ΕΥΓΕ ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ…..
Δειγμάτισαν την
πορεία τους στο χρόνο, που στήθηκε τείχος πολλές φορές μπροστά τους και
αναμετρήθηκε με το μπόι τους. Βάλθηκε να στιγματίσει την ανεμπόδιστη νιότη
τους, σε μια εποχή, που έπεφταν βροχή στη θάλασσα ταστέρια.
Γέρασαν οι
χρόνοι στο πέρασμα του τυφώνα και άφησαν τα σημάδια τους, εκεί στο μακρινό και
αναντάμωτο ορίζοντα και ανοίχτηκε η πύλη, για το πέρασμα στην ανάβαση, που
θεωρήθηκε πια υποχρεωτική.
Ξεκίνησαν για
το υπερπόντιο ταξίδι, με τη φλόγα στη ματιά, την μόνη αποσκευή, που τους άφησαν
οι άλλοι, σαν θεωρούσαν σίγουρο το ναυάγιό τους. Ήταν, βλέπεις, σίγουροι, για
το καραβοτσάκισμά τους, σαν έσπερναν ύφαλους στα θαλασσοπερπατήματά τους.
Σωστή ζωγραφιά
τούτη η μικρή, που έγινε δεύτερος, δηλαδή πρώτος καπετάνιος και είδε
συγκυβερνήτη το νέο, την ώρα που θέλησε να οργώσει τα νερά της νιότης του και
να φτάσει νικητής στη στεριά.
Πιάστηκαν
χέρι-χέρι και κατηφόρισαν, νύχτα με πανσέληνο, εκεί δίπλα στο καρνάγιο, να
σχεδιάσουν το ταξίδι. Αγνάντεψαν τη θάλασσα και σαν την έπιασε απαλά από τη
μέση-σωστή νεράιδα, στα κατάλευκα-της ζήτησε τη μια δική της υπόσχεση: « Σπάσε
ένα μετεωρίτη μόνο για μας. Δος μου την έκρηξη και κρύψε καλά ένα κομμάτι του,
για το χθες, που δάκρυσες ».
Άστραψαν τα
μάτια της και μπήκε στην αγκαλιά του, γιατί τα λόγια περίσσευαν, σαν μίλαγαν οι
ώρες, που θέλησαν να ζωστούν, μόνο και μόνο, για το αύριο.
Δεν είχαν πια
χρώματα να συλλαβίσουν τις άναστρες νύχτες που απόμειναν, σαν ξεπουλήθηκε το
Αυγουστιάτικο ολοστρόγγυλο φεγγάρι.
Χιλιοτραγουδισμένο το ροδόσταμα που θέλησαν να γευτούν, όταν τούτο το
αγκάλιασμα, ήταν απόκοσμο και άγευτο, αλλά μάρτυρας της λαχτάρας, που οδηγεί
κατευθείαν στο βάθρο του νικητή.
Σκότωσαν το
χρόνο, που θύμιζε απειρία και είχε μαβί χρώμα και αρμένισαν για ένα αύριο, που
θα τους έφτανε κατευθείαν στη ζωή με Ζωή και στο μέλλον που θα είχε πάντα
Μέλλον.
ΣΗΜΕΡΑ έχουν
γενέθλια. Τα μόνα δικά τους γενέθλια, που η γέννηση σχεδιάστηκε και
ζωγραφίστηκε, από τους δυο τους.
Βγήκαν πάλι
νύχτα, στο μυστικό τους ακρογιάλι και βρήκαν να τους περιμένουν πολλοί για τη
γιορτή. Τη δική τους γιορτή. Οι μέχρι χθες επικριτές, σημαιοφόροι σήμερα στους
μελιστάλακτους επαίνους, υπέγραφαν στο βιβλίο συγχαρητηρίων, την προσωπική τους
ευχή, δείχνοντας το μεγάλο αστείο του πράγματος.
Έκατσα
παράμερα, για να μην σπάσω τον κρίκο και είπα να τους αφιερώσω, δυο σκέψεις
πεζές, αλλά βγαλμένες από στρογγυλούς στίχους και δοσμένους μπουκέτο, ότι
αξίζει κάτι τέτοιες στιγμές, παραφράζοντας τη σιωπή και δαφνοστεφανόνοντας την
ομορφιά, που αντέγραψαν σε μένα τα νιάτα τους.
Δεν στόχευα σε
βαρύγδουπους λόγους και μελετημένες προθέσεις, αλλά εκεί κάτω στη σκιά του
φεγγαριού, ξεφύλλισα την επιτυχία τους, σαν αντίκρισα τον παλιό στόχο, που δεν
ήταν άλλος, από την αναζήτηση της τετραγωνικής ρίζας, του ίσος προς ίσον. Δεν
ήταν το φτάσιμο εύκολη δουλειά. Δεν ήταν περίπατος στη λιμνούλα με τα νούφαρα,
παρά κουπί, για γερά μπράτσα και γύρευε ΗΘΟΣ για ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, η ανάβαση
στην μεγάλη αλάνα, που στήθηκε σήμερα η γιορτή.
Πρόλαβα να
ακούσω και γω, το τραγούδι που τους έπρεπε, σαν οι συνθέσεις κατατροπώθηκαν και
κλείστηκαν αθόρυβα, στη βουβή ανικανότητα, που ζωγραφίζει μονάχα, με βότσαλα
στην άμμο.
Άρχοντας,
στεκόταν δίπλα τους, ο συγγραφέας της επιτυχίας και εγώ ο μικρός κριτής, θα τον
λέω πάντα Άρχοντα, τον ένα και αδιαπραγμάτευτα, νικητή της μέρας.
Πέρασε το
όνειρο αντίπερα και άναψε το βωμό, στο φως του φεγγαριού, με τα πυροτεχνήματα
της επιτυχίας. Και τώρα, λιποτάχτησε για μια φορά από τη λογική του και έδωσε
όνομα, στο έτοιμο πια βραβείο τους. Πήρε για κοντυλοφόρο, τις υποσχέσεις της
νιότης και με σινική μελάνη, της αγάπης τα ροδοπέταλα και σκάλισε τον πάπυρο
που άξια καμαρώνει σήμερα, στα δεύτερα γενέθλιά τους.
Και εκείνο το
κάτασπρο φόρεμά της, σερνόταν και διέγραφε όλα τα φεγγάρια του σύμπαντος, που
απόψε, παρακολουθούσαν αδύναμα τόσο φως. Σαν έφτασε στον καθρέφτη της ευχής
της, ακούμπησε στα δικά του μάτια που την κοίταζαν, ίσα πάνω και αριστερά στο
στήθος. Εκεί που οι χτύποι του υπάρχω, δεν είναι, η μόνη πιστοποίηση του
ληξίαρχου.
ΕΥΓΕ ΣΑΣ, παιδιά μου, ΕΥΓΕ ΣΑΣ.
Πώς να στριμώξω
γράμματα σε συναισθήματα και να δώσω εκείνο που σας πρέπει;
Πώς νακουστώ
στη χαρά σας, ένας περιηγητής στη σελίδα που έκαμα το χρόνο συνοδοιπόρο μου και
κείνος άρχισε να με κλέβει με το καλημέρα;
Οι
τυμπανοκρουσίες περιττές, κάτι τέτοιες στιγμές.
Εκεί στο
ψηλότερο βουνό, εκεί που ερωτοτροπεί, ο ήλιος το χάραμα, φύτρωσε ένα κυκλάμινο
στόνομά σας. Σας περιμένει να σας δώσει τα χρώματά του.
ΑΝΕΒΕΙΤΕ……
ΤΟ ΑΞΙΖΕΤΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου