http://www.bonsaistories.gr/%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82…
Αγαπητοί φίλοι, διαβάστε την εξαιρετική έμμετρη κριτική της Καλλιόπης Δημητροπούλου για την ποίηση της Βούλας Μέμου
Αγαπητοί φίλοι, διαβάστε την εξαιρετική έμμετρη κριτική της Καλλιόπης Δημητροπούλου για την ποίηση της Βούλας Μέμου
Στους ήχους της Ανδρομέδας (Έμμετρη Κριτική)
0SHARES
Στον βράχο της ποίησης
“εκεί που συναντιέται ο έρωτας,
ο θάνατος και το δάκρυ της θάλασσας”,
εκεί σ’ αντάμωσα να αναδύεσαι
μέσα από τους μεστωμένους
της πένας σου ήχους.
Φορείς κατάσαρκα το “γιορτινό σου μεσοφόρι”,
υποδύεσαι Γυναίκα της Σταύρωσης
για να ξεχερσώσεις την ατέρμονη πλήξη
και τους στίχους σου ντύνεις
με του πάθους το πορφυρένιο χρώμα.
Ηχούν οι “τριγμοί της σοροκάδας” σου
στις νυχτωμένες ζωές
που ελλοχεύουν στο διάβα σου,
στης “μοναξιάς τις κραυγές” κρατάνε σεκόντο
σαν μαστιγώνεις το θάνατο στα γεννοφάσκια του.
Με τη “μοίρα της έμπνευσης”
σκηνοθετείς της ποίησής σου την τέχνη,
τη νοματίζεις Αμαζόνα, μήτρα των ποιητάδων.
Γυναίκα την πλάθεις “στο μεθύσι της φύσης”
και την προστάζεις να σύρει τη μοίρα της
ίσαμε της λύτρωσης το ξέφωτο
κρατώντας “στιχάρια ιερωμένων” κι Αγγέλων.
Σε ασίκικη δίνη περιστρέφεται ο στίχος σου.
Μεταστρέφεται επάξια άλλοτε
σε μαγεμένη άνοιξη και γήινο αστέρι,
σε σιωπή των δειλών και σε άνυδρα έπη
κι άλλοτε ωρύεται επιούσιο σπάραγμα,
και ενοχής κρατητήριο.
Είναι η ώρα που χαμηλώνει ο ορίζοντας
και στραγγίζει ο ουρανός τ’ απόνερα της μέρας.
Σαν αλλοτινή Πρωθιέρεια ψάλλεις
“ωδή στη νεκρή πολιτεία”,
ελεγεία για τη γύμνια της στέρησης
σαν απλώνεται καταμεσής στου κόσμου
τις ανυποψίαστες στράτες.
Κι όταν ο αστρολάβος σού μηνύει ώρα θανάτου
σκύβεις και φιλάς το πατρικό σου χέρι
σαν έκλεινε για πάντα τα τεφτέρια της ζωής του.
Στον ομφαλό της γης με την πένα σου ταξιδεύεις,
της Κασταλίας τα ενδόμυχα μυστικά αφουγκράζεσαι,
ισορροπείς τη σμίλη σου στις κροτίδες του χρόνου.
Κι ύστερα στρέφεις το βλέμμα σου νότια,
μιλάς με τον στοχασμό του Ζορμπά,
με της Ασκητικής τους άφθαρτους λόγους.
Της Αμμοχώστου αγγίζεις τους νυφιάτικους στήμονες,
σπαράζει η γραφίδα σου στο χέρι του δήμιου,
θλίβεται για το γέρμα των νιων
στα φυλακισμένα μνήματα.
Θλίβεσαι για της σφαγής τα σχολαρούδια
που αποκοιμήθηκαν στης Βυσωκιάς τα μέρη
από τη βόμβα του Γερμανού κατακτητή.
Ανυπότακτη εσύ, φιλιώνεις με το γέρο-θάνατο,
τον γητεύεις με ύμνους, τον επικαλείσαι
στο αμάραντο πύργωμά του
με έναν ήλιο αντάμα.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
(Για την ποιητική συλλογή της Βούλας Μέμου “Στον βράχο της Ανδρομέδας”, εκδόσεις ευ “Έλευσις και Υδράνη”, Αθήνα 2018).
Στον βράχο της ποίησης
“εκεί που συναντιέται ο έρωτας,
ο θάνατος και το δάκρυ της θάλασσας”,
εκεί σ’ αντάμωσα να αναδύεσαι
μέσα από τους μεστωμένους
της πένας σου ήχους.
Φορείς κατάσαρκα το “γιορτινό σου μεσοφόρι”,
υποδύεσαι Γυναίκα της Σταύρωσης
για να ξεχερσώσεις την ατέρμονη πλήξη
και τους στίχους σου ντύνεις
με του πάθους το πορφυρένιο χρώμα.
Ηχούν οι “τριγμοί της σοροκάδας” σου
στις νυχτωμένες ζωές
που ελλοχεύουν στο διάβα σου,
στης “μοναξιάς τις κραυγές” κρατάνε σεκόντο
σαν μαστιγώνεις το θάνατο στα γεννοφάσκια του.
Με τη “μοίρα της έμπνευσης”
σκηνοθετείς της ποίησής σου την τέχνη,
τη νοματίζεις Αμαζόνα, μήτρα των ποιητάδων.
Γυναίκα την πλάθεις “στο μεθύσι της φύσης”
και την προστάζεις να σύρει τη μοίρα της
ίσαμε της λύτρωσης το ξέφωτο
κρατώντας “στιχάρια ιερωμένων” κι Αγγέλων.
Σε ασίκικη δίνη περιστρέφεται ο στίχος σου.
Μεταστρέφεται επάξια άλλοτε
σε μαγεμένη άνοιξη και γήινο αστέρι,
σε σιωπή των δειλών και σε άνυδρα έπη
κι άλλοτε ωρύεται επιούσιο σπάραγμα,
και ενοχής κρατητήριο.
Είναι η ώρα που χαμηλώνει ο ορίζοντας
και στραγγίζει ο ουρανός τ’ απόνερα της μέρας.
Σαν αλλοτινή Πρωθιέρεια ψάλλεις
“ωδή στη νεκρή πολιτεία”,
ελεγεία για τη γύμνια της στέρησης
σαν απλώνεται καταμεσής στου κόσμου
τις ανυποψίαστες στράτες.
Κι όταν ο αστρολάβος σού μηνύει ώρα θανάτου
σκύβεις και φιλάς το πατρικό σου χέρι
σαν έκλεινε για πάντα τα τεφτέρια της ζωής του.
Στον ομφαλό της γης με την πένα σου ταξιδεύεις,
της Κασταλίας τα ενδόμυχα μυστικά αφουγκράζεσαι,
ισορροπείς τη σμίλη σου στις κροτίδες του χρόνου.
Κι ύστερα στρέφεις το βλέμμα σου νότια,
μιλάς με τον στοχασμό του Ζορμπά,
με της Ασκητικής τους άφθαρτους λόγους.
Της Αμμοχώστου αγγίζεις τους νυφιάτικους στήμονες,
σπαράζει η γραφίδα σου στο χέρι του δήμιου,
θλίβεται για το γέρμα των νιων
στα φυλακισμένα μνήματα.
Θλίβεσαι για της σφαγής τα σχολαρούδια
που αποκοιμήθηκαν στης Βυσωκιάς τα μέρη
από τη βόμβα του Γερμανού κατακτητή.
Ανυπότακτη εσύ, φιλιώνεις με το γέρο-θάνατο,
τον γητεύεις με ύμνους, τον επικαλείσαι
στο αμάραντο πύργωμά του
με έναν ήλιο αντάμα.
Καλλιόπη Δημητροπούλου
(Για την ποιητική συλλογή της Βούλας Μέμου “Στον βράχο της Ανδρομέδας”, εκδόσεις ευ “Έλευσις και Υδράνη”, Αθήνα 2018).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου