Ένας οικείος
…ξένος
Ξημέρωσε για τα καλά .Ο
ήλιος είχε ανέβει δυο οργιές πια και η Άννα εκεί καθισμένη στο πεζούλι της
εκκλησίας. Ο χρόνος είχε σταματήσει στο προηγούμενο βράδυ.
Τα ρολόγια όλης της πλάσης
έδειχναν εννιά.
Κάτι περαστικοί την
κοίταζαν με απορία.
Αννούλα μου τί κάνεις εδώ;
Ακούστηκε η γνώριμη φωνή του κυρ- Κώστα του φαρμακοποιού.
Πρωί- πρωί …και τί είναι
όλη αυτή η στίβα τα αποτσίγαρα;
Τί σου συμβαίνει κορίτσι
μου; Ο Σπύρος γύρισε;
Χωρίς να απαντήσει έφυγε
τρέχοντας. Τώρα συνειδητοποίησε ότι ήταν με τα ρούχα του σπιτιού.
Όχι δεν πήγε στο σπίτι.
Τράβηξε κατά το σταθμό του τρένου.
Γνώριμος χώρος, μιας και
όταν είχε ψυχοπλακώματα, περπάταγε στις ράγες και σιγοτραγουδούσε, ένα τραγούδι που άρεσε στη μάνας της.
Κιότεψε πια, βάρυναν οι
ώμοι, από τα χρόνια, αλλά και από τα βάσανα.
Σήμερα δεν είχε τίποτα να
κατευοδώσει και κάθισε σταυροπόδι στις γραμμές του τρένου. Όλη της η ζωή,
σκεφτόταν, ήταν ένας λαθρεπιβάτης της ευτυχίας και της χαράς. Και τώρα;
Αργά το βράδυ γύρισε στο
σπίτι.
Το σπίτι της, απόψε της
φαινόταν τόσο άγνωστο, τόσο αφιλόξενο, σαν φτηνό πανδοχείο, δεν είχε πουθενά το στίγμα της οικογένειας.
Κουλουριάστηκε στην κουνιστή καρέκλα και την πήρε ο ύπνος κλαίγοντας.
Για μήνες έμεινε κλεισμένη
στο σπίτι, περιμένοντας τον Σπύρο να κάνει την εμφάνισή του, αλλά μάταια.
Ποια ήταν αυτή η γυναίκα;
Πού την γνώρισε; Πότε την συναντούσε; Πόσο διπρόσωπος ήταν;
Έπρεπε να μάθει. Ήταν για
κείνη ένας λόγος τιμής.. Είκοσι τόσα
χρόνια, ζούσε με έναν ξένο, με κάποιον που γνώρισε ένα βράδυ Σαββάτου, τώρα
σταπότρυγα.
Βάλθηκε να θυμηθεί όλη την
κοινή τους ζωή, λεπτό προς λεπτό. Το είχε ανάγκη .Έψαχνε απαντήσεις, έψαχνε
έναν λόγο να μην γκρεμίσει και το
τελευταίο κάστρο ανθρωπιάς που είχε μέσα της.
Ότι είχε να θυμηθεί ήταν
δουλειά, νοσοκομεία- χιλιάδες τα προβλήματα υγείας του Σπύρου-απιστία και
ρουτίνα..
Άρχισε να περιφέρει το
μυαλό της στους διαδρόμους των νοσοκομείων που έτρεχε το Σπύρο, μέχρι που σαν
να άναψε ένα φως, σταμάτησε στην πρώτη του επέμβαση, είκοσι τόσα χρόνια πίσω.
Κιρσοκήλη την είπε ο
γιατρός και …… αναπήδησε από την πολυθρόνα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα, που
είχε τόσο καιρό να επισκεφτεί..
Έψαξε τα αρχεία της και Ω!
ναι μα ναι το βρήκε…
Η Άννα άρχισε να χορεύει
σαν δαιμονισμένη, πέταξε τα ρούχα όλα έξω από την ντουλάπα, στο πάτωμα και
άρχισε να γελάει.
‘Άνοιξε διάπλατα τα
παράθυρα και έβαλε μουσική.
Το πρώτο τηλεφώνημα ήταν
στην κομώτριά της ..
Μαιρούλα θέλω κούρεμα,
χτένισμα, νύχια.
Έκλεισε ραντεβού στο spa, για περιποίηση και βγήκε για ψώνια. Τόσα λεφτά είχε
και να η ώρα, να ξοδέψει μερικά.
Κοκέτα και όμορφη όσο
ποτέ, πέρασε μπροστά από το μαγαζί τους.
Τα πόδια της έτρεμαν ,
αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις της να μην περάσει. Ήταν περίεργη. ‘Ήθελε να
δει ποιος κάνει κουμάντο και ποιος δουλεύει πια στον Ιδρώτα της.
Στον κεντρικό δρόμο το
μαγαζί τους και γνώριμη στην γειτονιά. Τόσους μήνες δεν είχε μιλήσει με κανέναν
. Δεν έβγαινε στην αγορά, απέφευγε τους γνωστούς, μόνο δυο-τρεις φίλοι τράβηξαν
μαζί της το Γολγοθά της.
Ντρεπόταν πολύ τους
γείτονες, όσο για το χωριό της δεν πάτησε το πόδι της.
Τι να πει; Τώρα στα μεγάλα της, να την βρει
τέτοιο ρεζιλίκι;
Όσο κοντοζύγωνε στο
μαγαζί, τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν, αλλά ήταν πεισματάρα η Άννα.
Δεν είχε σκοπό να
σταματήσει. Ένα πέρασμα θα έκανε, αλλά η εικόνα που είδε την έκανε να γουρλώσει
τα μάτια και να μείνει στήλη άλατος και μάλιστα στην πόρτα.
Στο ταμείο, η Λουκία, η
παλιά της υπηρέτρια, ο Τάσος στο μεγάλο γραφείο και ο Σπύρος σε μια καρέκλα
παράμερα.
Μνήμες ξύπνησαν και
πετάχτηκαν από τα συρτάρια του μυαλού της και το αίμα της ανέβηκε στο κεφάλι.
Πάνε χρόνια που πήρε την
Λουκία στο σπίτι να βοηθάει στις δουλειές, αλλά η καλοβαλμένη τσαπερδόνα άρχισε
να προσφέρει υπηρεσίες στο Σπύρο με ανταλλάγματα. Ο κόσμος άρχισε τα σχόλια και
η Άννα την πέταξε από το σπίτι με τις κλωτσιές.
Θα σε εκδικηθώ της είπε
φεύγοντας, αλλά δεν το πήρε με το μέσα μυαλό τότε.
Τι εκδίκηση μπορεί να
πάρει; Σκέφτηκε.
Όταν συνήρθε από το Σοκ,
σήκωσε το κεφάλι ψηλά και σαν το μόνο αφεντικό αυτού του μαγαζιού μπήκε μέσα.
Χαιρετώ την αγία οικογένεια,
είπε με ειρωνεία.
Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν
αμήχανα και ο Σπύρος σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της.
Τέλειωσε Άννα παραδέξου,
μην γίνουμε θέαμα στην γειτονιά…
Η Άννα έβαλε τα γέλια, τον
κοίταξε κάτω από τα μαύρα γυαλιά της, με
ύφος εκατό καρδιναλίων…
Όχι καλέ μου, δεν έχω
σκοπό να χαλάσω αυτήν την όμορφη ατμόσφαιρα, απλά θα ήθελα να σας κάνω ένα
δώρο.. Δεν ήξερα ότι είστε όλοι μαζί και
δεν το κρατάω μαζί μου…
Πάω στο σπίτι μου, είπε
σαν να ήθελε να ακουστεί καλά, αυτό το … Στο σπίτι μου… και επιστρέφω..
Γύρισε κρατώντας ένα χαρτί
τυλιγμένο και δεμένο με μια κατακόκκινη κορδέλα.
Σπύρο μου… Τα δώρα τα
δίνουν στον αρχηγό της οικογένειας, είπε και του έδωσε το χαρτί…
Όταν το διάβασε , κοίταξε
την Λουκία και σωριάστηκε καταγής…
Η Άννα ατάραχη τον
δρασκέλησε και πήγε το χαρτί στην Λουκία…
Τα κλειδιά παρακαλώ του
μαγαζιού μου… δεν χρειάζομαι άλλο τις υπηρεσίες σας… Όσο για σας νεαρέ μου…
έπρεπε να ξέρετε… ότι η κιρσοκήλη κάνει έναν άντρα στείρο.
Βρες άλλο κορόιδο για
πατέρα…
ΦΩΤΟ ΤΟΥΛΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου