νοέμβρη
« Μέσα από τα πλεμόνια του, έστελνε στους ανέμους του κόσμου,
εκείνο το Παιδεία, Ελευθερία.
Δεν ήταν νεκρά γραφόμενα στοιχεία, και οι βασιλιάδες των
Ίνκας μαρμαρωμένοι, δίχως όνομα, αρτηριακοί ρόζοι και φαγωμένα κύματα.
« Ο άνθρωπος, ήταν πιο πλατύς από τη θάλασσα »,κοχύλι και
βύζαγμα, αποκαμωμένου τρεμουλιάσματος, υγράδα του βράχου, ασμίλευτης γραφής, και
χορταριασμένες αντιλήψεις, μυστικής και νερένιας υφής.
Στα σιδερόφραχτα χτυποκάρδια του, οι ήχοι, ήταν οι γροθιές,
ακλόνητων και τολμηρών υποκόπανων, στο αδιέξοδο του καιρού, σαν τόλμησε να
χαράξει της λευτεριάς ταρχικά.
Δεν τα ξανασκάλισε κανείς, ο ήλιος τα δρασκέλισε, τα χείλη
του ψωμιού αποκηρύχτηκαν, η δίψα του οξυγόνου θάφτηκε, ή βάφτηκε και άλλαξε
όψη, από το αίμα και τη λησμονιά.
Η ανάσα και η σκορπισμένη μυρωδιά του, δεν χάθηκε, μα σαν
ερωτοτροπούσα κορασίδα, χλόμιασε, στο πέρασμα του αργιλώδους βράχου και
σωριάστηκε καταγής.
Από την ανεμπόδιστη σπίθα, φούντωσε η φλόγα της αγανάχτησης ,μέχρι
τις πορφυρένιες ακροκοσμιές, μέχρι εκεί που στοιβάχτηκαν όλοι οι καιροί, στις
αμμουδιές της δικής του ώρας και στους αφρούς της αβύσσου.
Και αφουγκράστηκα, λεύτερε επαναστάτη από ψωμί και λύτρωση,
πορφυρογέννητη τη μήτρα της καταχνιάς και της καταπόνιας.
Μικρός εγώ, αθλητής
της λεύτερης αρένας, αληθινός και άνθρωπος, πασπαλίστηκα του αγώνα σου
τις μυρωδιές και έτσι άγγιξα τις πέτρες της κάθαρσης.
Θα βροντήξω και εγώ, αν χρειαστεί, τη γροθιά μου, στην κόψη
του σπαθιού, των αληθοφανών απολαύσεων, να βγει αίμα… να ζωγραφίσω ζωή….»
Μόνος του, τάγραψε τούτα τα βγαλμένα από την ψυχή του λόγια,
να τα διαβάσει στο σχολειό του, τη μέρα της γιορτής.
Πρέπει να με πας παππού, είναι διαμαρτυρία αυτή η πορεία.
Είναι και δική μας υποχρέωση. Ήταν ιερός ο σκοπός και ο αγώνας τους, εσύ μου
τόμαθες. Το ξέχασες παππού;
« Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία » ήταν τα συνθήματά τους και
μεις, οι νεότεροι της δεύτερης γενιάς, πρέπει να θυμόμαστε. Είχε καμιά δεκαριά
μέρες, που τάλεγε και τα ξανάλεγε.
Ανήσυχος ο μικρός στα δεκαπέντε του, έδινε χρώματα στις
μνήμες με την παιδική του αφέλεια. Έπιανε και το χέρι του στη ζωγραφική και από
στήθους, μπογιάτισε έναν πίνακα, με το τανκ στη σπασμένη πόρτα. Του έκαμε και κορνίζα
και το κρέμασε πάνω από το γραφείο του.
Σαν μίλαγε για το τότε, αλλά και για όλα τα ένδοξα της φυλής
μας τότε, τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
Καθαρόαιμος Έλληνας και στις εθνικές επετείους, ντυνόταν
πάντα με τη φουστανέλα του πατέρα του.
Έχουμε το μεγάλο χρέος, να θυμόμαστε. Έχουμε τη μοναδική
ευθύνη, να κρατάμε τα σύμβολά μας ψηλά. Οι αγώνες δεν είναι πετροπόλεμος, ούτε
κλέφτες και αστυνόμοι. Είναι θέμα τιμής και περιχαράκωσης των μεγάλων ιδανικών
μας. Τίποτα δεν σας χαρίστηκε, τα κατακτήσατε με τους αγώνες σας, παππού –
αγωνιστής της αντίστασης, ο παππούς του – και εμείς τα παραλάβαμε με την μόνη
υποχρέωση, να τα διαφυλάξουμε στο ακέραιο.
Τούτη η μέρα είναι ξεχωριστή από όλες τις άλλες. Εδώ ο
εχθρός ήταν ντόπιος. Δικός μας άνθρωπος, αλλά δέσμιος και υποκινούμενος, από
ξένους. Εδώ η δουλεία ήταν διπλή, γιαυτό έχει αξία, η μνήμη να μείνει αναλλοίωτη.
Με περηφάνια είχε μπει στη πορεία, με τον παππού του να
επιμένει να τον κρατά σφιχτά από το χέρι.
Είμαι μεγάλο παιδί, για να με κρατάς. Μπας και φοβάσαι μην
με κλέψει κανείς; Μουρμούριζε συνέχεια.
Τα συνθήματα του άρεσαν και τα φώναζε με σφιγμένη τη μπουνιά
του. Ήταν και μερικά που δεν καταλάβαινε, αλλά σκεφτόταν: Ο ενθουσιασμός δεν
έχει κάγκελα.
Όλα έγιναν ξαφνικά,…… εκεί στη συμβολή Πανεπιστημίου και
Βασ. Σοφίας. Κανείς δεν κατάλαβε το πώς, από πού και το γιατί; Χωρίστηκαν
κάμποσοι από την πορεία, εμφανίστηκαν άλλοι από το πουθενά, με κράνη,
κουκούλες, μαδέρια και ο « σώζων εαυτόν σωθήτω ».
Οι από δω με μολότοφ, οι από κει με δακρυγόνα. Πέτρες,
νεράντζια τα πυρομαχικά, ενάντια στα χημικά και τα δακρυγόνα. Ε! εκεί έχανε ο
Κύριος το μπούσουλα. Πιάστηκαν και σώμα με σώμα. Έφαγε κανα- δυο στην πλάτη,
δεν ξέρει από ποιους, αλλά σίγουρα ο εξευτελισμός ήταν ίδιος. Τι σημασία έχει
ποιος τον κουβάλαγε;
Στάθηκε αλαφιασμένος και
αποκαμωμένος, εκεί κάπου στην οδό Υψηλάντη και με γουρλωμένα τα μάτια, κοίταζε
γύρω του. Ήθελε να βάλει τις φωνές, τόσο δυνατά, που νακουστεί τριάντα χρόνια
πίσω. Κανένας γνωστός του δεν ήταν εκεί κοντά. Σκέφτηκε να βρει έναν αστυνομικό για βοήθεια, μιας και το κινητό
του τηλέφωνο τόχασε, μέσα στον πανικό. Εδώ έχασε ολόκληρο παππού, που τον κρατούσε
σφιχτά από το χέρι. Πόσο μάλλον ένα κινητό.
Πήρε την απογοήτευσή του παραμάσχαλα, γιατί από τώρα ένιωθε
τόσο, μα τόσο πολύ προδομένος και κάθισε στο πλατύσκαλο μιας πολυκατοικίας.
Έβγαλε το γέρο παππού του στο δρόμο, να
δοξάσουν τις νωπές ανάσες μιας γενιάς
και ότι κατάφερε ήταν… να τον χάσει και να ψάχνεται μόνος, εκεί στη οδό
Υψηλάντη.
Ποια άραγε ιδανικά να κουβαλάνε τούτοι οι κανίβαλοι της
ιστορίας, που με το προσωπείο του γνωστού-αγνώστου, λεηλατούνε κάθε τι μεγάλο
και ωραίο;
Σε ποια πορεία διαμαρτυρίας να συμμετέχεις και για ποιο να
πρωτοδιαμαρτυρηθείς, σαν οι ειδήσεις κατακλύζονται από ανθρωποκυνηγητό, στα στενά της πόλης,
σπασμένες βιτρίνες και καμένα αυτοκίνητα; Ποιος τιμά μια επανάσταση, με
λεηλασίες περιουσιών, φουκαράδων μεροκαματιάρηδων, που βρέθηκαν σε λάθος θέση, τη
λάθος ώρα;
Πού πήγε το « ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία » και πώς το
διδάχτηκαν, οι ανατροπείς και καταπατητές των δικών μου και δικών σου
δικαιωμάτων; Ποιος τους έδωσε το ελεύθερο, ρε αδερφέ, να σπιλώνουν μια μέρα,
που για κάποιους εξακολουθεί να είναι ημέρα οδύνης; Ποιος τους έδωσε τα σύνεργα
να γκρεμίζουν το όνειρο και την ελπίδα για αγώνες, σε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί;
Τι ναποφασίσει για το μέλλον και από ποια πλευρά να σταθεί;
Με τι μυαλό να προχωρήσει το πέταγμα των χελιδονιών, εκεί κατάμονο και
φοβισμένο, καταμεσής στην οδό Υψηλάντη;
Τελικά, είχε σίγουρα « βεβαρημένο παρελθόν ο Διομήδης……
»
Β.Μεμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου