Ψευδαισθήσεις
Το πανωφόρι το νυφιάτικο
εκείνο με την παρθενιά….
Αλέκιαστο… να αιωρείται στην αποβάθρα,
δίπλωσε στα τρία… στα
πέντε… στα χίλια,
μέχρι να γίνει νιφάδα
χιονιού.
Υβρίδιο…
Νοσηρών μυαλών πρόπλασμα,
κάπου στης Βεγγάζης τα καταγώγια
βολοδέρνει την ανυποληψία της.
Ο άνεμος πεισματικά
αντίθετος,
τράβαγε το πλεούμενο στ’
ανοιχτά…
Αχ τούτο το ανάλγητο
φεγγάρι…
Αχ πόσο τη βασανίζει με
την πανσέληνο.
Στο υγρό καμαράκι,
το υπόγειο, το σκοτεινό,
φυτρώνουν οι παλιές ενοχές
και σαν περικοκλάδα της σφίγγουν
το λαιμό,
κάθε που βραδιάζει.
Απόκληρη πια… αποκηρυγμένη
από τις φιλήδονες στοές,
κουμαντάρει την απομόνωση,
της ρυτιδωμένης της σάρκας.
Ληγμένο το κατακόκκινο
κραγιόν
και η μάσκαρα, άχρηστη
πια.
Ο σπόρος νοθευμένος και στείρος,
στην εσθήτα της αβύζαχτης θηλής,
που δεν άνθισε ποτέ, στην σχισμάδα
των υποσχέσεων.
Στην πολυκοσμία στεγνώνει
την μοναξιά της,
με τις εφήμερες ηδονές,
να κατακρεουργούν κάθε της ίνα αθωότητας.
Οι πληρωμένες ζωές
μαράθηκαν
και οι περιφρονημένες
υπολήψεις,
στη μέση του τώρα… του
τότε, ή του ποτέ,
με το σαλεμένο της μυαλό,
να γυροφέρνει στα
πανάκριβα-κάποτε- στέγαστρα αδηφάγων ερώτων.
Τώρα σιωπή…. Νεκρική σιωπή,
στην σάπια βάρκα της σπιλωμένης
ανυπαρξία της,
σε μια ζωή …
Που βούλιαξε σε
ψευδαισθήσεις…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου