«ΕΣΤΙΝ ΟΥΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ»
|
Έ
|
παιρνε πάντα τον ίδιο και
απαράλλαχτο αντιγραμμένο δρόμο, κατασκεύασμα της μοναδικής του ανασφάλειας και
τράβαγε ίσα καταπάνω, για το αδιαπραγμάτευτο τίποτα. Ένα τίποτα που γεννήθηκε
από τις μεγάλες προσδοκίες του- αποκυήματα άγραφων αναγνωσμάτων-για τα νοσηρά
προλογισμένα μονοπάτια.
Σ
|
τόχοι ανωτέρων ανθρώπων
καρφώθηκαν στο κεφάλι του και ζωντάνευαν, μόνο για να του καταμαρτυρήσουν την
μηδενικότητα, που αλαζονικά προσπαθούσε να αναδείξει σε αρετή. Σιγοπριόνιζε τα μελτέμια που αρμένιζαν
τα βαπόρια του ήθους και καλούσε τον ξεπεσμό του σε ευανάγνωστες συναυλίες.
Τ
|
υχερός θα λογαριαζόταν, σαν
αντάμωνε αναγνωρίσιμες καταιγίδες, μιας και το μεγάλο του παράπονο ήταν η
ανωνυμία της σκιάς του. Τρανταχτό παραστράτημα της μοίρας του, η μακρινή
απομόνωση που αναγράφεται και δη με κεφαλαία.
Ί
|
διο λαχτάρισμα το ξέσπασμα της
τραγωδίας, που γεννιέται και σε ακολουθεί ίσαμε τα ύστατα κοσμογονικά σου
περπατήματα και ανατριχιάζει τους θεατές της κατρακύλας σου.
Ν
|
όθευε τις μετάνοιες του, με τις
επαναλήψεις των ανομιών του και εισέπραττε πάντα το ίδιο, ακατανόητο για
κείνον, απορρίπτω, σαν αμοιβή των ανεύθυνων προγραμματισμών του. Ποτέ δεν
ζέστανε τα χέρια του στο φως του φεγγαριού και δεν συνόδευσε τον κότσυφα, στη
φωλιά του.
Ο
|
ρεγόταν τα των μεγάλων έργα,
κλεισμένος και καταδικασμένος να παραμένει έξω από τα τείχη τους και
κρυφομοιρολόγαγε την τύχη του, που κατέστρωνε τα σχέδιά της, με εκείνον… μεγάλο
απόντα.
Ύ
|
στατες προσπάθειες κατέβαλε να
παρακολουθήσει τη γιορτή των παραμυθιών, τις νύχτες των ανακατατάξεων και έτσι
πάνω στην αδιαφορία τους κάκιωνε και θεμέλιωνε έργα ποταπών αντιλήψεων.
Ν
|
αύλωσε πολλές φορές το καΐκι της απόρριψης, σαν
στόχευε σε μεγαλεπήβολα όνειρα και αγνοώντας
τον ένα κριτή, που δεν ήταν άλλος από τον κακό του εαυτό, σκιαγραφούσε τα
ανομήματά του σε οριοθετημένες πάντα πολιτείες..
Τ
|
ραυματικές εμφανίσεις, ή μάλλον
τρομακτικές καταβροχθισμένες ώρες, μέτραγαν μπροστά του τα χρόνια της ζήσης
του, γνεύοντάς του «εκεί», δηλαδή στην απέναντι γωνία, θέση που σε τοποθετούν
τα πράγματα, σαν αποφασίσουν να σου σκοτώσουν το δικαιωματικό σου «εδώ».
Ρ
|
ωγμές των χώρων αναδεύονταν τις
νύχτες της απομόνωσης και αναλάμβαναν το έργο των κατολισθήσεων των
επιτηδευμένων λόγων ή σχέσεων που δεν κατόρθωνε ποτέ να κάνει κτήμα του.
Α
|
πολιθωμένες ρήσεις έγραφε, ως
καταγραφή των περασμένων του μεγαλείων και ξεθώριαζε τους αφρούς των
αντιξοοτήτων, λες και η ανωριμότητα ήταν το πλεονέκτημα των αμίμητων μυήσεων
στα αχορτάριαστα μνημεία των γραμμών.
Γ
|
ερμένος στα άλαλα και ανεδαφικά
αποκούμπια του…έστηνε το μεγάλο χορό της
μοναξιά, ζωγραφίζοντας το παράπονο, σαν το μεγάλο της ζωής του απόκτημα.
Σκουριασμένες αναθυμιάσεις τα παλιά του ρητορεύματα, με παραπλανητικά σκόρπια
λόγια, που ανασύντασσε μόνο και μόνο για να κρύβει την καμουφλαρισμένη του απραξία.
Ω
|
ρίμασε με την καρφοπιασμένη του
αγανάκτηση και παραπλανούσε νόθες αποδράσεις, ελπίζοντας τα ανέλπιστα.
Παρακάλια με λυγμούς και σκύψιμο του κεφαλιού, στο μεγάλο κενό των τυφλών.
Καταρρακωμένα γκριζοπράσινα όνειρα που
πνίγηκαν σε αφανισμούς και απαλλοτριώσεις.
Δ
|
εν ήμουν ποτέ ειμαρμένη του
καιρού του και πώς να αποκρυπτογραφήσω την παραπονεμένη του σκέψη; Ήρθε απλά
στα χέρια μου το στοιχειωμένο του παράπονο σε ένα ξέσπασμα και μάλιστα μέρα
γιορτής. Ανακάθισα στο παλιό του ξύλινο σκαμνί και σαν τον ξομολογητή,
λογοδοτούσα για τις τύχες των άλλων. Έδινα λογαριασμό για την «τυφλή τύχη», που
κατάφερε να εμφανίζεται και ως κόσμημα στους κάτασπρους λαιμούς των κυριών. Αόμματα
λόγια παρηγοριάς και μόνο για αφελείς θα τα χαρακτήριζα, μα ήταν τα μόνα που
ανέσυρα από το κλειδωμένο συρτάρι της αμηχανίας μου.
Ι
|
μάτια ξεπουλημένα η ζωή του, ούτε
καν μισοτιμής δοσμένη, πεταμένη στην υψικάμινο με τα απόβλητα, στον αθέατο
δηλαδή καιάδα του απόλυτου τίποτα. Με γονάτισε η όλη παραπονιάρικη αφήγηση,
λόγια σπαρακτικά και αρτιμελή και γύρισα το κεφάλι ψηλά, ψάχνοντας ένα κόνισμα,
να του φορτώσω τις τύψεις. Δεν έβγαλα άχνα, όλη τούτη την ώρα, παρά σεργιάναγα
στου μυαλού μου τις στοές, μπας και συναντήσω ένα λόγο, να απαλύνω το μαρτύριο
που ζούσαμε και οι δυο μας. Πεισματικές αρνήσεις μου ορθώνονταν, λες και όλα
ήταν προγραμματισμένα και κατασκευασμένα να καταλήξουν την πράξη «σπουδαίαν και
τελείαν».
Α
|
ντιστάθηκα αρκετά στις κραυγές
απόγνωσης που μου φανερώθηκαν και βρήκα την ώρα να κλάψω για την κάθαρση, που
δυστυχώς δεν χαράμισα, τόσα χρόνια, ούτε μια στίξη, να την μελετήσω. Τράβαγα το
δρόμο μου και δεν κοντοστάθηκα ούτε για μια στιγμή ν’ αφουγκραστώ το μαρτύριό
του και ίσως… να του σιγοτραγουδήσω, δυο στίχους στο δρόμο της άνοιξης. Έτσι
ξεμάκραινα και περήφανα κοίταζα μπροστά, δίχως μια νότα οίκτου, ανέξοδο έργο
ενός απλού ανθρώπου. Ότι κατάφερα τελικά, ήταν να κάνω τη ζωή του…
«συν-μαρτύριό μου».
Β.Μέμου.
«συγχρονοι Έλληνες ποιητές»
εκδοση της ΟΥΝΕΣΚΟ 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου